«Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. – Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα”, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο Γιάννης Μόραλης την Κυριακή το βράδυ, ο Χρήστος Λαμπράκης την Δευτέρα το πρωί. Όπως κάποια μέρα, 95 χρόνια πριν ο Μόραλης και 75 χρόνια πριν ο Λαμπράκης, «μπήκανε» στη ζωή και την ρουφήξανε και οι δύο (ο καθένας με το τρόπο του) όπως της αξίζει, έτσι μιαν άλλη μέρα «βγήκανε» και δεν είναι πια εδω. Η, μάλλον, εδώ είναι, όπως και όλοι οι πεθαμένοι, μόνο που δεν τους βλέπουμε και δεν ξέρουμε σε ποιες μορφές και ποιες διαστάσεις «συνεχίζουν».
Ο Μόραλης νομίζω ότι ήτανε από τις πιο διακριτικές ιδιοφυΐες που γνώρισε αυτός ο τόπος. Ούτε συνεχείς δηλώσεις, ούτε πολλές «παρουσίες» κοινωνικές, ούτε διάφορα ανέκδοτα γύρω από τη ζωή του, ούτε «αυλές» κανενός είδους, ούτε πάρε δώσε με τις εξουσίες, ούτε, γενικά «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Ιδιωτική ζωή και ζωγραφική. Μια ιδιωτική ζωή διακριτικά περιχαρακωμένη, όχι αμυντικά, ούτε με την έννοια της «απόσυρσης». Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι να ένοιωσα ποτέ μου την «άνεση» να τον πάρω τηλέφωνο και να του ζητήσω μια συνέντευξη για τα περιοδικά όπου δούλευα ή για τα ραδιόφωνα.
Ούτε που μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Του είχαμε όλοι μεγάλο σεβασμό αλλά νοιώθαμε και ένα αίσθημα συνειδητής «απόστασης ασφαλείας». Δεν τον είχα δει ποτέ να τρώει με τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο στου Φλόκα ή στο “G.B Corner”, ούτε να παρακολουθεί πρόβα στο υπόγειο του Κούν όπως έκανε συχνά ο Τσαρούχης ή ο Χατζηκυριάκος Γκίκας. Έβλεπα μόνο τις ζωγραφικές του και, παρότι δεν ήταν ο αγαπημένος μου ζωγράφος (αυτός ήταν πάντα ο Γιάννης Τσαρούχης) με έπιανε κάτι σαν δέος μπροστά στην Τέχνη του. Αυτά τα σχήματα, αυτά τα χρώματα, αυτές οι παράξενες μορφές πάντα με γέμιζαν θαυμασμό μεγάλο. Και όσο περνούσανε τα χρόνια τόσο μεγάλωνε αυτός ο θαυμασμός, τόσο που τώρα, στα 56 μου χρόνια πια, να μπορώ να αντικατοπτρίσω μέσα μου μιαν έκλαμψη σαφώς προερχόμενη από το έργο του.
Και ο Χρήστος Λαμπράκης. Άλλος ένας περαστικός από τον πλανήτη που δεν είχε σκοπό ν΄ αφήσει το πέρασμά του να περάσει απαρατήρητο. Αφού κληρονόμησε τις δυνατές, δυναμικές εκδόσεις του πατέρα του και, με τούς στενούς του συνεργάτες, έφτιαξε μια πραγματική μιντιατική αυτοκρατορία με μεγάλη υπομονή, επιμονή, στοχοπροσήλωση και μεγαλοϊδεατισμό αδιάλλακτο, κατάλαβε, σκέφτομαι εγώ, κάποια στιγμή της ζωής του πόσο μάταια είναι όλα αυτά – ίσως κάποια στιγμή που άκουσε, με την νοητή ακοή του, την Μαρία Κάλλας να ταξιδεύει την ψυχή της πάνω σε μια φωνή πειθαρχημένη μέσα στην αρμονία του σύμπαντος κόσμου. Τότε ο μεγαλοεκδότης μπήκε για μερικά χρόνια στο κουκούλι του, σαν τούς μεταξοσκώληκες που πρόκειται να μεταμορφωθούν σε πεταλούδες για να γεννήσουν καινούργια ζωή, άφησε την διαχείριση της μιντιατικής του αυτοκρατορίας σε άλλα χέρια (χωρίς όμως ποτέ να αποστρέψει το βλέμμα του από αυτό το κοινωνικό-πολιτικά ογκώδες δημιούργημά του) και έβαλε τα θεμέλια για το δικό του προσωπικό έργο, το δικό του τραγούδι, το Μέγαρο Φίλων Μουσικής.
Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που διέθετε και κατάφερε να ορθώσει δίπλα στην Αμερικανική πρεσβεία και το πάρκο με το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ένα αληθινό μνημείο για το οποίο η Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα – όσους αιώνες τουλάχιστον διαρκέσει αυτός ο πολιτισμός που χτίζει τώρα η παγκοσμιότητα. Η μεγάλη Τέχνη η εντελώς απομακρυσμένη από τον «λαό» άρχισε σιγά-σιγά και στην Ελλάδα, όπως και σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, να γίνεται πιο προσιτή στον καθημερινό άνθρωπο. Και το «Μέγαρο», όπως και το μικρό αστραφτερό διαμαντάκι που είναι το μικρό υπαίθριο Θέατρο της Παλαιάς Επιδαύρου, δικό του δημιούργημα και αυτό, έγιναν το επίκεντρο μιας νέας «πολιτιστικής εποχής» για την Ελλάδα που, έπρεπε πια, ήταν και κοινωνικοπολιτικά απαραίτητο, να εξοικειωθεί με τα μεγάλα έργα της Δύσεως – για να μπορέσει με την σειρά της να «εξηγήσει» στους Δυτικούς τι συνέβαινε εδω όσο διαρκούσε το Βυζάντιο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εγώ προσωπικά έχω πολύ καλή σχέση με τον Θάνατο. Ξέρω πως οι άνθρωποι φεύγουν πάντα στην ώρα τους – ακόμα και αν είναι 5 ετών παιδάκια που τα τσακίζει ένας επιθετικός καρκίνος. Τα πέντε χρόνια αυτά ήτανε φαίνεται αρκετά για την ψυχή τους να «μάθει» αυτά που χρειαζότανε και να διδάξει αυτά που περιμένει ακόμα να διδαχθεί, σιγά-σιγά, ψυχή την ψυχή, η ανθρωπότητα. Ο Οδυσσέας Ελύτης που, στα «Ανοιχτά Χαρτιά», γράφει μεταξύ άλλων για τον Γιάννη Μόραλη (με αφορμή τα «Επιθαλάμιά» του, του 1971 νομίζω) ότι «δίνει ακόμα και στις πιο αισθησιακές του συλλήψεις, ένα μυστήριο και μια ιερότητα βιβλική» διαπιστώνει, μιλώντας πάντα για τον Μόραλη : «Εκεί νομίζω βρίσκεται και το σημείο επαφής του με την σημερινή νεότητα, την πιο σοβαρή τουλάχιστον, που δεν αισθάνεται την ανάγκη ν’ αρνηθεί την ίδια την ύλη της τέχνης για να μπορέσει να πει πως υπάρχει ακόμα αυτό που ονομάζουμε θαύμα».
Εμείς να δούμε τώρα λοιπόν.