Ο πενήντα έξι χρονών Καπλάνης Ιωσηφίδης, ένας έμπορος μαρμάρων από την προσφυγική κωμόπολη της Νέας Καρβάλης στην Καβάλα, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα γνήσιου ευπατρίδη. Από το 1981, κόντρα στην κρατική ανικανότητα και τη στενόμυαλη επαρχιώτικη νοοτροπία, αγωνίζεται ανιδιοτελώς για την πρόοδο της γενέτειράς του. Όραμά του είναι να ανασυγκροτήσει την καππαδοκική ταυτότητα, να αξιοποιήσει αυτόν τον άγνωστο σε πολλούς πολιτισμικό θησαυρό, να τον μπολιάσει με την τοπική ιστορία και να δημιουργήσει στέρεες υποδομές που θα οδηγήσουν την περιοχή στην αειφορία. Και αειφορία για τον ίδιο σημαίνει δουλειές με προοπτική που θα κρατήσουν τους νέους στον τόπο. Σήμερα, με πείσμα εικοσάρη, εξακολουθεί να εργάζεται για την ολοκλήρωση του αρχικού του πλάνου, που είναι σχεδόν στη μέση, εντούτοις ανησυχεί για την έλλειψη διάδοχης κατάστασης.
Χωρίς να το γνωρίζει, τα υλικά του οράματός του βρίσκονταν κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια του. Στα ερείπια που έπαιζε μπάλα μικρός, εντοπίστηκε το 1996 ένας μεσαιωνικός οικισμός. Στον λόφο που κάπνισε τα πρώτα του τσιγάρα ως έφηβος, ανακαλύφθηκε το αρχαίο κάστρο του Ακοντίσματος. Και τα χαλιά στο σπίτι του, που πάνω τους κατασκεύαζε πήλινα κοίλα θεάτρου, ήταν φερμένα από το μακρινό Γκέλβερι, δηλαδή την Παλαιά Καρβάλη. Επειδή οι γονείς του ασχολούνταν ολημερίς στον αγρό, μεγάλωσε μαζί με τη γιαγιά του, Ελισσώ. Τα μεσημέρια τον δίδασκε γαλλικά, τούρκικα και αρχαία ελληνικά, ενώ τα βράδια τον νανούριζε με ιστορίες από την Καππαδοκία και τη σκληροτράχηλη ζωή μέσα στους βράχους. Αν και τότε δεν έδινε σημασία, οι εικόνες από τα πατρογονικά εδάφη και τους τρωγλοδύτες Καππαδόκες έγραψαν μέσα του. Η αγάπη της γιαγιάς του για τη χαμένη πατρίδα έμελλε να γίνει πυξίδα στη ζωή του.
Η Στέγη Πολιτισμού
Tέλη του 1980, έχοντας τελειώσει το πολιτικό τμήμα της Παντείου και τον στρατό, περνάει στο διπλωματικό σώμα. Ωστόσο, η Ελισσώ εμποδίζει τη φιλοδοξία του να συμφιλιώσει τους λαούς. «Δε θα σε αφήσω να πεθάνεις, είναι επικίνδυνα πράγματα τούτα», είπε, υπενθυμίζοντας τις αλλεπάλληλες δολοφονίες Τούρκων διπλωματών από Αρμένιους εξτρεμιστές. Στον άνθρωπο, που του έμαθε ότι όλη η νοστιμιά της ζωής κρύβεται στις βερικοκιές της Καρβάλης, δίπλα στο φαράγγι, ήταν αδύνατο να χαλάσει χατίρι. Λόγω γλωσσομάθειας, προσλαμβάνεται στο εργοστάσιο μαρμάρων Καβάλας ως υπεύθυνος εξαγωγών, και λίγο αργότερα παντρεύεται τη Βάσω, το μόνιμο στήριγμά του. Παρά την επαγγελματική και προσωπική αποκατάσταση, του έλειπε ο κοσμπολιτισμός της πρωτεύουσας. Η Νέα Καρβάλη τότε ήταν ένα άνυδρο, από πολιτιστικής άποψης, μέρος που δεν διέθετε ούτε σινεμά, κι εκείνος αναπολούσε τις παραστάσεις του Διονύση Σαββόπουλου στην αυλή της Παντείου.
Το Μάιο του 1981, μόλις είκοσι δύο ετών, εξηγεί στους συμπατριώτες του την ανάγκη ίδρυσης της «Στέγης Πολιτισμού Νέας Καρβάλης». Μολονότι τον κοιτούσαν σαν ξωτικό, η παθιασμένη του ομιλία δεν άφησε περιθώριο για αντιρρήσεις. Πρώτο μέλημα του νεοσύστατου συλλόγου ήταν η κατασκευή ενός υπαίθριου θεάτρου, με το σκεπτικό να λειτουργήσει ως χώρος πολυθεματικών εκδηλώσεων. Μετά από μια τετραετία αντιπαράθεσης με το κοινοτικό συμβούλιο, που τους θεωρούσε κομμουνιστές γιατί ενδιαφέρονταν για τον πολιτισμό και αντιδρούσε στο σχέδιό τους, χτίζουν το θέατρο στο παλιό λατομείο. Μόνοι τους καθάρισαν το νταμάρι από τα σκουπίδια, μόνοι τους κουβάλησαν το χώμα και την άμμο για να πέσει το τσιμέντο. Στα βροχερά εγκαίνια, στις 8 Ιουνίου του 1985, η Δόμνα Σαμίου, μπροστά σε 2.500 εκστασιασμένους θεατές, τραγουδάει «ας κρατήσουν οι χοροί». Είναι γεγονός, η Νέα Καρβάλη έχει το δικό της θέατρο.
Μάλιστα, δυο χρόνια πριν, το ζεύγος Ιωσηφίδη, είχε εμπνευστεί και ξεκινήσει στην κεντρική πλατεία το λαογραφικό φεστιβάλ «Ήλιος & Πέτρα», που το 2010 πιστοποιήθηκε από την Unesco ως παγκόσμιο πολιτισμικό φεστιβάλ(CIOFF). Υπό το σύνθημα «λαοί μπορούμε να ζήσουμε μαζί», πέντε ομάδες από όλες τις μεριές του πλανήτη (Νέα Ζηλανδία, Ινδία, Αίγυπτος, κ.ά) επισκέπτονται κάθε Ιούλιο την περιοχή και παρουσιάζουν στο θέατρο την παράδοση τους. Χορός, τραγούδια, θρησκευτικά έθιμα και μαγειρική κυριαρχούν σε αυτό το πανηγύρι των λαών, που έδωσε στη Νέα Καρβάλη παγκόσμια αίγλη, μετατρέποντάς την από αδιάφορο προσφυγικό οικισμό σε σταυροδρόμι πολιτισμών.
Μουσείο και βιβλιοθήκη
Παρά το γεγονός ότι η Στέγη έδωσε διέξοδο στις πνευματικές του ανησυχίες, το μυαλό του έτρεχε συχνά στις αφηγήσεις της Ελισσώς. Έτσι, σαν έτοιμος από καιρό, το 1983 ταξιδεύει στην Καππαδοκία. Το κάλεσμα της μοίρας δεν ήταν τυχαίο. Εκεί, αντικρίζοντας τα σπίτια μέσα στο βουνό, συνειδητοποιεί πως έχει ηθικό καθήκον να ξυπνήσει τις μνήμες των προσφύγων, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στον καθημερινό μόχθο είχαν ξεχάσει τις πολύτιμες ρίζες τους. Το ένα ταξίδι φέρνει το άλλο και το 1985 ιδρύει το Kέντρο Καππαδοκικών Ερευνών, με απώτερο σκοπό να φτιάξει ένα μουσείο Ελληνοκαππαδοκικού πολιτισμού. Αν στην πρωτοβούλια του για τη Στέγη αντιμετωπίστηκε σαν ξωτικό, στο άκουσμα του μουσείου οι περισσότεροι συμπολίτες του νόμιζαν ότι τρελάθηκε. Δεν καταλάβαιναν την αξία ενός τέτοιου εγχειρήματος, συν του ότι αναρωτιόντουσαν ποια θα είναι τα εκθέματα.
Ο ίδιος δεν πτοήθηκε. Πόρτα-πόρτα, άρχισε να γυρνάει τα σπίτια στη Νέα Καρβάλη, να μαζεύει υλικό (φωτογραφίες, χαλιά, εικόνες, έπιπλα), το οποίο αποθήκευε σε μπαούλα, και να καταγράφει μαρτυρίες προσφύγων σε κασετόφωνο. Παράλληλα, με συχνές επισκέψεις στο Γκέλβερι, προσπαθεί να εμψυχώσει τους ντόπιους και να τους δείξει τις δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης του τόπου τους. Τότε, η Καρβάλη δεν είχε ένα τουριστικό κατάλυμα. Πέρσι, γιόρτασε τους 500.000 τουρίστες. Η προσφορά του πατριώτη Καπλάνογλου, που η καρδιά του χωρίστηκε ανάμεσα στις δύο ηπείρους, αναγνωρίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το 2006 του αφιέρωσαν μία οδό. «Για να έμεναν ζωντανές και οι δύο πόλεις έπρεπε να συνδεθούν ιστορικά και να αδελφοποιηθούν. Η ένωση γεφύρωσε τη γεωγραφική απόσταση και τις κατέστησε συγκοινωνούντα δοχεία. Η κοινή καταγωγή ήταν ο κρίκος που έλειπε από την αλυσίδα», λέει ο Καπλάνης.
Το 1995, ύστερα από έναν υπεράνθρωπο αγώνα εξεύρεσης πόρων -το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από δωρεές-, και μια ψυχοφθόρα μάχη με τα τοπικά κομματικά συμφέροντα, το μουσείο πήρε σάρκα κι οστά. Δυο χρόνια μετά, αυτό που οι άλλοι έβλεπαν ως «τρέλα», βραβεύτηκε από τη βασίλισσα της Ολλανδίας ως ένα από τα καλύτερα Μουσεία της Ευρώπης. Κι αυτή η πυρωμένη θέλησή του, να παλεύει ενάντια σε κάθε αντιξοότητα και στο τέλος να κερδίζει, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Επόμενος στόχος ήταν να ανασυστήσει τη βιβλιοθήκης του Γκέλβερι, που έπαψε να λειτουργεί το 1850 γιατί κανείς δε μπορούσε να διαβάσει ελληνικά- είχαν επικρατήσει τα καραμανλίδικα. Βάζοντας χρήματα από τη τσέπη του, έτρεξε σε δημοπρασίες, εντόπισε συλλέκτες, και κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό ιστορικό αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει πάνω από 200 γκραβούρες, 100 χάρτες και δεκάδες έγγραφα-βιβλία ανεκτίμητης αξίας, όπως μια περγαμηνή του 4ου αιώνα μ.Χ από τη βιβλιοθήκη της Καρβάλης. Στεγάζεται σε ένα ανεξάρτητο κτίριο, κοντά στο μουσείο, που ανήκει στη «Στέγη Πολιτισμού».
Το Ακόντισμα
Βλέποντας τα ευεργετικά οφέλη του θεάτρου στην πατρίδα του, το 1996 διεκδικεί ένα κοινοτικό πρόγραμμα για να προσθέσει τουαλέτες, αποδυτήρια κι ένα κυλικείο. Όμως, η τύχη του επιφύλασσε μια έκπληξη. Κατά τη διάρκεια της εκσκαφής ήρθαν στην επιφάνεια τα θεμέλια ενός μεσαιωνικού οικισμού. Το Τσιρπιντί, που στα τουρκικά σημαίνει «Ακόντισμα», ήταν το τσιφλικοχώρι του τραπεζίτη Ιωάννη Σισμάνολγου, το χάνι του οποίου δώρισαν τα παιδιά του στους πρόσφυγες το 1923. Ο οικισμός, που μαρτυρείται από τον 6ο αιώνα π.Χ, άνθησε επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας -ήταν σταθμός επί της Εγνατίας Οδού-, έπειτα μαράζωσε λόγω επιδρομών, και στον Μακεδονικό αγώνα (1904-1908) ανατινάχθηκε από τους Βούλγαρους. Με τα χαλάσματά του, και με τις πέτρες από το λατομείο του θεάτρου, χτίστηκαν τα σπίτια των προσφύγων μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Για αυτό o οικισμός είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης!
Ένας καινούργιος Γολγοθάς ξεκινάει. Το όνειρο του Καπλάνη να αναστηλώσει το αγνοούμενο τσιφλικοχώρι, μόνο εύκολο δεν ήταν, αφού το ελληνικό κράτος αδιαφορούσε για την περιοχή του. Παρόλα αυτά, μέσω της ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης (855.000.000 δραχμές η συνολική δαπάνη), το 2000 ολοκληρώθηκε το λαογραφικό χωριό, το οποίο λειτουργεί ως ξενώνας. Πλέον, μετά και τις αρχαιολογικές έρευνες του 2005, που χρηματοδοτήθηκαν από τη Στέγη και επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του αρχαίου Κάστρου στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, το Ακόντισμα είναι η σύγχρονη κιβωτός της παράδοσης των Καππαδόκων και της τοπικής ιστορίας. Ένα μνημείο πολιτισμού, με θέατρο, αρχαία ευρήματα, θρησκευτικά κειμήλια -το σκήνωμα του Αγίου Μάμα εκτίθεται σε μια μικροσκοπική εκκλησία-, εστιατόριο με καππαδοκική κουζίνα και δωμάτια με παραδοσιακή διακόσμηση, φύτρωσε από το όραμα και την επιμονή ενός ανθρώπου, του οποίου μοναδικό κίνητρο ήταν η ανάπτυξη του τόπου του.
«Υπάρχουν πολλά να γίνουν ακόμη. Τελικός στόχος είναι να συνεχιστεί η αρχαιολογική ανασκαφή, που έχει διακοπεί ελέω κρίσης (εικάζεται ότι εκεί ήταν η Σκαπτή Ύλη του Θουκυδίδη) και να τελειώσει η αναστήλωση του Ακοντίσματος (υπολείπονται κάποια κτίρια) ώστε να δημιουργηθεί ένα τουριστικό πάρκο, που θα προσφέρει στον επισκέπτη μια πρωτόγνωρη ταξιδιωτική εμπειρία», αναλύει ο ίδιος, καθισμένος στο κονάκι του Σισμάνογλου. Όση ώρα μιλούσαμε, η Βάσω του κρατούσε την παλάμη, όπως έκανε και σε όλη τους τη διαδρομή μέχρι σήμερα. Οι δυο τους, αχώριστοι και ταπεινόφρονες, με κρυφό παράπονο (δεν το παραδέχτηκαν) ότι τα δυο τους παιδιά δε συμμερίστηκαν τις ανησυχίες τους, αρνούνται να βάλουν τέλος στα όνειρά τους. Ήδη, προετοιμάζονται να εγκαταστήσουν στο διατηρητέο προσφυγικό ταπητουργείο, που είναι το πρώτο της χώρας, τέσσερις ξύλινους αργαλειούς από το Γκέλβερι για να αναβιώσουν την Καππαδοκική τέχνη της υφαντουργίας… Κάτι μου λέει ότι θα τα καταφέρουν.
Info: Λαογραφικό χωριό το «Ακόντισμα», www.akontisma.gr, τηλ: 2510-316790