Όταν, δώδεκα χρόνια πριν, έμπαινα για πρώτη φορά στο ΤΕΒΕ για να κάνω έναρξη επιτηδεύματος ως συγγραφέας, πετούσα απ’ τη χαρά μου.
Και οι λόγοι ήταν πολλοί. Αφενός, αγνοούσα το άχθος των ασφαλιστικών εισφορών, τις οποίες ούτως ή άλλως θα κάλυπτε ο μπαμπάκας μου. Αφετέρου, εκτός από συγγραφέας, ήμουν ακόμα φοιτητής Ιατρικής στο ΑΠΘ, και είχα μεγάλες φιλοδοξίες: σκόπευα να γίνω ψυχίατρος, να θησαυρίσω ψυχαναλύοντας τα νευρωτικά μέλη της σαλονικιώτικης πλουτοκρατίας, να συνεφέρω τη μάνα μου απ’ τη μανιοκατάθλιψη κι εμένα απ’ την αδηφαγία (καθ’ όσον είχα φτάσει τα 150 κιλά, και στα 220 καίγεσαι), και στον ελεύθερο χρόνο μου να θεραπεύσω τον καρκίνο, το AIDS, και αναδρομικά τη Μαύρη Πανώλη. Τέλος, οι πωλήσεις των πρώτων μου βιβλίων, μαζί με τις αμοιβές για τα μονόστηλα που έγραφα σε μια-δυο εφημερίδες, έφταναν και περίσσευαν για ένα παστέλι τη βδομάδα, και για τα εισιτήρια του καρβουνιάρη, με την προϋπόθεση ότι στα Παλαιοφάρσαλα κατέβαινα απ’ τη θέση μου στην οροφή του τρένου και συνέχιζα με τα πόδια.
Το μέλλον φάνταζε λαμπρό, γυαλιστερό σαν τις σελίδες των ιλουστρασιόν περιοδικών μόδας και παπαρολογίας στα οποία άρχισα να γράφω λίγο καιρό μετά, νιώθοντας πως συμμετείχα ενεργά στη διαμόρφωση της τέταρτης εξουσίας, παρ’ ότι τα εν λόγω έντυπα εκδίδονταν ως εξής: πρώτα γεμίζουμε τις 350 απ’ τις 400 σελίδες με διαφημίσεις, δείγματα αρωμάτων, καλλυντικών και υαλουρονικής χυσαμόλης, και φωτογραφίσεις που απεικονίζουν τη μέση γυναίκα (ύψος: 1.90, βάρος: 32 κιλά) ντυμένη με ρούχα και αξεσουάρ που καλύπτονται απ’ τον μέσο μισθό (αρχηγού κράτους), και τέλος φωνάζουμε τους ψωμόλυσσες με το μπλοκάκι για να γεμίσουν τα κενά με κείμενα καλοδουλεμένα και ουσιαστικά, βγαλμένα απ’ τα βάθη της κοιλιάς τους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον ενθουσιασμό μου όταν, στα μέσα του μήνα, στηνόμουν στο λογιστήριο με τους υπόλοιπους πειναλέους, περιμένοντας περιχαρής τη σειρά μου να εισπράξω τις πλουσιοπάροχες απολαβές, με τις οποίες μπορούσα πλέον να αγοράζω δύο παστέλια τη βδομάδα (και μάλιστα με φυστίκι Αιγίνης, όχι μαλακίες), και να πληρώνω τα πάγια έξοδα της γκαρσονιέρας-ντουλάπας στα Εξάρχεια, που μοιραζόμουν με το μωρό ακόμα Κουτάβι (μπουμπούκι το πήρα, κ.τ.λ.) Είχα προλάβει την εκπνοή της εποχής των παχιών αγελάδων του lifestyle: με σαράντα πέντε το πολύ κείμενα το μήνα, συν τον πακτωλό απ’ τα δικαιώματα των βιβλίων μου, περνούσαμε μπέικα (ο πληθυντικός του μπέικον).
Ώσπου, λίγα χρόνια μετά, σε συνδυασμό με την παράλληλη, εκρηκτική εξάπλωση των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, τα έντυπα ανά τον κόσμο άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα, και οι ημεδαποί κολοσσοί των διαφόρων ομίλων συρρικνώθηκαν επικίνδυνα -οπότε και βρέθηκα, ως αλεξιπτωτιστής (και χάρη στην κινηματογραφική μεταφορά του Brokeback Mountain της Άννι Πρου), στο κουρμπέτι της μετάφρασης. Και δουλεύοντας πλέον κανονικό οχτάωρο απ’ το σπίτι, έμαθα τις χαρές και τον πανικό του εργαζόμενου που είναι το αφεντικό του εαυτού του, διαμορφώνοντας το ωράριό του κατά τέτοιο τρόπο ώστε δύο μήνες πριν το deadline να το ξύνει μέχρις αιμορραγίας, και κατόπιν να βγάζει όλη τη δουλειά το τελευταίο δεκαπενθήμερο, κλαίγοντας με αναφιλητά και περνώντας τόσες ώρες στον υπολογιστή (και χωρίς Facebook ακόμα -εργάτης του λόγου, όχι αστεία), που κάθε δυο μήνες είχα την αίσθηση ότι μεγάλωνε η μυωπία μου, αν και στην πραγματικότητα έφταιγε το γεγονός ότι απ’ την ατημελησία του εσώκλειστου τα γυαλιά μου έπιαναν τόση μάκα, που μπορούσαν να χρησιμεύσουν και ως γυαλιά ηλίου. Όσο για τις μεταφραστικές απολαβές, σε περίπτωση που ο εκδότης με τον οποίο συνεργαζόσουν δεν ήταν εντελώς αναξιόπιστος (όπως σε περίπτωση μεγαλοεκδότη για τον οποίο κολλητή μου φίλη μετέφρασε μια γκουμούτσα το 2006, που θα την πληρωθούν, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κι εφόσον στο μεταξύ δεν έχει εκλείψει η ανθρωπότης, τα δισέγγονά της), κι εφόσον ήσουν συνεπής στις ημερομηνίες παράδοσης (λέμε τώρα) και ζούσες συγκρατημένα και συνετά, χωρίς ντελίβερι κάθε μέρα και online shopping με τις σακατεμένες σου πιστωτικές (ξαναλέμε τώρα), μπορούσες να ζεις σχετικά αξιοπρεπώς.
Και ύστερα μας βάρεσε η κρίση σαν το σφυρί του Θωρ, οπότε μάθαμε την αξία των μικρών κερμάτων (με έξι κιλά δίλεπτα αγοράζαμε ένα πακέτο τσιγάρα, κι όταν σώνονταν οι αναπτήρες τα ανάβαμε τρίβοντας μεταξύ τους σανίδια που ξηλώναμε απ’ το πάτωμα μπας και είχε κυλήσει στις σχισμάδες κανά αδέσποτο, ακριβοθώρητο πεντάλεπτο), και βρεθήκαμε να τρώμε τόσο μακαρόνι (και δη al dente, για να βαραίνει η στομάχα και να θαρρεί πως είναι γεμάτη) που θα μπορούσαμε κάλλιστα να βοσκάμε απ’ ευθείας το στάρι απ’ τα χωράφια, ενώ συγχρόνως τα δερμάτινα παπούτσια του Κουταβιού (άνεργου πλέον δικηγόρου) πολύ τα λιμπιζόμασταν, καθ’ όσον φοράει και νούμερο 45 το καμάρι μου, και θα σου ’φτιαχναν τα Τοd’s μια σούπα άλλο πράμα.
Την περίοδο εκείνη του επιβεβλημένου αδυνατίσματος, το ΤΕΒΕ (που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε ΟΑΕΕ, σαν επιφώνημα από αιφνιδιαστική ορθοσκόπηση με ψαροντούφεκο) αποφάσισε να μου δείξει το αληθινό, παρανοϊκό του πρόσωπο. Μία ωραία πρωία, λοιπόν, μου ανακοινώθηκε γραπτώς ότι καθ’ ότι είχα παλιώσει στο ελεύθερο επάγγελμα και είχε πιάσει η καρίνα μου πεταλίδες, είχα ανέβει αυτομάτως κλίμακα -με την ατράνταχτη συλλογιστική ότι για να είμαι τόσα χρόνια στο κλαρί, δεν προλάβαινα να κλείσω μπούτι απ’ την πολυκοσμία (και ποιος γαμεί κρίσεις). Με εξαιρετικό συγχρονισμό, οι συγγραφείς μπήκαμε στον μαγικό κόσμο του ΦΠΑ, το οποίο (και καλά) έπρεπε να αποδίδουμε, τη στιγμή που συχνά οι εκδότες μας πλήρωναν μόνο με αυτό το μικρό ποσοστό της κανονικής μας αμοιβής, με το υπόλοιπο να πηγαίνει σε μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες θα εξαργύρωνα, όπως και τη δόξα, μετά θάνατον.
Πέρα απ’ την πλάκα, η ύφεση ξετίναξε τον ιδιωτικό τομέα κι εμάς τους ελευθεροεπαγγελματίες όπως τινάζουν τα χαλιά. Και καθώς πολλοί εξ ημών είχαμε ήδη συνηθίσει στον οικόσιτο τρόπο ζωής (ιδρυματισμός), κι αδυνατούσαμε να αποχωριστούμε τις πιτζάμες και τις φόρμες μας, ενώ οι συναναστροφές μας με τον έξω κόσμο περιορίζονταν στο σούπερ μάρκετ (ό,τι υπήρχε σε προσφορά, από πελτέ και κριθαράκι μέχρι σερβιετάκι – ποτέ δεν ξέρεις), το ενδεχόμενο να βγούμε στην αγορά εργασίας του ανελέητου οχταώρου, ντυμένοι, λουσμένοι, χτενισμένοι, και ανάμεσα σε ανθρώπους (τρόμος!) ήταν εξίσου πιθανό με το να πλουτίσουμε πουλώντας τρέλα σε τρελοκομείο.
Δεν παραπονιέμαι, βέβαια. Η παλαιότητά μου στον χώρο, και η σχετική μου φήμη, αρκούσε ώστε να βρίσκω δουλειές, έστω κι αν δεν προέκυπταν τόσο συχνά όσο παλιότερα, κι ούτε αμείβονταν ανάλογα με τον μόχθο που συχνά απαιτούσαν. Υπήρξαν συμπολίτες μου που επλήγησαν πολύ δριμύτερα από μένα, που αν μη τι άλλο είχα πάντα τη στήριξη, υλική μα πρωτίστως αισθηματική, του καλού μου, που μοιραζόταν μαζί μου τα ζόρια και τις χαρές, τις μέρες ισχνών ελπίδων και τις αναλαμπές αισιοδοξίας. Και συν τω χρόνω, όπως όλοι, έτσι κι εγώ έμαθα ότι πολλά απ’ αυτά που θεωρούσα αναγκαία συστατικά της ευδαιμονίας μου (όπως τα ποτά σ’ ένα μπαράκι) είχαν εξαιρετικά και λίαν ηδονικά υποκατάστατα -όπως, καλή ώρα, τις μαζώξεις από σπίτι σε σπίτι, με χύμα κρασί και γέλιο που ξορκίζει το σκοτάδι.
Χώρια που στο μεταξύ είχε βγει το Facebook και είχαμε κάπου να ξεδίνουμε τον παραλογισμό της μάταιης τούτης ύπαρξης και να γνωρίζουμε φίλους που μας μοιάζαν και τους μοιάζαμε -κάτι που, για ανθρώπους με τη δική μου υπερφυσική κοινωνικότητα (βλ. Κάσπαρ Χάουζερ) ήταν ένα αναπάντεχο, σωτήριο δώρο.
Συν το τζαμπατζιλίκι των torrents, που όσο κι αν μαστίζει η πειρατεία τον χώρο της ψυχαγωγίας (που σε ορισμένες περιπτώσεις, καλά να πάθει -όταν κούκλα μου βγάζεις CD με δώδεκα τραγούδια απ’ τα οποία ακούγονται μετά βίας ένα-δύο, και το πουλάς 20 δολάρια, ρούφα τ’ αυγό σου κι άσε την κλάψα για την όγδοη βίλα που δεν μπορείς να συντηρήσεις), για πλήθος κόσμου άνοιξε τις πύλες μιας καθημερινής, υψηλού επιπέδου κι εθισμού διασκέδασης, με τηλεοπτικές σειρές που μας άνοιξαν τα μάτια και μας έκαψαν τα μυαλά, και μουσικές, αγορασμένες με τοtrack αν ήθελες να ενισχύσεις τους αγαπημένους σου μελωδούς, που έκαναν την πρωινή έλευση του ταχυδρόμου με τους λογαριασμούς να μοιάζει υποφερτή, τη στιγμή που η ψυχή σου λουζόταν στην ομορφιά.
Και τώρα; Είναι τα πράγματα ιδανικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες; Σαφώς και όχι, μα απ’ την άλλη, αν εξαιρέσουμε τα εκατομμυριοστά του παγκόσμιου πληθυσμού για τα οποία δεν υφίστανται σκαμπανεβάσματα και άγχη της βιοπάλης, και για ποιον είναι ιδανικά; Τουλάχιστον, όση αβέβαιη κι αν μοιάζει πολλές φορές η βιωσιμότητά μας, εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε το χύμα της δουλειάς μας, που σημαίνει ότι μπορούμε, εφόσον θέλουμε, να τεμπελιάζουμε και να σκιζόμαστε εκ περιτροπής. Κι όσοι μάλιστα έχουμε ανθρώπους γύρω μας που μας ζουν με την αγάπη τους, δεν πρέπει να βγάζουμε άχνα.
Ένα τέτοιο πρωινό ενέπνευσε κι αυτό το κειμενάκι, καθώς, βλέποντας το φως της ζωής μου ν’ ανοίγει τα μάτια και να μου χαμογελά, ένιωσα στ’ αλήθεια ότι «ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε».
Κουράγιο παίδες. Και αυτό θα περάσει. Αγάπη ολούθε.