Ήταν, να τον γνωρίσω. Ήταν, να μπω εκείνο το πρωί της Κυριακής στο ναό των οκτώ, βία δέκα πιστών με τον Κώστα μωρό, πολύ μωρό, στην αγκαλιά μου. Ήταν, εκείνη η συγκλονιστική φωνή που έψελνε να με κρατήσει εκστατική μέχρι που το μωρό άρχισε να δυσανασχετεί και ‘γω, αμήχανη, ότι μπορεί να ενοχλώ τους οκτώ, βία δέκα πιστούς προχώρησα πατώντας στα νύχια προς την έξοδο. Εκείνος σταμάτησε τη λειτουργία και είπε «μόνο χαρά είναι ν΄ακούγεται φωνή μωρού» και έμεινα.
Ήταν, να πω μέσα μου από την πρώτη στιγμή «ετούτος ο παππάς είναι διαφορετικός». Και δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μ΄ άρεσε έκτοτε να πηγαίνω στο δικό του εκκλησίασμα. Στο χωριό Κτικάδος στην Τήνο.
Ήταν να του πω, στα πρώτα στάδια της γνωριμίας μας, γιατί ένοιωθα ότι έπρεπε να ήμαστε εξηγημένοι «Παπαντώνη δεν είμαι άθεη αλλά είμαι άθρησκη» και εκείνος μου είπε, με τα πιο επιεική μάτια που είχα ποτέ συναντήσει στη ζωή μου, «αυτό Ρέα μου είναι δική σου υπόθεση. Δεν αφορά εμένα».
Ήταν, μια μέρα εκεί που τελείωνε το καλοκαίρι και θα φεύγαμε, να του δώσω ένα κομπόδεμα μου και να του πω «εσύ νοιώθω ότι θα τα δώσεις εκεί που τα χρειάζονται» και εκείνος απάντησε φανερά ενοχλημένος «εγώ δεν είμαι ταμίας και ούτε αυτή είναι καλή πράξη. Μην ενεργείτε έτσι με τους παπάδες» και διαισθανόμενος το πόσο άβολα ένοιωσα συνέχισε: «Έχω μια λίστα με ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια. Μπορώ να σου τη δώσω. Εσύ πρέπει, κατ΄αρχάς να διαπιστώσεις και μετά να επιλέξεις τι θα ήθελες να κάνεις. Είναι δική σου δουλειά, όχι δική μου».
Και πήρα τη λίστα του. Άνθρωποι από το Διδυμότειχο μέχρι την Κρήτη. Και κάπως έτσι, περίεργες κλωστές με ένωσαν με μια Χρυσάνθη από τα πιο βόρια της χώρας και έναν Γιώργο…. Ετούτος ο παππάς είναι διαφορετικός, έλεγα και ξανάλεγα. Κυρίως όταν επέμενε «να προσεύχεστε για μένα» και ‘γω γελούσα «μα, εγώ για σας; Τα έχουμε μπερδέψει;» και εκείνος απαντούσε «ναι, για μένα. Για να είμαι πάντα αντάξιος των αισθημάτων σου προς το άτομό μου».
Ντρέπομαι που το λέω, αλλά επάνω του εξάντλησα την εκ φύσεως καχυποψία μου. Πάντα έβγαινε αλώβητος, ακέραιος. Αξιοπρεπής, έντιμος, ταπεινός, λειτουργός. Ανοιχτόμυαλος και μονοδιάστατος. Περίεργα αντικρουόμενο αυτό που γράφω. Αλλά έβλεπε τον απέναντί του, «άνθρωπο». Μ’ άρεσε και κάτι άλλο σ΄ εκείνον. Ήταν ερωτευμένος με την παπαδιά του. Γλύκαιναν τα μάτια του όταν την κοίταζε. Τη λιμπιζόταν. Και ‘γω, πάντα θέλω να έχω γύρω μου ανθρώπους που αναγνωρίζουν την αξία του έρωτα, που τον γεύονται.
Κάθε τέλος καλοκαιριού, το είχαμε κάνει κάτι σαν έθιμο, τρώγαμε μαζί τους το «αποχαιρετιστήριο». Μαγείρευα το αγαπημένο του, μακαρόνια με κιμά, που είχε την ιδιορρυθμία να του το σερβίρουμε αντί γλυκού. Φέτος όμως… Κάπως ήρθαν τα πράγματα, κάπως χρειάστηκε να φύγουμε απρογραμμάτιστα και δεν το καταφέραμε. Εκείνο το τραπέζωμα που συνοδευόταν με τραγούδια και έκλεινε με έναν ψαλμό, που ποτέ δεν θέλησα να αναλύσω τι έλεγε, ώστε μόνο να με «παίρνει» σαν αεράκι. «Εντάξει… Σπάσαμε μια παράδοση δέκα χρόνων. Δεν βαριέσαι… Να ήμαστε καλά του χρόνου!» συμφωνήσαμε.
Την Παρασκευή μού τηλεφώνησαν. Ο Παπαντώνης πέθανε στον ύπνο του. Μετά από ένα ωραίο γλέντι με φίλους και την παπαδιά στον πλευρό του. Και ‘γω; Τόσο που στη ζωή θεωρούσα ότι εμπέδωσα το φευγιό ανθρώπων, τόσο που νομίζω ότι ρουφάω τη στιγμή γιατί είναι το μόνο που αλήθεια έχουμε, Τόσο που γρηγορώ να απλώνω τα αισθήματά μου και να μην αφήνω «χρέη»… Εν τέλει… Τόσο ανέτοιμη και πάλι. Ακόμα μια φορά. Να μου βουρλίζει το μυαλό αυτό που δεν προλάβαμε. Εκείνο που τακτοποιήσαμε «Του χρόνου. Να ‘μαστε καλά».
Ποτέ δεν θα πάψει να με κόβει ο θάνατος. Η απουσία. Κι ας έχω ν’ αναμετρώ ένα σωρό ιερά. Ετούτος ο παππάς ήταν διαφορετικός. Κι εκείνος ο χώρος των οκτώ, βία δέκα πιστών. Ο δικός «του».