Μικρός τρελαινόταν για τις βάρκες. Ιδίως για ’κείνο το αρόδο και τα χέρια του πατέρα του που άνοιγαν και τον πετούσαν κόντρα στο αεράκι στην αγκαλιά της μαμάς του. Κι έπειτα ήταν και η κουκέτα με την τούλινη κουνουπιέρα, προίκα από την Αίγυπτο, που σερνόταν σε όλο το δωμάτιο. Παππούς και εγγονός κάθονταν όλη μέρα μέσα σε αυτό για να τα λένε. Τ’ απογεύματα η παλιά τανάλια γινόταν μηχανή βαποριού και τα πατσαβούρια κατάρτια, μια πάνινη κούκλα κατέβαινε με αυτοκίνητο στο λιμάνι πάνω σε δυο βίδες περασμένες σε ένα ξυλαράκι και ύστερα ταξίδευε σ’ έναν τόπο μακρινό, όπου έτρεχαν κάτι τεράστια άλογα, κομματάκια από χαρτί και ξύλο.
Μονάχα δυο σπίτια, το δικό τους και το απέναντι επέζησαν του σεισμού. Τα κορίτσια του διπλανού λυόμενου τα λέγανε Μαρίνα, Μάρω και Ζαμπιώ και η τελευταία, η μικρότερη, είχε ολοστρόγγυλα μάτια και ροζ χείλη. Μια φορά άγγιξε άθελά του τα μαλλιά της μέσα από το φράχτη και ύστερα κοκκίνισε ώρα πολλή θυμωμένος με τον εαυτό του. Ποτέ του δεν είχε το δικό του κορίτσι. Τα απογεύματα τα παιδιά του μαχαλά ρίχνονταν όλα μαζί στη θάλασσα, μούσκευαν με τις ώρες κι ύστερα στέγνωναν τα κορμάκια τους στις πλάκες του ήλιου. Αλλά εκείνος το είχε αποφασίσει. Ο δικός του κόσμος ήταν μπρούμυτα κάτω από μιας πρώτης ποιότητας τούλι και αυτός ο κόσμος μπορεί να μην ήταν ομορφότερος, τελειότερος ή πλουσιότερος από εκείνον των άλλων παιδιών, ήταν ωστόσο ολότελα δικός του, στερεός, αυτόνομος και ολοκληρωμένος.
Τα πρωινά το παράθυρο της κουζίνας γέμιζε πανέρια και απλωμένα δίχτυα και οι κουβέντες, τα πειράγματα και η μπάσα φωνή του Θανάση από τον καφενέ σέρνονταν απ’ τα χαράματα. Απ’ τη μικρή αυλή τους χάζευε καθημερινά τον μανάβη. Πάντα γελαστός και κατακόκκινος έσερνε όλη μέρα το κάρο του, γεμάτο ζαρζαβατικά από τη μια άκρη του χωριού ως την άλλη. Μια φορά στο δημοτικό έγραψε πως τούτος ο μανάβης είναι ο άνθρωπος που θαυμάζει. Ο πατέρας του θύμωσε και έσκισε την έκθεση, αφού ήταν αδύνατο να θαυμάζουμε αγράμματους μανάβηδες.
Στην πίσω πλευρά του νησιού δεν υπάρχουν δρόμοι, παρά μόνο παλιά μονοπάτια εξόριστων και το τοπίο σκληραίνει. Παντού συμπαγή πετρώματα άμορφα και θαλασσοτριμμένα, με ενσωματωμένους βράχους, κροκάλες και γυαλισμένα κοχύλια.
Τα βράδια οι παρέες των παιδιών καθόταν σχεδόν γυμνά στο πρώτο ή το δεύτερο λιμανάκι. Μισοσχηματισμένα σώματα, άγουρα μυαλά, άγαρμπες κινήσεις, βλέμματα γεμάτα απληστία για τη ζωή που έρχεται μεσοπέλαγα. Τραγούδια και γέλια, χονδροκομμένες φωνές και ξεφωνητά, κλεφτές ματιές στα διπλανά στήθη και τα κοριτσίστικα πόδια, αδρή οροθέτηση εκείνου του πρώτου έρωτα που όλοι αγαπάνε, αυτόν ή την ιδέα του. Έφηβοι.
Ποτέ του δεν είχε το δικό του κορίτσι. Ερωτευμένος; Μόνο τα μάτια του έκαιγαν όταν κοιτούσε εκείνη τη μικρή Ζαμπιώ. Η εφηβεία του, ένα μάτσο χρόνια, άτσαλα και αδέξια, γεμάτα φόβο,άγχος και πεισματικές σιωπές, μήπως και βρει κάποια διέξοδο προς τον εαυτό του. Χρόνια μετά ένα κορίτσι έκλαψε εξαιτίας του διασχίζοντας έναν καλοκαιρινό άδειο δρόμο. Χωρίς σπουδαίο λόγο, του είχε τότε φανεί.
Το πέλαγος στο βόρειο Αιγαίο είναι ακόμη βαθιά μπλε και η αμμουδιά του νησιού του γεμάτη από μαύρη αστραφτερή άμμο. Το σπίτι του παππού το γλείφει ακόμη η θάλασσα και πολλά φεγγάρια είναι αληθινά πανέμορφα. Μονάχα που αυτός έχει πια μεγαλώσει, παραξενέψει λιγάκι παραπάνω και ντρέπεται ακόμη να κυκλοφορεί δίχως μπλουζάκι και ξυπόλητος. Αν τότε τολμούσε: ένα νυχτερινό μπάνιο, μια χορευτική αγκαλιά, κάποιο υπονοούμενο, ίσως ένα φιλί. Η ατμόσφαιρα της εφηβείας και ύστερα της ενήλικης ζωής του διατηρήθηκε ασφυκτικά αστική. Πάντα τι «πρέπει», τι δεν «πρέπει», γραμμένα εκατό φορές σαν τιμωρία. Και πάνω-πάνω να ξεπροβάλλουν οι πρόγονοι, φρουροί μιας ηθικής, νεκρής σχεδόν από πάντα.
Ποτέ δεν έμαθε να ξεχωρίζει, να χαίρεται, να εκτιμά τις ανάπαυλες. Κάθε μέρα μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση και μια κατ’ επίφαση εξωτερική ακλόνητη ηρεμία, κάθε μέρα συμμόρφωση και στο τέλος ανία. Όταν ήταν μικρός θύμωνε πολύ συχνά με όλους, τα μάγουλά του γίνονταν κατακόκκινα σαν του μανάβη, από την αδικία, έσφιγγε τις γροθιές και παρίστανε τον άντρα. Μέχρι και τώρα πιστεύει πως μπορεί και κρύβει καλά την αβυσσαλέα αβεβαιότητά του. Η φυλακή του εγώ που δεν ξέρει ακόμα και τώρα να προσεγγίσει το εσύ, τον κόσμο.
Στα ίδια σκούρα ζεστά νερά παίρνει το μπάνιο του, κάθεται για λίγο στα μαύρα βότσαλα της ακρογιαλιάς και ύστερα δρόμο για το παλιό του δωμάτιο και το ίδιο πάντα κρεβάτι. Ακόμη και σήμερα τα τηλέφωνα στο νησί έχουν πολύ κακή σύνδεση.Τρόμαξε να συνεννοηθεί με τη μεταφορική, ευτυχώς όμως τα κατάφερε.
Το απόγευμα το περιμένει. Θα το βάλει στο πίσω δωμάτιο και από το ανοικτό παράθυρο οι νότες θα αγκαλιάζουν τους ήχους της θάλασσας. Δεν έχει ευαίσθητη ψυχή, αυτό είναι το βασικό του πρόβλημα. Αλλά είναι ανθρώπινο και αυτό, και το έχει συνηθίσει. Ευτυχώς που το καράβι πιάνει λιμάνι και καταργήθηκαν εκείνες οι τρελές βάρκες. Φαντάσου, λέει, ένα αιωρούμενο πιάνο δίπλα σε δελφίνια, αλάτια, φύκια και σκούρα νερά. Μα τι εφηβική τρελή επανάσταση!