Πρώτα απ΄όλα παίδες δανείστηκα από την μάνα(τζερ) ένα γαμάτο σάκο ( μην αναρωτιέστε: φακελάκι από στέλεχος της North Face) που συνδύαζε τον χίπικο τυχοδιωκτισμό με το ουλτρα σπορ σικ. Είπαμε να δείχνω εναλλακτική αλλά όχι και φτηνιάρα! Μετά έκανα ντου στην ντουλάπα/δωμάτιο της θειάς μου δίπλα, η οποία τυγχάνει σκιέρ ολυμπιακών προδιαγραφών (κατά τη γνώμη της. Κατά τη γνώμη ιατρών του ΚΑΤ που έθεσαν πρόωρο τέρμα στη διεθνή της καριέρα μετά συντριπτικό κάταγμα στο μηρό είναι απλώς ανασούμπαλη). Βούτηξα όλα τα μπουφανάκια με τα γουνάκια και τα απρε σκι μποτάκια που είχε χρυσοπληρώσει αλλά όχι χρησιμοποιήσει. Μετά ήρθα στα συγκαλά μου και τα πέταξα έξω από το σάκο, ξαναβάζοντας τα τζιν και τα ξεχειλωμένα πουλόβερ μου. Ε, όχι και να μεταμφιεστώ για αυτούς τους κοπρίτες. (Όχι! Δεν είμαι μαλάκας να παίξω στο πεδίο σας Νταίζη. Εσείς θα παίξετε στο δικό μου!)
Κατά τις 11 την επόμενη μέρα σκάει μύτη ο ξανθός με μια τζιπάρα 10 μέτρα φουλ στην ξανθή ανταύγεια και τη γούνα αλεπούς σε φλούο χρώματα. Αυτό ήταν το πρώτο πολιτισμικό σοκ. Το δεύτερο ήταν ότι η θέση δίπλα του ήταν κατειλημμένη ήδη από ξανθιά (φυσικά) ανθυπομοντελοειδή (φυσικά) γκόμενα με ολοφάνερες βελτιώσεις στην πρόσοψη (το ραντάρ μου εντόπισε τουλάχιστον μύτη, στόμα) η οποία δεν έδειχνε κανένα σημάδι επιθυμίας να μετακινηθεί στο πίσω κάθισμα. Δεν έχασα το χαμόγελό μου. Φίλησα περιπαθώς στο στόμα τον ξανθό που βγήκε να με υποδεχτεί για περίπου 7 λεπτά. Αυτό ήταν. Η ξανθιά τούφα φόρτωσε και έβγαλε το γυαλί καθρέφτη για να καταγράψει καλύτερα τη φάση. Ήταν ώρα για το δεύτερο χτύπημα. Πήρα τον Ρωμαίο μου από το χέρι, πλησίασα το παράθυρό της και είπα χαριτωμένα (λέμε τώρα): «Εσύ πρέπει να είσαι η Νταίζη ε;» Η τούφα μου πέταξε ένα μισοξυνοχαμόγελο απ’ αυτά που μόνο μια real bitch τολμάει να μοστράρει. «Χαίρω πολύ», συνέχισα μόνη μου τον διάλογο/μονόλογο. «Που θα κάτσεις; Εδώ ή με την παρέα σου πίσω;»
Σ’ αυτό το σημείο, παίδες, έπεσε η πιο μακριά και παγωμένη σιωπή που έχω δει ποτέ. Σαν να ρώτησες τον Καραμανλή γιατί έγινε πρωθυπουργός ενώ δεν είχε καμία όρεξη να κυβερνήσει ένα πράμα. Τελικά, η σκύλα, αφού τσεκάρισε με το ένα μάτι (ναι, τα μάτια της είχαν πλήρη αυτονομία. 666 σας λέω παίδες!) τον μαγκωμένο ξανθό, άνοιξε αργά την πόρτα και κατέβηκε ξεδιπλώνοντας γύρω στα 180 εκατοστά απολύτως γυμνασμένου σώματος. Εγώ χαρωπή σαν την Ντόρα τη μικρή εξερευνήτρια, τρύπωσα φυσικότατα στη θέση του συνοδηγού, έδεσα τη ζώνη, είπα γεια χαρά στο άλλο ζεύγος πίσω και έδωσα την εντολή στον αγαπημένο μου να ξεκινήσει επιτέλους την εκδρομή που όλοι (αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους) ονειρευόμασταν.
Η τζιπάρα ξεκίνησε μα η σιωπή είχε πέσει σα χλαπάτσα στο εσωτερικό της. Την έσπασα με το ανεπιτήδευτο σχόλιο: «Land Rover είναι ; Ρε συ Αλεξ, τέτοιο είχε ο επικεφαλής της Διεθνούς αμνηστίας στη Βολιβία αλλά αυτός έκανε έρευνες στο πεδίο. Για Αράχοβα κομματάκι υπερβολικό το βρίσκω!» (Άρπα τη Νταιζάρα. Και κοσμοπολίτισσα, και ακτιβίστρια και ταξικά ευαισθητοποιημένη!) Ο ξανθός γύρισε τότε και εξήγησε στο παρεάκι όλα όσα ήξερε για την διεθνή ανθρωπιστική μου δράση. Το ζεύγος έκανε κανά δυο α και ου αλλά η Νταιζάρα αρνήθηκε πεισματικά να σπάσει τη σιωπή της. «Μην τον ακούτε, υπερβάλλει λόγω έρωτος», είπα μετριοπαθώς (και απροσδόκητα ειλικρινώς!) εγώ. «Δεν έχω κάνει και τίποτα σπουδαίο» (εδώ πια σπάω κάθε ρεκόρ ειλικρίνειας!)
Μετά άκουγα δήθεν το σιντι από το υπερστεροφωνικό του ξανθού κρατώντας επιδεικτικά το χέρι του σε όλη τη διαδρομή και περίμενα σαν την αράχνη ταραντούλα την ατάκα που θα μου επέτρεπε το τρίτο χτύπημα. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Ξαφνικά βλέπω τη Νταιζάρα να σταυροκοπιέται τη στιγμή που προσπερνούσαμε ένα εκκλησάκι. Όπα λέω. Ώστε είναι θεοσεβούμενη η γκλαμουράτη αλόγα; Νεοχριστιανή η τρέντισα; Τώρα θα δείτε γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές.
-Παίδες τι βλέπω είστε θρησκευόμενοι; είπα δήθεν έκπληκτη. Χριστιανοί ορθόδοξοι και λοιπά;
-Γιατί εσύ τι είσαι; Εβραία; δεν άντεξε η Νταίζη.
-Θα μπορούσα, είπα επικριτικά για τον υφέρποντα ρατσισμό της αλόγας. Αλλά δεν είμαι. Αγνωστικίστρια είμαι.
Ξαφνικά ξαναπέφτει βαριά σιωπή. Τι έγινε; Κωλώσαμε κορίτσια;
-Αγνωστικίστρια;;; Δηλαδή πιστεύεις στο άγνωστο, ρώτησε μαζεμένα η Σίσυ, η γκόμενα του Μάριου (αυτούς δεν σας τους σύστησα γιατί βαριέμαι και να τους αναφέρω)
-Όχι ακριβώς, διόρθωσα συγκαταβατικά. Απλώς συμφωνώ με τον Σπινόζα.
Ποτέ το όνομα του Ολλανδού συναδέλφου φιλόσοφερ δεν προκάλεσε τόση αμηχανία. Μούγκα στην στρούγκα του Λαντ Ρόβερ.
-Δηλαδή; τόλμησε ο ξανθός υπερήφανος που η καλή του ήξερε τον Σπινόζα. Ήταν ακομπλεξάριστος ο γλυκός μου. Στα τέτοια του ο Σπινόζα εφόσον εγώ ήμουν σπιρτόζα!
-Ως γνωστόν ο Μπαρούχ Σπινόζα πρώτος καυτηρίασε την υποκρισία των επίσημων θρησκειών, είπα (στοιχηματίζοντας ότι δεν είναι καθόλου γνωστόν). Ο θεός είναι παντού, είπε. Στα δέντρα και στα πουλιά, ακόμα και σ΄αυτό το τζιπ (ΟΚ το παρατράβηξα!). Εσένα εννοώ αγάπη μου, είπα ρομαντικά (έως εμετού) και έριξα ένα καυτό φιλί στον ξανθό με αποτέλεσμα να χάσει για λίγο τον έλεγχο του τιμονιού. Η αλόγα χλιμίντρισε ενοχλημένη. Την έβλεπα εγώ. Έψαχνε με μανία κάτι να απαντήσει αλλά έλα που όταν κάνανε θρησκευτικά στο σχολείο αυτή έγραφε μηνύματα στα γκομενάκια της. Τελικά έφαγε ένα φλας: θυμήθηκε τα γνωστά περί αγάπης της προς Κορινθίους επιστολής του Απόστολου Παύλου (που αν τα ξανακούσω σε γάμο θα ξαναβάλω μπροστά τον εμπρηστικό μηχανισμό, σας το λέω!).
-Ναι αλλά υπάρχουν φανταστικά κείμενα στην ελληνορθόδοξη παράδοση, είπε με έμφαση. Έχεις διαβάσει την επιστολή προς… ποιούς να δεις μωρέ… του Απόστολου Παύλου… Ξέρεις… (Να κάτι τέτοια ακούω και πείθομαι ότι δεν υπάρχει Θεός. Διότι αν υπήρχε θα αγανακτούσε και θα έριχνε αμέσως μίνι κεραυνό να της κάψει τα εξτένσιονς…)
-Αυτή λες; Άρχισα να απαγγέλλω με ύφος: «Βλέπομεν γαρ άρτι δι΄εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην». Μετά σταμάτησα και περίμενα αντιδράσεις. (Ο Απόστολος Παύλος να με συγχωρέσει γιατί ήταν μεγάλη πουτανιά εκ μέρους μου. Της απήγγειλα το λιγότερο γνωστό κομμάτι της επιστολής. Δεν φταίω εγώ κύριε απόστολέ μου. Οι πιστοί σου φταίνε που βαριούνται να διαβάσουν μια επιστολή ολόκληρη!)
-Αυτή… Μάλλον… είπε μουδιασμένα η Bitch που ναι μεν βαριόταν να διαβάζει επιστολές αποστόλων αλλά τις παγίδες τις μυριζόταν σαν σκυλί.
-Ο Απόστολος Παύλος όμως συμφωνεί με τον Σπινόζα πως ο θεός είναι παντού. Ξέρεις φαντάζομαι τι είπε στον Άρειο Πάγο: «Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν!»
Η αλόγα κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι και λούφαξε ταπεινωμένη και λυσσασμένη μέχρι που παρκάραμε στην αυλή του σαλέ της. Ε, ναι! Η ανταύγεια που θα τα βάλει μαζί μου δεν γεννήθηκε ακόμα αγάπη μου!
(έπεται η συνέχεια στη σκιά του Παρνασσού)