Για τους αμύητους, δίπιτο είναι το σουβλάκι με τις δύο πίτες. Απευθύνεται σε ανθρώπους που επιδιώκουν μια ισορροπημένη διατροφή και θέλουν να ισοφαρίσουν τα λιπαρά και τις πρωτεΐνες του κρέατος – που περιέχεται στο σουβλάκι – με αντίστοιχο ποσό αγνών, ευεργετικών για τη σιλουέτα, τους καρδιολόγους, και τα γραφεία τελετών υδατανθράκων. Ετυμολογικά, ο όρος συγγενεύει με τη λέξη ‘δίπατο’ (όπως το διαμέρισμα στο οποίο καταλήγεις να μοιάζεις αν τρως πολλά από δαύτα), ενώ πρόσφατα το δίπιτο τοποθετήθηκε επισήμως στη βάση της πυραμίδας – όχι της διατροφικής, αυτής στην οποία θα σε παραχώσουν όταν σκάσεις απ’ το φαΐ, διότι δε θα σε χωράει το νορμάλ κιβούρι, μαζί με φαγώσιμα κτερίσματα – όπως παστουρμά από γκαμήλα – για να ευωδιάζει το σκήνωμα και να αποθαρρύνονται οι τυμβωρύχοι.
Όχι, βεβαίως, πως το πατροπαράδοτο κι εξόχως απολαυστικό σουβλάκι (ή σάντουιτς με γύρο, για τα πατριωτάκια του Βορρά) ευθύνεται αποκλειστικά για την απόκτηση προσωπικού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου ικανού ν’ αλλάξει τη ρότα των αποδημητικών πτηνών και να βρεθείς χειμωνιάτικα με ένα σμήνος χελιδόνια να σου καταχέζουν τη σάλα με τα καλά τα σεμεδάκια της γιαγιάς Τούλας (υποκοριστικό του ‘Απεθαντούλα’, καθώς έχει και φιλοδοξεί να θάψει κόσμο και ντουνιά). Υπάρχει και η σοκολάτα, που αν και δώρο του Θεού στον άνθρωπο συγκρίσιμο με τον γράφοντα, έχει την τάση να συσσωρεύεται αφότου μεταβολιστεί στα πλέον ορατά σημεία του σώματος φτιαγμένου από χυλό (προγούλι, βύζος, κοιλιακές δίπλες και κωλάθρα), έτσι που πολλοί προτιμούν αντί να τη φάνε τη ρημάδα να την κολλήσουν κατευθείαν με ψαρόκολλα στα κωλομέρια, να μη χαλάνε και τα δόντια που είναι πολύτιμα, και που κανονικά θα ’πρεπε να μας ξαναφυτρώνουν τρίτη δόση εκεί γύρω στα πενήντα, διότι εγώ στα τριάντα τέσσερα τα ’χω κάνει ήδη γης μαδιάμ, και τα μισά είναι ήδη είτε απονευρωμένα είτε αγιοβασιλιάτικα, κι έτσι θα βρεθώ μια μέρα πριν την ώρα μου με μασέλα πάνω-κάτω, κι άντε να φας μετά νουτέλα που κολλάει ο στόμας σου απ’ την ηδονή χωρίς να καταπιείς το πάνω μισό κι αποκτήσει κι οδοντοστοιχία η στομάχα η αδηφάγα, που θα πρέπει να την κολλάω με τσιμέντο στον ουρανίσκο, χώρια που θα θέλει και πλύσιμο στο πλυντήριο με μπόλικο λευκαντικό για να ξασπρίσει απ’ τη μαγευτική απόχρωση παλιάς περγαμηνής που θα ’χει απ’ το βρομοτσίγαρο.
Και φυσικά να μην παραλείψουμε τα ζυμαρικά, που τα ’φερε ο ευλογημένος κι αφορεσμένος Μάρκο Πόλο απ’ τη μακρινή Κίνα, άλλο που πια δεν βρίσκεις σε κινέζικο να φας μήτε σπυρί από κους-κους, καθ’ όσον τα ’φαγε όλα ο Μάο για να κάνει κορμί για την Πολιτιστική Επανάσταση (‘Αφήστε χίλια κοψίδια να ροδίσουν’), και τα οποία με την τεράστια ποικιλία τρόπων παρασκευής τους συντελούν στην σταθερή ξυγκοποίηση του σώματος, ιδίως άμα είναι ενωμένα σε μιαν άμορφη μάζα με τυριά και μπέικα, τα οποία στο πεπτικό σύστημα διασπώνται σε τάπες σαν από καουτσούκ και παν ντουγρού και σου βουλώνουν τα στεφανιαία και την αορτή, και μια ωραία πρωία εκεί που τρως το γκρέιπφρουτ σου για ξεκάρφωμα απ’ τη βάφλα με λιωμένη κουβερτούρα και μια μπάλα παγωτό από γάλα βουβάλας, σου λέει ξαφνικά η καρδιά, «Αφεντικό να με συμπαθάς, αλλά με τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες εργασίας κάλλιο να πάω να φκιάνω αϊφόνια σε φάμπρικα στη Σενζέν,» και κλατάρει και πας άκλαφτος εξόν απ’ το γειτονικό σούπερ μάρκετ όπου σε κλαίνε γοερά και οι ταμίες φοράνε μαύρο περιβραχιόνιο με ασορτί τσεμπέρι και στάχτη στα μαλλιά, και τις φαρμακοβιομηχανίες που δεν πρόκαμες να σκατογεράσεις και να καταναλώνεις το βάρος σου σε χάπια και να σε καταριούνται τ’ ανίψια που δεν λες να σανιδώσεις και να κονομήσουν τα πνευματικά δικαιώματα που θα τους επιτρέψουν ν’ αγοράσουν ένα ημιυπόγειο στη γραφική Άνω Λυκοπορδή εξ αδιαιρέτου και να εξασφαλιστούν.
Όπως μπορείτε να καταλάβετε, είμαι ένας άνθρωπος με βαθύ προβληματισμό σε ζητήματα όπως η ορθή διατροφή (αν και προτιμώ την καθιστή, ή ακόμα καλύτερα την ξαπλωμένη), και η διαφύλαξη του υπέρτατου αγαθού της υγείας. Ίσως να φταίνε γι’ αυτό οι ιατρικές μου σπουδές (έστω κι αν ουδέποτε τις ολοκλήρωσα, καθώς στο μεταξύ με κέρδισε η τέχνη, και αποφάσισα να γίνω ιατρός ψυχών τε και ψωλών), οι οποίες, ιδίως σε άτομα υποχόνδρια και ιπποποτάμια (στο πέμπτο έτος, όταν μυήθηκα στην καρδιολογία, ζύγιζα όσο δύο φυσιολογικοί άνθρωποι στην επιφάνεια του Δία) δημιουργούν μιαν εμμονή με τη σωματική άσκηση, τη γυμναστική και τον αθλητισμό – όλα όσα μας εγγυώνται μια ζωή μεγάλη και σκληρή σαν το μαρκούτσι της γαλάζιας φάλαινας, που το’ χα δει σε ντοκιμαντέρ και παραλίγο να το γυρίσω απ’ τον τρόμο.
Επιπλέον, η προσήλωση αυτή στην σωματική ευκρασία και ευεξία υπήρξε εμμονή μου παιδιόθεν – αρχής γενομένης απ’ τα παιδικά παιχνίδια.
Βέβαια, επειδή μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών, όταν αρχίζει συνήθως η κοινωνικοποίηση του νηπίου, είχα εξελιχθεί σε τέτοιο μαμόθρεφτο που είναι ν’ απορείς πώς δεν συνέχισα να θηλάζω μέχρι τα είκοσι (κάτι στο οποίο η μάνα μου δεν θα ’φερνε την παραμικρή αντίρρηση, απαντώντας με τη δήλωση-πασπαρτού: «Άσε το παιδί να εκφραστεί – τι πειράζει δηλαδή που έβγαλε λίγο μούσι και φρονιμήτες και μου ’χει μακελέψει τα μαστάρια;») τα αγαπημένα μου αθλήματα ήταν αυτά του νου: επιτραπέζια παιχνίδια, παιχνίδια γνώσεων, και γενικώς ό,τι περιοριζόταν στο συμβιωτικό ντουέτο ‘Νόρμαν και μητέρα Μπέιτς’. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας ότι τα περιττά κιλάκια μου, μέχρι να γίνουν μπόι κατακορύφως θα είχαν γίνει σαμπρέλες οριζοντίως, η συχωρεμένη η Κατερίνα προσπαθούσε κάθε τόσο – με δέλεαρ κατά κανόνα φαγώσιμο, που ήταν λίγο δώρο άδωρον – να με εξωθεί σε ποικίλες ομαδικές δραστηριότητες κι αθλοπαιδιές. Μόνο που τα παιχνίδια των αγοριών τα φοβόμουν: στα μήλα έτρεμα μη με πετύχει η μπάλα και πονέσω, στο κυνηγητό λαχάνιαζα και ίδρωνα κι έτσι όπως έτρεχα με ταχύτητα ένα χιλιόμετρο τον χρόνο μ’ έπιανε και βραδύπους με αρθριτικά, στο κρυφτό φοβόμουν μη με βρουν ξαφνικά και πατήσουν καμιά ιαχή θριάμβου και χεστώ πάνω μου, ενώ για ποδόσφαιρο και μπάσκετ ούτε συζήτηση, διότι η θρυλική μου αστοχία, συγκρίσιμη με του Τζόνι αφού πήρε τ’ όπλο του κι απόμεινε κορμός σκέτος κι έτσι και τον έπιανε φαγούρα στ’ αχαμνά ήταν καταδικασμένος γιατί δεν είχε μήτε χέρι να τα ξύσει, μήτε αχαμνά για να ξυθούν, με καθιστούσε φύρα που καμιά ομάδα δεν ήθελε. Όχι βεβαίως ότι αν ήμουν πρόθυμος να συμμετάσχω στα ομαδικά τους σπορ, τα γειτονόπουλα θα μου στρώναν το κόκκινο χαλί – διότι στο μεταξύ είχα μυηθεί στον κόσμο των κοριτσίστικων παιχνιδιών, τα οποία αφενός δεν ήταν βίαια, κι αφετέρου μου εξασφάλιζαν κρουνούς κι εκρήξεις στοργής και ζουπηγμάτων απ’ τις μεγαλύτερες σε ηλικία συμπαίκτριές μου, που με βλέπαν έτσι μικροκαμωμένο και ζουμπουρλούδικο και μου κατσιάζανε τα μάγουλα στο τσίμπημα και μ’ αφήναν πολλές φορές να κερδίσω χαριστικά, κάτι που ουδέποτε αρνιόμουν, κι ας ήξερα ότι η νίκη μου ήταν μπαλαμούτι. Το σημαντικό ήταν ότι είχα βρει έναν κύκλο, μια ομάδα εντός της οποίας ήμουν αποδεκτός, έστω κι αν οι πρωτιές μου στο λάστιχο, το κουτσό και η επινοητικότητά μου σε τέια με κούκλες, όπου και επέμενα να χρησιμοποιούμε (και να σαβουρώνουμε) αληθινά βουτήματα που έδιναν στο παιχνίδι έναν αέρα αυθεντικότητας, όχι μόνο δεν κέρδιζε τα εύσημα των αγοριών αλλά προξενούσε την απέραντη χλεύη τους. Όμως τι να την κάνεις την επιδοκιμασία των αντρών (ακόμη κι αν αμυδρά τους ορέγεσαι) όταν έχεις γυναίκες κάθε ηλικίας να πέφτουν απάνω σου λες κι έχεις το μέλι και να σε λατρεύουν με χίλιους τρόπους;
Μα επειδή με τις ‘κουμπάρες’ δεν μαζεύονται οι κοιλάρες, η μάνα πήρε την απόφαση να με γράψει σε κάποιο κέντρο άθλησης. Μόνο που σε κάθε άθλημα που μου πρότεινε, εγώ τσινούσα με κάποιο εύλογο ή εξωφρενικό επιχείρημα. Στο κολύμπι σε πισίνα δεν θα μ’ άφηναν να χρησιμοποιώ τα βατραχοπέδιλα και τη μάσκα με τον αναπνευστήρα, για μπάσκετ και βόλεϊ ήμουν υπερβολικά κοντός, ενώ το ποδήλατο, που θα ήταν μια κάποια λύσις, παρέμενε κλειδωμένο στην αποθήκη του γκαράζ μέχρι το καλοκαίρι και τις ποδηλατάδες στη Χαλκιδική, διότι τη μία και μοναδική φορά που αποφάσισα να πάω με το κίτρινο ΒΜΧ μου βόλτα απ’ την παραλιακή μέχρι τον Λευκό Πύργο, με πλεύρισε καθ’ οδόν ένας κύριος πεζός, ο οποίος επέμενε να πάμε σπίτι του για να με φιλέψει μακαρόνια με κιμά – που ευτυχώς ήμουν ιδιότροπος, και μ’ άρεζε μόνο της μάνας μου ο κιμάς, οπότε κι αρνήθηκα σθεναρά – κι όταν το ανέφερα στην Κατερίνα κόντεψε να της έρθει συμφόρεση, όπως τότε που ο πατέρας μου ήταν στο ιατρείο και ήθελε να τρυπήσει κάτι χαρτιά για να τα βάλει σε ντοσιέ, κι είχε πάρει τηλέφωνο και είχε ρωτήσει: «Ο Πέτρος έχει διακορευτή;» και η μάνα μου νόμισε ότι το εννοούσε ως ρήμα στον παρακείμενο και πάτησε τέτοια στριγκλιά που ο δόλιος ο Τασούλης επί μια βδομάδα άκουγε μόνο απ’ τ’ άλλο αυτί.
Τότε μια άλλη φαεινή ιδέα κατέβηκε στην μητρική γκλάβα: μπαλέτο, που και σε γυμνάζει και σου κάνει κορμοστασιά-λαμπάδα, καθ’ όσον ο κανακάρης της, από ντροπή για την κοιλίτσα του, καμπούριαζε πολύ (συνήθεια που μου άφησε το τωρινό μου, περήφανο παράστημα, κάτι μεταξύ Κουασιμόδου και Καραγκιόζη), και ήταν πιο άχαρος κι από νιογέννητο δαμάλι. Ο πατέρας ωστόσο είχε αντιρρήσεις. «Μα μπαλέτο αγόρι πράμα;» Αλλά η μάνα αμετακίνητη: «Έλα μην ακούω χαζά: κι ο Μπαρίσνικοφ μια χαρά άντρας είναι, μπισκοτολούκουμο ο κερατάς. Χώρια που σ’ αυτές τις ηλικίες η σεξουαλικότητα των παιδιών είναι ρευστή.» (Άλλο που η δικιά μου ήταν ντούρα και σαφέστατη, και είχε ως αντικείμενο πόθου τα γυμνασμένα απ’ την μπάλα μπούτια του συμμαθητή μου του Νίκου). Για να ’μαι ειλικρινής, αρχικά η ιδέα μου κίνησε το ενδιαφέρον, καθώς λίγο καιρό πριν είχαμε αγοράσει έναν διπλό δίσκο με χιτάκια του Τσαϊκόφσκι, και φανταζόμουν τον εαυτό μου να αποθεώνεται επί σκηνής καθώς θα ερμήνευα τον γαργαλιστικό και πανέμορφο ‘Χορό των μικρών κύκνων’. Μόνο που η πραγματικότης γι’ ακόμα μια φορά υπήρξε αμείλικτη: την πρώτη φορά που φόρεσα κορμάκι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη διαπίστωσα πως ήμουν τάλε κουάλε με ρολό κοτόπουλο που του ξεχειλίζουν τα κρέατα απ’ το σπάγκο, πράγμα που σήμαινε πως η μόνη μου σχέση με μπαλαρίνα θα ήταν αυτή του λούνα παρκ: ο κόσμος θα ’κοβε εισιτήριο για να με δει και θα ’φευγε με ίλιγγο και ναυτία. Έτσι, τα όνειρα της μαμάς να ηγηθώ των μπαλέτων Μπολσόι κι ο εφιάλτης του μπαμπά μην περάσω απ’ τα πλιέ στο σπαγγάτο το πονηρό πριν την ώρα μου, διαψεύστηκαν, καθώς πριν καν ανατείλει το άστρο μου (ή μάλλον ο πλανήτης μου) αποκήρυξα το μπαλέτο μετά βδελυγμίας.
Έπειτα, καθώς το σχολείο μου διέθετε τραπέζι πινγκ-πονγκ, αποφασίστηκε να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και σε δαύτο, μιας κι ούτε πολύ κουραστικό φαινόταν, και όσο να πεις θα περιόριζε έστω και λίγο το διαρκώς αυξανόμενο χόνδρος μου. Μόνο που ως κακομαθημένο μοναχοπαίδι με φίλαθλο πνεύμα ενός νεαρού Στάλιν, που όταν χάνει νιώθει τον κόσμο του να καταρρέει οπότε συμπαρασύρει στα χαλάσματα τον υπαίτιο της ήττας, κι αυτό το σχέδιο ναυάγησε τάχιστα, αφού κάθε φορά που έχανα κατέστρεφα το μπαλάκι (πατώντας το κάτω και μια φορά μασώντας το απ’ τη λύσσα μου), ενώ όταν ένας συμμαθητής μου είχε την ατυχή ιδέα να με αποκαλέσει ‘μπούλη’ έφαγε τη ρακέτα μου στη μάπα και του άνοιξε η μύτη κι έγινε της καριόλας γιατί μαζεύτηκαν και οι τέσσερις γονείς και η μάνα του θύματος είπε ότι ο θύτης έπρεπε να πάει σε παιδοψυχίατρο, κι η μάνα του θύτη τη ρώτησε αν θα γούσταρε να πάει κι εκείνη στα επείγοντα με μια ρακέτα του πινγκ-πονγκ σφηνωμένη στον κώλο, κι όχι με τη λαβή. Άλλη μια λαμπρή σταδιοδρομία έφτανε στο τέλος πριν καν ξεκινήσει.
Κατόπιν του ατυχούς περιστατικού, οι γονείς μου πήραν την απόφαση πως για ν’ αγαπήσω πραγματικά τον αθλητισμό έπρεπε να δείξουν κι εκείνοι ενδιαφέρον, λόγου χάρη οργανώνοντας μια οικογενειακή εκδρομή με σκοπό την εκγύμναση και το θερμιδοκτόνο παιχνίδι. Μόνο που, κατά μάνα κατά κύρη: τουτ’ έστιν, οι γονείς μου ήταν και οι δύο παγερά αδιάφοροι απέναντι σε οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα – ο πατέρας μου δεν είχε αγοράσει ποτέ στη ζωή του αθλητική εφημερίδα, και το αθλητικό ραδιόφωνο το απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, ενώ η μητέρα μου, όταν κάποιος έλεγε «Απόψε έχει ματς», απαντούσε με την ίδια ερώτηση που έμελλε να χρησιμοποιώ κι εγώ μέχρι και σήμερα: «Τι άθλημα;» Ωστόσο, ένα ηλιόλουστο Σάββατο, να σου η φαμίλια Κορτώ σε μια απλωσιά του γραφικού Χορτιάτη, έτοιμη για ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι ποδοσφαίρου, όπου ο μπαμπάς θα βάραγε πέναλτι κι εγώ με τη μαμά θα κάναμε τους τερματοφύλακες. Μόνο που στο τρίτο μόλις σουτ, ο μπαμπάς λέει: «Ένα σάμαλι πεθύμησα.»
«Πώς σου ήρθε στα καλά καθούμενα;» ρωτάει η μάνα.
«Ε, όποτε με έσερνε ο κυρ-Πέτρος στο γήπεδο, μου αγόραζε σάμαλι.»
Εγώ, με γουρλωμένα μάτια: «Τι είναι το σάμαλι;»
«Σαν το ραβανί, αλλά με πιο χοντρό σιμιγδάλι,» απαντά η Κατερίνα.
«Και βάζουν και μαστίχα νομίζω,» συμπληρώνει ο Τάσος.
Γονείς σου λέει μετά. Βαλτοί. «Και πού έχει σάμαλι;» ρωτάω.
Μπαμπάς, συνειδητοποιώντας την γκάφα του: «Μετά. Έλα να παίξουμε λίγο.»
«Δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα. Σάμαλι πού θα βρούμε;»
«Δεν έχουν τα περίπτερα;»
Και το λαίμαργο μυαλό μου μονομιάς πλάθει το πολυπόθητο σάμαλι, παρέα στο ράφι του περιπτέρου με λαχταριστά πατικωμένα ροξ και κορνέ.
Οπότε τζίφος η οικογενειακή εκγύμναση, εκτός αν μιλάμε για τις μασέλες, διότι στον δρόμο ρίχνει την ιδέα ο πατέρας: «Δεν πετιόμαστε μια Βέροια να πάρουμε κανά ραβανί περιποιημένο απ’ τον Χοχλιούρο;» κι έτσι όχι μόνο ξεσκιστήκαμε στα γλυκά περιπτέρου καθ’ οδόν, αλλά το βράδυ φάγαμε ένα κιλό ραβανί οι τρεις μας.
Και περνά ο καιρός, και γίνομαι γυμνασιόπαιδο αφράτο σαν πανετόνε που κάθε φορά που το μελετάω το ορέγομαι και είναι έγκλημα και το καταγγέλλω που τα βγάζουν μόνο Χριστούγεννα τα πανετόνε, κι επειδή το νέο μου σχολείο προσφέρεται για διάφορες μορφές ομαδικής εκγύμνασης, δοκιμάζω σταδιακά τα πάντα.
Μόνο που στον ανώμαλο δρόμο ως ανώμαλος δρομέας την κάνω είκοσι μέτρα απ’ την εκκίνηση πίσω από κάτι πεύκα κι από κει κατεβαίνω καρφί στο κυλικείο για κρουασάν χειροποίητα και τερματίζω τελευταίος και πασαλειμμένος σοκολάτες.
Και στο τένις, παρά τη σφοδρή μου καψούρα για τον προπονητή, όταν μετά την πρώτη συνεδρία διαπιστώνω ότι η περίφημη αντισφαίριση συνίσταται στο να τρέχω πέρα-δώθε σαν υπέρβαρο, ερωτοχτυπημένο κανίς που κυνηγάει το μπαλάκι, να μου λείπει το βύσσινο, χώρια που τον συγκεκριμένο τενίστα τον χαλβάδιαζε σύμπασα η θηλυκή νεολαία του σχολείου, οπότε οι πιθανότητές μου να τον κερδίσω ήταν ίσες μ’ αυτές του να βγει ο Μπραντ Πιτ απ’ την αφίσα και να με μυήσει στην τέχνη του έρωτος και μετά να με υιοθετήσει και η Αντζελίνα για να συμπληρώσει το σετάκι το εξωτικόν και να βολευτώ διά βίου. (Αναχρονισμοί παράφρονος λογισμού).
Οι απόπειρές μου στο ποδόσφαιρο συνάντησαν την ίδια παταγώδη αποτυχία: επειδή ως άχρηστο μπαούλο με πόδια με βάζανε μονίμως αμυντικό, αποκαλύφθηκε ότι, πιθανώς λόγω εμβαδού, τράβαγα την μπάλα όπως τον κεραυνό το αλεξικέραυνο, κι έπειτα από τρία-τέσσερα σουτ στη μάπα όπου κατέληγα κατάχαμα, ακούγοντας μες στην παραζάλη μου μια φωνή να μου λέει: «Όχι, μην έρχεσαι στο φως, είναι νωρίς ακόμα,» αποφάσισα ότι, καλά και άγια τα μπούτια των ποδοσφαιριστών, κι αυτός ο Μπέκαμ κόλαση ο άτιμος, αλλά αν μέσα σ’ όλα τ’ άλλα μου ισοπεδωνόταν και η μούρη απ’ τις αλλεπάλληλες μπαλιές, το μόνο μου μέλλον ήταν στο τσίρκο Μεντράνο ως ‘Πέτρος, το παιδί-θαύμα που τσακίζει μπακλαβά γωνία χωρίς να αναπνέει’.
Όσο για το βόλεϊ, η έκβαση των γεγονότων ήταν ακόμα πιο δραματική, καθώς στο πρώτο κιόλας σετ, όταν παρά τα επίμονα παρακάλια μου να εξαιρεθώ επειδή το βολέ μου πόναγε τα χέρια η μεσήλιξ γυμνάστρια αρνήθηκε να μ’ αφήσει να φύγω, λέγοντας πως «παραήμουν μαλθακός», την αποκάλεσα χαμούρα, και πέρασα μια ωραιότατη μέρα τρώγοντας και βλέποντας τηλεόραση με τη μαμά, διότι έχει και η ημερήσια αποβολή τα καλά της, άλλο που μετά είχα ν’ απολογηθώ στον γυμνασιάρχη για τη διαγωγή και το υβρεολόγιό μου.
«Μα είναι λόγια αυτά, δώδεκα χρονώ παιδί;»
«Αφού της έλεγα ότι πονάω κι αυτή δεν με πίστευε.»
«Μήπως είσαι κι εσύ λίγο μυγιάγγιχτος;»
«Όχι, δεν είμαι εγώ μυγιάγγιχτος. Αυτή είναι χαμούρα.»
Α, και να μην παραλείψω την επίσης τραγική κατάληξη της προσπάθειάς μου να χωνέψω το μπάσκετ, όπου, παίζοντας στην ομάδα με τα ζαβά κι απροσάρμοστα της τάξης, σε μια συμπλοκή αποφάσισα να διεκδικήσω την μπάλα πέφτοντας σαν μετεωρίτης πάνω στους συμμαθητές μου, με αποτέλεσμα να σπάσω το χέρι του ενός σε δύο σημεία. (Τώρα που το σκέφτομαι, έχω δει σε σίριαλ δολοφόνους καθ’ έξιν που είχαν πολύ πιο ισορροπημένη και κοινωνικοποιημένη εφηβεία απ’ τη δική μου).
Η μόνη λύση που απέμενε ήταν το γυμναστήριο. Ωστόσο, την αεροβική και τα παρακλάδια της τα είχα αποκλείσει προ πολλού, όταν μερικά χρόνια πριν η μάνα είχε τερματίσει το camp παροτρύνοντάς με να μαϊμουδίσω μαζί της την κασέτα της Τζέιν Φόντα, φορώντας ασορτί μπαντάνα και περικάρπια με τα δικά της. Έτσι, πλέρωνε δόλιε πατέρα, με γράψανε σ’ ένα υπερσύγχρονο γυμναστήριο, όπου τα όργανα είχαν πρωτοποριακούς για την εποχή ψηφιακούς μετρητές που υπολόγιζαν πόσες θερμίδες έκαιγες με κάθε βασανιστήριο. Θανάσιμο σφάλμα. Μετά την πρώτη εβδομάδα, όταν πλέον είχα σιχαθεί όσο τίποτα την Ιερά Εξέταση του διαδρόμου, του κουπιού, και του μηχανήματος με τις σκάλες, διαπιστώνοντας λόγου χάρη ότι έπειτα από διαδρομή ίσαμε τη Λιουμπλιάνα και ξέπνοο σκαρφάλωμα πενήντα ορόφων είχα κάψει θερμίδες ίσες με μιας μπουκιάς μήλου αν την έφτυνα αντί να την καταπιώ, τα παράτησα.
Μέχρι και το τάε κβον ντο δοκίμασα ο δύστηνος έφηβος, όπου έπειτα απ’ το πρώτο μάθημα, που περιλάμβανε σαρανταπεντάλεπτο ζέσταμα με τρεχάλα γύρω-γύρω, ξύπνησα την επομένη με τετραπληγία, και με κουβαλούσαν οι καψεροί γονείς μέσα στο σπίτι σαν να μετέφεραν κούρο που πρήστηκε απ’ τις καταχρήσεις κι έγινε σαν τον Έλβις στα στερνά του, και τον κατηγορεί η κόρη πως οι τουρίστες στο μουσείο κοιτάνε τα δικά του βυζιά αντί για τα δικά της.
Και περνάν τα χρόνια, κι αλλάζουν οι προτεραιότητες, και φτάνω σε μέγεθος που καθιστά κάθε άθληση πλην της πασιέντζας στον υπολογιστή απαγορευτική, και περνάνε κι άλλο, και βρίσκομαι πλέον στα τριάντα, άρτι εξαχθείς απ’ το δασωμένο Δρομοκαΐτειο όπου είχα διαμείνει κατόπιν οξέος ψυχωσικού επεισοδίου στη διάρκεια του οποίου νόμιζα ότι ήμουν ο νέος Δαλάι Λάμα και προσπάθησα χωρίς αποτέλεσμα να ζητήσω άσυλο στην Αμερικάνικη πρεσβεία πριν με τσακώσουν οι Κινέζοι (μπορεί να συμβεί στον καθένα), οπότε κι ο τρελογιατρός μου συνιστά ως άθληση ιδανική για το γαλήνεμα του ταραγμένου ακόμα ψυχισμού μου το κολύμπι σε κολυμβητήριο.
Κι ενώ αρχικώς διαπιστώνω ότι έχει δίκιο ο ντόκτορ, κι ότι οι αργές απλωτές με βοηθούν όντως να χαλαρώσω, η συντροφιά στις λωρίδες της πισίνας είναι κάπως αποκαρδιωτική, μιας και συνίσταται ως επί το πλείστον από φοβερές κυρίες μεγάλης ηλικίας που μαθαίνουν τώρα να κολυμπούν, κι ενώ το γεγονός από μόνο του είναι καθ’ όλα αξιέπαινο (εγώ στα γεράματα, αν τα φτάσω, έχω ως μόνη μου φιλοδοξία τη συνταξιοδότηση), αφενός μου δημιουργούσε ανησυχία ότι κάποια απότομη κίνησή μου μπορεί να τις αποσυντόνιζε και να πνίγονταν παρά τα σωσίβια, κι αφετέρου δεν ήταν το καλύτερο ηδονοβλεπτικό κίνητρο για έναν μάλλον οκνηρό κολυμβητή, που ονειρευόταν ομάδες πόλο να προπονούνται σε απόσταση αναπνοής, σπαρταρώντας απ’ τα βρεμένα μούσκουλα σαν τρίτωνες αλλά χωρίς ουρά διότι η ουρά έχει λέπια και είναι και κάπως δύσχρηστη σε τρυφερές περιπτύξεις, χώρια που αν έχεις γάτα στο σπίτι το περνάει το γκομενάκι για λιθρίνι extra large και σ’ το τρώει πρώτη, και κυριολεκτικά – αντί γι’ αυτό το υπερθέαμα λοιπόν, έχω τα στίφη των κορασίδων τρίτης και τέταρτης ηλικίας, με το λουλακί μαλλί παραχωμένο κάτω από λουλουδάτα σκουφιά, και τα βυζά που πλέον έχουν απωλέσει κάθε σπαργή και κολλαγόνο να επιπλέουν λόγω άνωσης μπροστά στα μούτρα τους (που κανονικά δεν χρειάζονταν σωσίβιο με τον μαστό τον αβύθιστο), κι εκεί που κολυμπάς με κλειστά μάτια και πας να γίνεις ένα με το σύμπαν και το μεγάλο Κα (όχι το Φορντ, αυτό το ζωτικό ψυχικό εκτόπλασμα των αρχαίων Αιγυπτίων) ανοίγεις τα μάτια και βλέπεις τη γοργόνα πλην όχι την αδελφή του Μεγαλέξανδρου αλλά τη Σθενώ και την Ευρυάλη, τις αθάνατες αδελφές της Μέδουσας, που αντί για μούτρο έχει κάτι μάζες που μοιάζουν έτοιμες να σε καταπιούν και να σε αφανίσουν, κι όχι με ωραίο τρόπο όπως με την βυζαρού περιπτερού στο Amarcord, αλλά σαν να πνίγεσαι μες σε δεξαμενή με την κρεατόμαζα που χρησιμοποιούν για να φτιάχνουν τα λουκάνικα.
Ωστόσο, την τρίτη μέρα, μαζί με τις γηραιές αρχάριες σκάει μύτη και νεαρός εκπαιδευτής-ναυαγοσώστης εξόχως ευειδής και με κορμί λαμπάδα, και θες τώρα οι παιδικές αναμνήσεις του Baywatch, θες που το παιδί ήταν το δέκα το καλό, αίφνης με κυριεύει η λαχτάρα να του τραβήξω την προσοχή απ’ τις γραίες που έχουν μαζωχτεί γύρω του σαν τις ατάιστες αγριόπαπιες τις συνομήλικες μ’ αυτήν του Ίψεν, οπότε και βγαίνω απ’ τα χλιαρά ύδατα, τινάζω την πλούσια κόμη μου σε αργή κίνηση, ρουφάω την κοιλιά, φοράω την παντοφλίτσα, και στο δεύτερο γεμάτο σαγήνη κι ερωτεύσιμο λίκνισμα βήμα γλιστράει η παντόφλα στα υγρά πλακάκια και φεύγει το ποδάρι το δεξί στον αέρα σε γωνία καν-καν, και σαβουρντίζομαι πίσω στην πισίνα με το κεφάλι, που μέχρι να καταλάβω τι είχε συμβεί το μπουλούκι των Γηρηίδων είχε σπεύσει προς διάσωσή μου, και σκυφτός στο χείλος της πισίνας ο νεαρός να με ρωτά: «Χτυπήσατε; Πονάτε πουθενά;» («Ναι! Στην μελανιασμένη μου αυτοπεποίθηση!») Αλλά ως πεισματάρης άνθρωπος που είμαι, το ’χα πάρει απόφαση να διασωθώ από μπράτσα μαρμάρινα, κι έτσι την επομένη αποφασίζω να προσποιηθώ κράμπα και να καλέσω σε βοήθεια το δελφινότεκνο, μόνο που έστιν δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά κι όπως ετοιμάζομαι για την οσκαρική μου ερμηνεία με πιάνει στ’ αλήθεια κράμπα σε γάμπα και πέλμα, και πατάω κάτι τσιρίδες που βούιξε το κολυμβητήριο, και ξάφνου νιώθω να με αρπάζουν και να με οδηγούν στην ασφάλεια της σκαλίτσας χέρια διόλου μυώδη αλλά πλαδαρά σαν τα δικά μου, ενώ συγχρόνως δέχομαι και συμβουλές:
«Μαγνήσιο να πάρεις, πουλάκι μου. Εμένα ο συγχωρεμένος ο άντρας μου που πάθαινε κάτι κράμπες που ξυπνούσε μες στη μαύρη νύχτα και χόρευε καρσιλαμά απ’ τον πόνο, με το μαγνήσιο σώθηκε.»
Σώθηκε, και μετά πέθανε. Ματαιότης ματαιοτήτων και τα ρέστα.
Έτσι έκτοτε έχω εγκαταλείψει πλήρως κάθε ελπίδα άσκησης για το υπόλοιπο του βίου μου. Ούτε καν το περπάτημα δεν βοηθάει, διότι αν βγω για περπάτημα έτσι χύμα θα καταλήξω αρχικά στην Πολιτεία να μπανίζω βιβλία και μετά στον Paul να μπανίζω σαρλότ και μπενιέ και μπαγκέτες, ενώ έτσι και τολμήσω να βάλω ακουστικά και mp3 player ώστε να ’χω μουσική συνοδεία στον περίπατό μου, θα καταλήξω χαλκομανία στην Ακαδημίας, όπως τη μία και μοναδική φορά που το δοκίμασα, και πάνω που έπαιζε το κονσέρτο για δύο τσέλα του Βιβάλντι και είχα πορωθεί, πήγα να διασχίσω τη Βασιλίσσης Σοφίας με κόκκινο, και ότι ζω ακόμα είναι ένα θαύμα.
Όχι, η μόνη μου γυμναστική τώρα πια είναι τα γυμνάσια στα οποία αφήνομαι να με υποβάλουν οι δυο μου βαφτιστήρες, η Πριγκίπισσά μου και η Μικρή Φράουλα, για τις οποίες γίνομαι αλογάκι, γαϊδουράκι, καροτσάκι, και σκλαβάκι πειθήνιο και τρισευτυχισμένο, που μπορώ να πάω ένα δίωρο σερί αρκουδίζοντας κι έρποντας στα πατώματα με τους δυο μου θησαυρούς στην πλάτη, και να ξεχάσω ακόμα και τη χαρμάνα μου, που ειδάλλως δυο ώρες άκαπνος είμαι να σκοτώσω άνθρωπο, αλλά έτσι είναι η ρουφιάνα η αγάπη, και ιδίως η αγάπη του παιδιού, του παιδιού που μπορεί να ’ναι τεσσάρων κι έξι ετών ή και τριαντάρης νέος όπως το Κουτάβι, που και για χάρη του πέφτω στα πατώματα και γυμνάζομαι με τη σφουγγαρίστρα και τη σκούπα και με τη λάντζα και με ό,τι άλλο τρόπο γουστάρει το μωρό μου.
Διότι να μην ξεχνάμε την πιο σημαντική γυμναστική: τον χτύπο της καρδιάς που αγαπάει.