Έκλεισε η ζωή μου δυο φορές
Πριν κλείσει – Τώρα μένει
Να δω αν και τρίτο γεγονός
Η Αθανασία εξυφαίνει
Τόσο αδιανόητο. Μοναχά
Του χωρισμού το χάδι
Γνωρίζουμε απ’ τον Ουρανό
Κι αντέχουμε απ’ τον Άδη.
Έμιλι Ντίκινσον
Χωρίς μουσική
Εικόνες περνούσαν τρέχοντας απ’ τα παράθυρα του αυτοκινήτου σαν λέξεις σε μια ξένη γλώσσα. Χωράφια, δέντρα, σπίτια στη μέση του πουθενά, ζώα πατημένα στην άκρη του δρόμου, όλα μουντά και σταχτένια σαν τη συννεφιά που τα σκέπαζε. Η Νόρα κατέβασε το παράθυρο και πέταξε τη γόπα του Marlboro αναμμένη ακόμα, σκέφτηκε φευγαλέα τις προειδοποιήσεις της πυροπροστασίας για τα φονικά αποτσίγαρα που μπορούν να αφανίσουν ολόκληρα δάση, και κλείνοντας πάλι το παράθυρο μονολόγησε σιωπηλά, «Μακάρι».
Μια πυρκαγιά και τα θύματά της. Θα ’ταν μια σχετική συγκίνηση, αν όχι η εκδίκηση που λαχταρούσε και που κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να της προσφέρει. Γιατί πώς να εκδικηθείς τον θάνατο χαρίζοντάς του κι άλλες αθώες ψυχές; Πιο πολύ δώρο θα του ’κανε.
Με την πίκρα του προηγούμενου τσιγάρου ακόμα στο στόμα της άναψε το επόμενο και ρούφηξε βαθιά. Τουλάχιστον της έμενε τούτη η απλή κι εύκολη πίκρα, σαν ομοιοπαθητική στο φαρμάκι που δεν έλεγε να φύγει από το αίμα της. Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει. Κι άλλη προειδοποίηση από άσχετους που κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη τουςº κι άλλο Μακάρι.
Στην άκρη του μυαλού ένιωσε να τρεμοπαίζει μια ενόχληση σαν πόνος αμυδρός, και συνειδητοποίησε ότι ο Χάρης είχε βάλει το ραδιόφωνο να παίζει. «Κλείσ’ το,» μουρμούρισε δίχως καν να γυρίσει προς το μέρος του, και χωρίς παρακαλώ. Οι ευγένειές ανάμεσά τους είχαν εξανεμιστεί προ πολλού, όμοια με το φλούδι σάπιου φρούτου που το εξαφανίζει μια μούχλα σαν γαλάζιο χιόνι. Κι εκείνος υπάκουσε, δίχως σχόλια ευτυχώς. Μόνο ο ήχος της φωνής του θα ’ταν χειρότερος απ’ τη μουσική.
Παράξενο. Κάποτε, σε μιαν άλλη ζωή -στην οποία είχε πάψει να πιστεύει λες και ήταν προηγούμενη ενσάρκωση αδιανόητη: βασίλισσα της αρχαιότητος, πλύστρα στο Βυζάντιο, πουτάνα του βικτωριανού Λονδίνου- ήταν αδύνατον να διαχωρίσει τη ζωή της απ’ τη μουσική που τη συνόδευε σε χαρές και σε λύπες. Μα τώρα κάθε τραγούδι που ’χε γραφτεί πριν ή μετά τα Έξι Φωτεινά Χρόνια έμοιαζε προδοσία -κι όσα είχε ακούσει στη διάρκειά τους ήταν σαν σουβλιές σε γυμνωμένο νεύρο. Έτσι, αφού τα πράγματα έχασαν πρώτα το χρώμα τους, τη γεύση και το χάδι τους, στο τέλος έχασαν και τον ήχο που κουβάλαγε μέσα του τη στερνή ομορφιά τους.
Είχε διαβάσει σ’ ένα άρθρο της Wikipedia σχετικά με τα στάδια του θανάτου, ότι ο άνθρωπος πεθαίνοντας, απ’ όλες τις αισθήσεις, χάνει τελευταία την ακοή του. Ο Χάρης δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο καθόταν με τις ώρες και διάβαζε τέτοια πράγματα, και πριν η Νόρα φροντίσει με ουρλιαχτά και χριστοπαναγίες να του κόψει κάθε γκρίνια, έλεγε πως στενοχωριόταν άδικα, πως μαύριζε την ψυχή της -λες και υπάρχει πιο μαύρο από το μαύρο. Στην πραγματικότητα, γύρευε να μάθει όσο μπορούσε περισσότερα για τη στιγμή του τέλους και τον ακριβή μηχανισμό της για να καταλάβει αυτό που ο άγγελός της είχε αναγκαστεί να περάσει μόνος του, χωρίς κανείς να του κρατά το χέρι στο σκοτάδι για να μη φοβάται. Κι ενώ η ιδέα πως, έστω και για κλάσματα του δευτερολέπτου, η σαστισμένη του ψυχούλα είχε μείνει εγκλωβισμένη σ’ ένα σώμα τυφλό κι αναίσθητο που άκουγε μονάχα θα φάνταζε σε άλλον εφιαλτική, η Νόρα έβρισκε σ’ αυτήν μια διεστραμμένη παρηγοριά.
Γιατί ακόμα κι αν τις στιγμές του σπαραχτικού τους αποχωρισμού το τρεμάμενο φως της ζωής της δεν μπορούσε πια να δει το πρόσωπό της, ούτε να νιώσει τα χέρια της, που τον έσφιγγαν στον κόρφο της με λύσσα, τουλάχιστον ίσως είχε προλάβει ν’ ακούσει τη φωνή της να λέει ξανά και ξανά «Αγάπη μου! Μη φοβάσαι! Η μανούλα είναι εδώ!»
Που όλα τα δάση του κόσμου να καούν, να γίνουν στάχτη, κι όλοι οι καπνιστές να ψοφήσουν από καρκίνο που να τους φάει τις σάρκες από μέσα.
Λίγο καλύτερα τώρα. Αν μη τι άλλο, οι άδικες κατάρες που ο νους της εξακόντιζε σπασμωδικά κάθε τόσο ενάντια σε κάθε τι που ’χε το θράσος να παραμένει ζωντανό μπορεί και να γυρνούσαν στη μαύρη ανάσα που τις πρόφερε. Ήταν κι αυτό μια κάποια ελπίδα.
Η κλέφτρα
Αν κάτι εκνεύριζε τον Χάρη πιο πολύ εκείνη τη στιγμή, περισσότερο κι απ’ το ίδιο το ταξίδι που είχε δεχτεί να κάνει ενάντια σε κάθε λογική, ήταν το γεγονός ότι η Νόρα δεν ήξερε να οδηγεί.
Άλλο ένα βάρος που ήταν αναγκασμένος να σηκώσει μόνος του, όπως αυτό του βιοπορισμού τους, όταν τότε η Νόρα είχε αποφασίσει να παρατείνει την άδεια μητρότητος επ’ αόριστον, αναγκάζοντάς τον να περνά όλη του τη μέρα στο ιατρείο προκειμένου να τα βγάζουν πέρα με τα έξοδα του μωρού, στερώντας του ανεκτίμητες ώρες και μέρες και βδομάδες. Και είχε ύστερα τη χυδαιότητα, μια απ’ τις άπειρες φορές που τρώγανε τις σάρκες τους, να του πει στα μούτρα πως ο πόνος του δεν είναι ίσος με τον δικό της, επειδή δεν έζησε το παιδί όσο εκείνη. «Μήπως τον έβλεπες και ποτέ;» είχε ξεστομίσει όλο μίσος, μασώντας τις συλλαβές και με την ανάσα της να βρομοκοπάει απ’ τις μπίρες. «Πατέρας του Σαββατοκύριακου ήσουν!» Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ο Χάρης -που δεν είχε σηκώσει ποτέ του χέρι σε άνθρωπο, που ούτε παιδάκι στο σχολείο δεν είχε παίξει ξύλο- ένιωσε τη λαχτάρα να κάνει το χέρι του γροθιά και να τη λιώσει την πουτάνα, την κλέφτρα, που του ’χε κλέψει τα χρόνια που θα ’πρεπε να ’ταν μοιρασμένα.
Κι ο πειρασμός της βίας δεν είχε φύγει ολότελα από μέσα του -απλώς, μετά από λίγο, έμαθε να τον στρέφει στον εαυτό του· πρώτα με τα τσιγάρα που έσβηνε στις φτέρνες του όταν ήταν μόνος, ώσπου τα πόδια του έγιναν δυο τεράστιες πληγές που αιμορραγούσαν και με το ζόρι μπορούσε να περπατήσει, κι έκτοτε με τις συχνές, ψυχαναγκαστικές κι απόλυτα ανηδονικές επαφές του με πουτάνες που ψώνιζε απ’ τα πιο άθλια πεζοδρόμια του κέντρου και γαμούσε στο πίσω κάθισμα χωρίς καπότα. Την πρώτη φορά που έπαθε βλεννόρροια είχε αφήσει να περάσουν δυο βδομάδες μέχρι να ξεκινήσει τη δοξυκυκλίνη, κι ας έπρεπε να χώνει κουβαριασμένη την πετσέτα στο στόμα του όταν κατουρούσε για να μην ουρλιάξει απ’ τον πόνο της πυουρίας. Τώρα, κάθε φορά που η Νόρα τον έσπρωχνε στα όρια της οργής, έπαιρνε επί τόπου τ’ αμάξι και πήγαινε να ανταμώσει τον συνδυασμό ηπατίτιδας Β και C που αποζητούσε με την ίδια θέρμη όπως ο θρήσκος τη σωτηρία της ψυχής.
Και ξαφνικά, στη θύμηση των φρικαλέων αυτών βιασμών που διέπραττε σε βάρος των κολασμένων της γης, το καυλί του σήκωσε κεφάλι, όπως συνέχιζε να κάνει παρά τον ψυχικό θάνατο που ’χε λάβει χώρα προ πολλού εντός του, σαν ηλίθιο ζώο που ψάχνει την τροφή της χαράς στο τσιμεντένιο δάπεδο του έρημου κελιού του. Που κι αυτό του το ’χε καταλογίσει η καριόλα – πώς ήταν δυνατόν να ερεθίζεται μετά απ’ όσα είχαν συμβεί, όταν το δικό της σώμα είχε κλείσει σαν ανενεργό ηφαίστειο; «Μην κολακεύεις τον εαυτό σου,» της είχε αποκριθεί, βγάζοντάς τον και χτυπώντας τον δυο φορές στην παλάμη του σαν ένα κομμάτι άψυχο κρέας. «Δεν συμβαίνει εξαιτίας σου. Και η τελευταία γυναίκα στη γη να ήσουνα, θα το ’κοβα να το πετάξω στα σκυλιά.»
Με τέτοια γλυκόλογα περνούσε η ζωή τους. Και είχαν ξαναμάθει ο ένας τον άλλο -μαζί στην αγάπη, μαζί και στην αποστροφή.
Αυτό χρειαζόταν τη συγκεκριμένη στιγμή ο Χάρης, μια γερή δόση αηδίας να του σκοτώσει τη στύση, και κάνοντας δήθεν να πιάσει τον αναπτήρα απ’ το ταμπλό, άφησε το χέρι του να τριφτεί στο γυμνό γόνατο της Νόρας.
Η επίδραση του αγγίγματος ήταν ακαριαία και για τους δύο: εκείνη τράβηξε μονομιάς το πόδι της δεξιά σαν να την είχε χτυπήσει ρεύμα, κι εκείνος ένιωσε το πέος του να συρρικνώνεται μέσα σε δευτερόλεπτα σαν τιμωρημένο.
Παράξενο πως κάποτε το ίδιο κορμί του ξύπναγε τόση λαχτάρα. Τώρα πια, ακόμα και στις λιγοστές στιγμές αθέλητης τριβής, που και οι δυο απέφευγαν επιμελώς, ήταν λες και η σάρκα του ακουμπούσε κάτι κρύο και πεθαμένο.
Με φρίκη τρέφεται η καρδιά που μισεί τον χτύπο της.
Η πρώτη φορά
Μπλε μικροσκοπικά βατραχοπέδιλα. Άμμος ξανθή σαν τα μαλλιά του. Ομπρέλα κόκκινη στο χρώμα της χαράς. Η φωνή του, τσιρίδα όλο ενθουσιασμό πάνω απ’ τον φλοίσβο. Βερίκοκα στο μπαλκόνι, το χνούδι τους ίδιο μ’ αυτό που κάλυπτε το ηλιοψημένο του κορμάκι.
Ένα κομμάτι του μυαλού τους θυμόταν τα πάντα, ως και την τελευταία λεπτομέρεια -την ώρα, τη μέρα, τον μήνα, τη χρονιά – κι ένα άλλο, αυτό που τους κρατούσε στοιχειωδώς ζωντανούς, τα μπέρδευε όλα σε μια θολούρα, ώστε να αντέχει η καρδιά όταν τα αντικρίζει. Έτσι δαμάζει ο χρόνος: με διαρκείς ανακρίβειες, με λάθη, ώσπου να φτάσει η αλήθεια να μοιάζει με ψέμα.
Και οι δυο θυμόντουσαν πάντως ότι ήταν το καλοκαίρι που έμαθε κολύμπι. Στα ρηχά, χωρίς μπρατσάκια (πόσο έλαμπε από περηφάνια γι’ αυτή την πρώτη νότα ενηλικίωσης!) με τα βατραχοπέδιλα που του ’διναν άνωση κι ορμή, κι έσκιζε τα γαλάζια τα νερά σαν το ψάρι.
Τις πρώτες φορές έστεκαν στη μια και την άλλη άκρη της μικρής του διαδρομής σαν βράχοι έμψυχοι, έτοιμοι να τον αρπάξουν στην πρώτη υπόνοια κούρασης. Μα λίγο-λίγο κατάφεραν και νίκησαν τον φόβο και κάθισαν στην ακροθαλασσιά να χαζέψουν το ωραιότερο θέαμα του κόσμου.
Κι όπως αχόρταγα κοιτούσαν το θαύμα που είχαν φτιάξει, κρατούσαν ασυναίσθητα τα χέρια, και μέσα απ’ αυτό τους το άγγιγμα ταξίδευε πίσω-μπρος το ίδιο όνειρο: ο γιος τους μεγάλος, ψηλός, με το τριχωτό του στέρνο να στραφταλίζει απ’ την αλμύρα, και τη φωνή του μπασαδούρικη -μα με τα μάτια ίδια, ολόιδια με τα πράσινα ματόχαντρα που τους είχαν κοιτάξει πρώτη φορά πελώρια μέσα απ’ τις φασκιές πριν σκάσει το πρώτο του χαμόγελο, που ήταν λες και τους χαμογελούσε ο ίδιος ο Θεός, μονολογώντας «Καλόν εστί».
Εκείνη τη στιγμή του άφταστου πια πρώτου καλοκαιριού στο Πευκοχώρι, καθώς χέρι-χεράκι καμάρωναν το σπλάχνο τους, η Νόρα κι ο Χάρης είχαν καταλάβει τι θα πει πραγματική αγάπη: να μοιράζεσαι όχι μονάχα το ίδιο όνειρο, μα ένα όνειρο που υπάρχει πανομοιότυπο σχεδόν σε δισεκατομμύρια ψυχές από γενέσεως κόσμου, θαρρείς και η γη ολόκληρη, με αιμάτινους ωκεανούς και ποτάμια-φλέβες, χτυπά σαν μια γιγάντια καρδιά.
Ποτέ ξανά δεν είδαν το ίδιο όνειρο -μέχρι το περασμένο βράδυ, όταν ο Άγγελος τους επισκέφθηκε στον ύπνο τους για να τους μεταφέρει ένα αναπάντεχο μήνυμα απ’ τον άλλο κόσμο.