Στις 29 Δεκεμβρίου της χρονιάς που πέρασε ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους που βράβευσε η Ακαδημία Αθηνών ήταν και ο Διονύσης Μουσμούτης, κριτικός με πλήθος δημοσιεύσεων, μελετημάτων και δοκιμίων και βαθύς γνώστης της ιστορίας του επτανησιακού θεάτρου και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη παρέδωσε στον Δ. Μουσμούτη το βραβείο δοκιμίου για το βιβλίο του «Ούγκο Φόσκολο. Ιστορικά και βιογραφικά παραλειπόμενα» του οποίου η παρουσίαση θα γίνει την Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012. Ο Διονύσης Μουσμούτης, που σήμερα είναι διευθυντής σε ένα από τα εγκυρότερα ελληνικά ιστορικά περιοδικά, δείχνει ότι σκαλίζοντας με επιμονή την ιστορία του τόπου μας πάντα να περιμένεις να βρεις κρυμμένα «διαμάντια».
Εν μέρει η διεύθυνση της Ιστορίας συνδυάζεται με τα ερευνητικά σας ενδιαφέροντα;
Η συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα είναι επικεντρωμένη στον πολιτισμό της Επτανήσου και στο νεοελληνικό θέατρο. Και όπως καταλαβαίνετε, όταν αυτά συνδυάζονται θεματικά, είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές μου. Ευτυχής στιγμή υπήρξε και για μένα η συνεργασία με το περιοδικό «Ιστορία», ως διευθυντής, από το 2008. Η «Ιστορία» κυκλοφορεί ανελλιπώς σε μηνιαία βάση από το 1968 και πρέπει να πω ότι συνάντησα αρκετές δυσκολίες στην ανανέωση του περιοδικού, τόσο τη θεματική όσο και των συνεργατών. Το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα με ικανοποιεί, λέω μέχρι στιγμής, γιατί η προσπάθεια είναι εν εξελίξει. Η «Ιστορία» εξάλλου δεν στηρίζεται στην διαφήμιση οπότε η αύξηση της κυκλοφορίας της, τη στιγμή που άλλοι βάζουν λουκέτο, εκτός από ενθαρρυντική δεν παύει να είναι και ευφρόσυνη.
Ο κόσμος ενδιαφέρεται για την τοπική ιστορία;
Δεν νομίζω ότι η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την αναγνωσιμότητα, η οποία εν πολλοίς εξαρτάται από το μάρκετινγκ. Πάντως πραγματικά το μεγαλύτερο μέρος της θεματολογίας μου έχει να κάνει με τη Ζάκυνθο, αφενός λόγω της μεγάλης πολιτισμικής της παράδοσης και, αφετέρου, λόγω της αγάπης προς την ιδιαίτερη πατρίδα. Η τουριστικά «κακοποιημένη» Ζάκυνθος έχει δώσει στα γράμματά μας σημαντικές μορφές, και δεν εννοώ βέβαια τους πολύ γνωστούς Σολωμό και Κάλβο, αλλά μια πλειάδα άλλων περισσότερο ή λιγότερο γνωστών. Η περίπτωση της Ζακύνθου παρουσιάζει αρκετές διαφορές με άλλα μέρη, μπορώ ανεπιφύλακατα να μιλήσω περί προτερήματος.
Γιατί ενδιαφερθήκατε για τον Ούγκο Φόσκολο;
Τα τελευταία 8 χρόνια ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τον ελληνοϊταλό ποιητή. Συγκέντρωσα οκτώ μελετήματα που δεν εστιάζονται στο έργο του αλλά συνδυάζουν ιστορικές αναζητήσεις οι οποίες αφορούν τον βίο του αναδεικνύοντας και κάποιες, εν πολλοίς άγνωστες, μεταθανάτιες «ταλαιπωρίες» του. Είναι σημαντικό ότι μέσα από αυτά τα μελετήματα θα δει κανείς ευρύτερα ζητήματα, όπως οι πνευματικές επαφές των Επτανήσων με τον ιταλικό χώρο, αλλά και τις πολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις στην Ελλάδα και την Ιταλία κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού.
Γιατί να ενδιαφερθεί ο σύγχρονος Έλληνας για έναν ξεχασμένο λογοτέχνη ιταλικής καταγωγής;
Δεν ξέρω κατά πόσο ο Ούγκο Φόσκολο είναι σημαντική προσωπικότητα για τα ελληνικά γράμματα. Την ελληνική λογιοσύνη, με κάποιες εξαιρέσεις, δεν την απασχόλησε καθόσον δεν τον διεκδίκησε. Θα τον συναντήσει κανείς μόνο στην επτανησιακή λογιοσύνη και ιδιαίτερα στην ζακυνθινή, σαφώς λόγω εντοπιότητας. Δεν εντάχθηκε, και δικαίως, σε καμιά ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά είμαι σίγουρος πως όταν συγκροτηθεί η ιστορία της επτανησιακής λογοτεχνίας, θα έχει ξεχωριστή θέση, ως ένας από τους γενάρχες της. Ωστόσο για την ελληνική λογοτεχνία, ο Φόσκολο, είναι σημαντικός διότι επηρέασε τους Επτανήσιους ποιητές που ήταν εξοικειωμένοι με την ιταλική λογοτεχνία.
Ο Ούγκο Φώσκολο πέθανε στην Αγγλία. Οι ελληνικές αρχές καθυστέρησαν να ζητήσουν την εκταφή και μετακομιδή των οστών του στην Ελλάδα. Ελληνική ολιγωρία;
Ο θάνατός του Φόσκολο, τον Σεπτέμβριο του 1827, έγινε αμέσως γνωστός και δημιούργησε αίσθηση. Την ημέρα του θανάτου του έτυχε να βρίσκεται στο Λονδίνο ο Καποδίστριας, ο οποίος ταξίδευε για την Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα κυβερνήτη. Στο μνημόσυνο που τελέστηκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο, δύο μήνες μετά το θάνατό του, ο Διονύσιος Σολωμός εκφώνησε τον έξοχο επικήδειο «Elogio a Ugo Foscolo». Έγιναν αμέσως κάποιες σκέψεις από συγγενείς του ποιητή για μετακομιδή των οστών στην Ελλάδα, οι οποίες όμως δεν προχώρησαν. Βλέπετε, συναντάμε και εδώ το «προσόν» των Ελλήνων, την αναβλητικότητα. Τελικά τα οστά τα πήραν οι Ιταλοί το 1870. Τότε μόνο σκέφτηκαν στην Ελλάδα, αργοπορημένα και χωρίς επιτυχή προοπτική, να τα ζητήσουν.
Γιατί μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε κανείς να ολοκληρώσει την βιογραφία του;
Την πιο αντικειμενική βιογραφία του Φόσκολο την εξέδωσε το 1842 ο Λουίτζι Καρρέρ, όπου παρουσίασε κάποια ντοκουμέντα της ζωής του, χωρίς να γίνεται συναισθηματικός ή να καταφεύγει σε συναισθηματικές απολογίες. Άλλοι που ακολούθησαν όμως (Λεοπόλντο Τσικονιάρα, Τζουζέπε Ματσίνι, Νικολό Τομμαζέο και Ιούλιο Τυπάλδο) δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το εγχείρημα τους και αυτό οφείλεται κυρίως τόσο στις πιέσεις του αδελφό του ποιητή να αποδεχθούν χωρίς επιφυλάξεις στοιχεία που αφορούσαν το γενεαλογικό δέντρο των Φόσκολο, όσο στην Κουιρίνα Μοτσένι-Ματζόττι, στενή φίλη του Φόσκολο η οποία είχε συγκεντρώσει τα κατάλοιπά του και είχε βάλει σκοπό της ζωής της να γραφεί μια λεπτομερής και αντικειμενική βιογραφία του. Βέβαια μη ξεχνάμε ότι δεν βοήθησαν και οι συγκυρίες. Τι αξιόλογο θα μπορούσε να γραφεί για τον Φόσκολο στη Βενετία τη στιγμή που ο ισχυρός ακαδημαϊσμός αποστρεφόταν το έργο του, τη ζωή του και την κοσμοθεωρία του• μάλιστα η λογοκρισία είχε απαγορεύσει τις «Τελευταίες επιστολές του Γιάκοπο Όρτις», την «Κόμη της Βερενίκης» και τις τραγωδίες «Riciarda» και «Aiace».
Πάντως ακόμα και το βιβλίο σας εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τρίμορφο που έχουν έδρα τη Ζάκυνθο.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια εκδοτική δραστηριότητα στην περιφέρεια όπως Χίος, Γιάννενα, Καλαμάτα, Άρτα, Κέρκυρα, ακόμη και Σαντορίνη. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι οίκοι δεν έχουν τη δύναμη για να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους μεγάλους της Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Και εδώ νομίζω χρειάζεται η υποστήριξη όσων διαχειρίζονται στα ΜΜΕ τις τύχες των βιβλίων. Προσωπικά, ενώ θα μπορούσα να τα εκδώσω σε κάποιον μεγάλο οίκο του κέντρου, προτιμώ τους περιφερειακούς οίκους. Οι εκδόσεις Τρίμορφο δεν έχουν διστάσει να εκδώσουν και «αντιεμπορικούς» τίτλους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι είναι αρκετά δύσκολο έως απίθανο να αποσβέσουν έστω τα έξοδά τους.