Με αφορμή το κείμενο του Τάσου Τέλλογλου «Με τον Καμίνη» έπιασα τον εαυτό μου να γράφει ένα σχόλιο όπου αναρωτιόμουνα γιατί ο Γ.Α.Π δεν κατέβαζε για Δήμαρχο Αθήνας την Άννα Νταλάρα π.χ, που κατά την ταπεινή μου γνώμη, και θα κέρδιζε το Δήμο για το ΠΑΣΟΚ (πράγμα που έχει να συμβεί από τον καιρό του Νώε) – και θα έβαζε γερά θεμέλια για μια άλλη Αθήνα με προοπτική και νόημα, ανθρωπιά, έσοδα, καθαριότητα, κοινωνική ευαισθησία πραγματική, ευγένεια και τάξη. Φυσικά η σκέψη μου γεννήθηκε από το «γιατί ο Καμίνης;» (ή, συγχωρέστε μου την αναίδεια, ακόμα πιο σαφώς «ποιος Καμίνης») και δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα για το εύρος των επιλογών που είχε στην διάθεσή του ο πρωθυπουργός.
Αλλά επί της ουσίας δεν μου πέφτει λόγος, τον Καμίνη ήθελε, τον Καμίνη κατέβασε. Τώρα ας πιάσουν δουλειά τα γνωστά καθεστωτικά ΜΜΕ να «συστήσουν» στον κόσμο τον κ. Καμίνη και να τον αναγάγουν σε ίνδαλμα, προβάλλοντας (ελπίζω) το έργο του ως συνηγόρου του Πολίτη. Διότι το ίδιο το Πρόσωπο, του οποίου δεν αμφισβητώ τις πολλές ικανότητες ή την γνώση των θεμάτων που μας βασανίζουν εμάς τους Αθηναίους, (και δεν θα μπορούσα και να το κάνω χωρίς στοιχεία), η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολα «προσβάσιμη» προσωπικότητα στους «πολλούς» κατοίκους των Αθηνών. Από την πρώτη του εμφάνιση στο δελτίο της Όλγας Τρέμη, διαπίστωσα μιαν επικοινωνιακή δυσκολία, πάρα πολύ φυσική για έναν επιστήμονα, ευαίσθητο, διακριτικό, καλλιεργημένο και σοβαρό άνθρωπο που δεν είχε ποτέ του πολλά-πολλά με τα ΜΜΕ, τους ιδιοκτήτες του, τους απλούς ψηφοφόρους – και την πολύπλοκη σχέση εξουσίας, παρακράτους και κεφαλαίου. Ίσως να είναι πολύ νωρίς, αλλά τολμώ να προβλέψω πώς αν πάρει πάνω από 25% των ψήφων στην Αθήνα ο κ. Καμίνης, θα πρέπει να κάνει ένα μεγάλο πάρτυ – σαν αυτό που είχε κάνει κάποτε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στη Βουλιαγμένη, ας πούμε. Και να καλέσει και τον Νταλάρα.
Ναι, ο Τέλλογλου με τον Καμίνη με οδήγησαν συνειρμικά στην Άννα. Την ξέρω πάρα πολλά χρόνια, είναι αληθινή και καλή φίλη και μου έχει πραγματικά σταθεί σε στιγμές δύσκολες. Έχουμε διασκεδάσει μαζί, έχουμε διαφωνήσει, έχουμε λυθεί στο γέλιο, έχουμε χαθεί κατά περιόδους αλλά είμαστε πάντα «εκεί», έχουμε σίγουρα κάνει «καλοπροαίρετη κριτική» ο ένας στον άλλον σε στενό κύκλο, αλλά ούτε η Άννα ούτε εγώ θα επιτρέπαμε να ακουστεί κάτι για τον άλλον απουσία του, χωρίς να σπεύσουμε να «αρπαχτούμε» κιόλας εν ανάγκη υπερασπίζοντας ο ένας τον άλλον. Με λίγα λόγια είμαστε φίλοι και αγαπιόμαστε. Αλλά δεν γράφω αυτό το κειμενάκι απλώς για να «δημοσιοποιήσω» την (από την δεκαετία του 70) πραγματική φιλία μας. Το κάνω για να της εκφράσω και δημόσια τα συγχαρητήριά μου για την υπουργοποίησή της αλλά και για έναν άλλον λόγο.
Γιατί βλέποντας την «παιδική μου φίλη» (Άννα το όνομά της το μικρό) «να στέκει και να με κοιτά» όχι από την σκοτεινή σκάλα (όπως στο Σαββοπουλικό τραγούδι ) αλλά από τον αγωνιστικό χώρο με τα μανίκια σηκωμένα, χάρηκα αλήθεια πάρα πολύ – και μπήκα σε σκέψεις. Η καριέρα του Γιώργου Νταλάρα είναι (αν την δει κανείς με καθαρή καρδιά και χωρίς μνησικακίες και κόμπλεξ), υπόδειγμα σοβαρής, στοχευμένης, έντιμης καλλιτεχνικής διαδρομής. Ξέρω, ο ένας θα πει για την Κύπρο, ο άλλος θα πει ότι είχε ζητήσει να μην φορολογηθεί σε κάποια φάση για κάποια του δραστηριότητα (ειλικρινά ούτε που θυμάμαι την υπόθεση, απλώς ένας φίλος μου είπε «πρόσεχε τι θα γράψεις θα σου επιτεθούν για μια φορολογική του υπόθεση») – το σίγουρο πάντως είναι πώς από το «Νάτανε το 21» μέχρι το 2010, ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδάει με μεγάλο σεβασμό στο δώρο που του χάρισε η φύση και διδάσκει και τους νεότερους σεμνότητα και ήθος. Και με την Άννα και την Γιωργιάννα φτιάξανε μια πολύ ζεστή και αγαπημένη οικογένεια που ποτέ δεν μας απασχόλησε με παρδαλά καμώματα και κέρδισε την αγάπη και τον σεβασμό όλων των καλοπροαίρετων ανθρώπων που δεν «μετράνε τις μπουκιές του διπλανού τους» (που λέει και η Ρίκα) αλλά και όλου του «καλλιτεχνικοπνευματικού» κόσμου, ασχέτως πολιτικών, αισθητικών ή άλλων παραλλαγών και αποχρώσεων.
Τώρα η Άννα είναι υφυπουργός Εργασίας. Δεν ξέρω τι θα μπορέσει να καταφέρει απ’ αυτό το πόστο, αυτό πάντως που μετράει είναι το τσαγανό, η δυναμικότητα, η κοινωνική ευαισθησία και το πραγματικό «νοιάξιμο» για τον άλλον που την χαρακτηρίζουν. Προσωπικά θα την ήθελα υποψήφια για την Δημαρχία της Αθήνας γιατί η Άννα είναι αγύριστο κεφάλι, θα μπορούσε π.χ να πάει με τη σκουπιδιάρα να μαζέψει σκουπίδια με τους εργάτες για να δει τι παίζεται και που χαλάει η δουλειά. Θα πέρναγε ώρες στην Σοφοκλέους και στην Ομόνοια, όπου συχνάζουν ναρκομανείς, έμποροι, βαποράκια, απελπισμένοι, μετανάστες. Θα πήγαινε στις εφημερίες των νοσοκομείων και θα ενημέρωνε τους αρμόδιους υπουργούς. Δεν κολλάει. Δεν κωλώνει. Και δεν εκφράζει απόψεις για πράγματα ή ανθρώπους αν δεν έχει προσωπική εμπειρία και αδιάσειστα στοιχεία.
Ας μην φλυαρήσω άλλο ασκόπως. Χαίρομαι, όπως ήδη είπα, πολύ για την Άννα και αισιοδοξώ πως και άλλοι τέτοιοι άνθρωποι θα θελήσουν να αναλάβουν ευθύνες και να βοηθήσουν να ξανασταθούμε στα πόδια μας, όσο μπορούν. Δεν μπορώ βέβαια να κλείσω το κείμενό μου χωρίς να σημειώσω πως ο πρόσφατος ανασχηματισμός είναι κατά τη γνώμη μου μια απροσδόκητα αμήχανη μουτζούρα και ότι δεν δίνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας. Όχι ότι δίνει ο Σαμαράς και η ΝΔ ή κάποιος άλλος. Δεν είναι κομματικό το ζήτημα. ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ ένα και το αυτό.
Έχουμε ανάγκη από μια νοητική «εκτόξευση» προς την χάραξη μιας νέας πορείας – και μέχρι σήμερα πάμε από το κακό στο πολύ χειρότερο. Υπολογίζω στη Αννούλα – θα μας φέρει γούρι, θα το δείτε.