Oι ψυχές μας παράγουν τις αρρώστιες μας. Και δεν είμαστε σιδερένιοι | Alexandros Michailidis/ SOOC
Απόψεις

Δηλαδή, δεν είμαστε από σίδερο;

Η αρρώστια, σου κόβει τη μαγκιά. Η δράση αλλάζει διαδρομή. Δεν τρέχεις προς έξω σου αλλά μέσα σου πισωγυρίζεις. Και σε ανακαλύπτεις, άλλες σου πτυχές, και παρασκευάζεις άλλη δύναμη και σε βλέπεις αλλιώς και σε γλυκοπονάς και σε νοιάζεσαι και σε συνοψίζεις και σε μελετάς, όσο δεν σε μελέτησες ποτέ
Ρέα Βιτάλη

«Τα πάντα ρει» είπε ο Μιχάλης και χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Στον Ηράκλειτο αποδίδουν τη φράση. Αλλά εγώ, από τον Μιχάλη την εμπέδωσα, γιατί την είπε τη σωστή μου στιγμή. (Πολλά ετούτες τις μέρες θα εμπέδωνα).

Κι έτσι, σε δευτερόλεπτα, δεν ήμουν εγώ και μια αρρώστια απέναντί μου, αλλά ήταν η ζωή μου εν ροή και μαζί οι σημαντικοί μου και το πόσο ωραία μεγαλώνουμε μαζί και τα ταξίδια που αξιωθήκαμε και τα άλλα που ονειρευόμαστε και οι μουσικές που μου μίλησαν κατάστηθα και με δάκρυσαν και οι σελίδες των βιβλίων που κοντοστάθηκα και με μολύβι κάτι υπογράμμισα και τα μεγάλα φιλιά και οι μεγάλες στιγμές και οι τοσοδούλικες και η αρρώστια που ήρθε κάτι για να μου πει και η θάλασσα που λατρεύω και με περιμένει και το χαμόγελο των ματιών και η σφιχτή αγκαλιά και εκείνη η γεύση και η άλλη κι εκείνη η συζήτηση που μου σπινθηροβόλησε σκέψεις και εκείνα τα μάτια του, τα δικά του, όταν, και τ΄ άλλα, όταν, και το βαθύ μουντό πορτοκαλί χρώμα των φύλλων και το πράσινο των δασών και οι αφίξεις και οι απουσίες και το κενό και το ολόκληρο και το σώμα στον έρωτα και η ποίηση και οι γιατροί (οι αληθινά ωραίοι!) και μια συνάντηση από το πουθενά και, και, και… Ζωή!

Δεν ήταν αίφνης αντίπαλός μου η αρρώστια που προέκυψε… Μπορεί, ένας σοφός συναγερμός στην ροή. Που τον «παρήγαγα», ερήμην μου και όχι. Γιατί γνωρίζω-υποψιάζομαι, ότι οι ψυχές μας παράγουν τις αρρώστιες μας. Νομίζω. Αυτό τον καιρό πολλά νομίζω. Και μ΄ αρέσει ότι νομίζω, ότι δηλαδή χρησιμοποιώ το μυαλό μου για να νομίζω. Ακόμα κι αυτό, ένα ταξίδι σε πρωτόγνωρα.

Για παράδειγμα, μαθαίνεις-μαθαίνεις (προσέξατε το διπλό «μαθαίνεις-μαθαίνεις») ότι δεν είσαι από σίδερο. Μη σε πονάς, ότι ήσουν αναιδής και σε θεωρούσες σιδερένια… Άνθρωποι, μωρέ! Μπορεί έτσι να παίζεται το παιχνίδι της ζωής. Ενώ το μόνο δεδομένο που έχουμε είναι ότι θα πεθάνουμε, ζούμε παρακάμπτοντάς το, παιδικά, γενναιόψυχα αστεία.

Αυτές τις μέρες ένοιωσα κι άλλα πρωτόγνωρα που θα ήθελα να σας μιλήσω. Το ένα είναι ο «φόβος» . Αλλά, άλλος φόβος, ετούτος ο φόβος. Τον ονόμασα «μαστίχα» μαστιχόδεντρου. Γιατί στάζει από μια αναγκαστική εσωτερική διεργασία. Ξέρετε, όλη μας τη ζωή ο φόβος ξετινάζει αντανακλαστικά. Λες, θα τρέξω, «θα κόψω πέρα» (λατρεύω τον τρόπο που το λέει η μάνα μου), θα φωνάξω… Δράση εξωστρεφής, δυναμική.

Ενώ ο φόβος που εκβράζει η αρρώστια… Δεν έχει τέτοια. Δεν έχει μαγκιές. Η αρρώστια, σου κόβει τη μαγκιά. Η δράση αλλάζει διαδρομή. Δεν τρέχεις προς έξω σου αλλά μέσα σου πισωγυρίζεις. Και σε ανακαλύπτεις, άλλες σου πτυχές, και παρασκευάζεις άλλη δύναμη και σε βλέπεις αλλιώς και σε γλυκοπονάς και σε νοιάζεσαι και σε συνοψίζεις και σε μελετάς, όσο δεν σε μελέτησες ποτέ.

Θέλετε κι άλλο πρωτόγνωρο; «Σε» αφήνεις να σε φροντίζουν ενώ γνώριζες κυρίως την ανάποδη διαδρομή. Κι ας κάνεις τον ζόρικο στην αρχή… Λατρεμένο μου Λιλάκι! Και επίσης ζεις… Αυτό σας βεβαιώνω είναι μαγευτικά σπουδαίο… Το… Πώς να σας το μεταφέρω αυτό; Ζεις στους άλλους, τον δισταγμό της βαθιάς αγάπης. Αυτόν, που θέλουν να σου εκδηλώσουν πολλά-πολλά-πολλά και δεν ξέρουν πώς; Και είναι αμήχανοι… Και είναι οι σιωπές τους λαλίστατες και τα μάτια άλλο τόσο. Και κάποτε ξεθαρρεύοντας, πιάνουν «δύσκολη διαδρομή».

Να, όπως ένα ουράνιο τόξο που μου έστειλε μια σημαντική μου και αναλώθηκε σε μια χαζοφλυαρία λογοτεχνίας, που έγραφε και έγραφε σοφίες και δανεικές φιλοσοφίες εμψύχωσης και στο τέλος, αφού δεν της απάντησα, το «έπιασε» και μου έγραψε «Τι σόι μαλακίες σου γράφω; Ήθελα να σου πω ότι σ’  αγαπάω». Και στον τόπο, ενός «σ’ αγαπάω», επιτέλους συνεννοηθήκαμε.

Αυτά μέχρι στιγμής, αγαπητοί μου αναγνώστες. Οχι, δεν είναι όλα «γλυκά». Εχει και άγρια. Και φοβιστερά. Και κάτι εσωτερικές κατηφόρες και κάτι ακραίες εμψυχώσεις από το τίποτα. Αλλά σήμερα ήθελα να ξεκινήσω απ’ αυτά. Τόσα χρόνια που «ήμαστε» μαζί… Τόσα χρόνια που με διαβάζετε άρα «με καταδιαβάζετε»… Ατιμος καταδότης η γραφή… Ηθελα να μοιραστώ αυτά. Και μην αναλωθούμε σε ερωτήσεις (ό,τι χειρότερο οι ερωτήσεις) και «περαστικά» με γνώμες και αναφορές σε παραπλήσια περιστατικά και, και, και. Είναι κι αυτό μέσα στα μαγικά. Τα αληθινά περαστικά τα νιώθεις χωρίς να χρειάζεσαι λέξεις. Τα πάντα ρει, λοιπόν. Και ναι, τελικά δεν ήμαστε από σίδερο.