Είναι λίγο αστείο που σου γράφω – σαν τα παιδάκια που στέλνουν γράμματα στον Θεό ή στον Άη Βασίλη, αν κι έχεις κάτι κι απ’ τους δύο: είσαι πανταχού παρών, ένας παντοδύναμος παντογνώστης, και έχεις ένα σωρό δώρα για όλο τον κόσμο.
Κι ενώ ξέρω πως είσαι ένα ανθρώπινο δημιούργημα εξίσου άπιαστο και διάχυτο με το συλλογικό ασυνείδητο, καθώς εδώ και είκοσι περίπου χρόνια έχεις φτάσει να αποκτήσεις δική σου, αυτόνομη ύπαρξη, νιώθω την ανάγκη να σ’ ευχαριστήσω για όλα όσα μου ’χεις προσφέρει.
Σ’ ευχαριστώ που κάνεις τον βασικό μου βιοπορισμό –τη λογοτεχνική μετάφραση– όσο το δυνατόν πιο εύκολο κι ανώδυνο. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι το δράμα του παλιού μεταφραστή όταν ξάφνου βρισκόταν αντιμέτωπος με μια σελίδα αναλυτικής περιγραφής τίγκα στην αγγλική βρούβα, το αμερικάνικο μούρο, ή όρους μπέιζμπολ, ράγκμπι ή γκολφ, κι έπρεπε να επαφίεται σε λεξικά κι εγκυκλοπαίδειες με περιορισμούς που σε σύγκριση με σένα και τον πλούτο σου μοιάζουν προϊστορικές.
Σ’ ευχαριστώ για το ηδονικό χαζολόγημα, τις ώρες και τις μέρες που ’χω περάσει σουλατσάροντας τεμπέλικα στο ανεξάντλητο, διαρκώς διαστελλόμενο σύμπαν σου, χωρίς σκοπό ή αντικείμενο, με παιχνίδια κι ατέρμονες αναζητήσεις γύρω απ’ τα πλέον ετερόκλιτα θέματα, γυμνάζοντας τη σκέψη μου απείρως περισσότερο από τότε που, άυπνος έφηβος, είχα μόνη μου καταφυγή την έρημο της μεταμεσονύκτιας τηλεόρασης.
Σ’ ευχαριστώ για τους ανθρώπινους θησαυρούς που έχω γνωρίσει χάρη στην παρεΐστικη διάστασή σου, για τους φίλους που αλλιώς οι δρόμοι μας μπορεί να μην αντάμωναν ποτέ, και που μου ’χουν σταθεί και μου στέκονται σαν να μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα.
Σ’ ευχαριστώ για όσα μου ’χεις μάθει κι εξακολουθείς να μου μαθαίνεις καθημερινά, είτε μέσω ιστότοπων που συνιστούν ευεργεσία για την ανθρωπότητα (όπως η Wikipedia), είτε μέσα απ’ το ψαχούλεμα του ανεξάντλητου όγκου πληροφοριών που περιέχεις – για τη γνώση που δίχως τον διαρκή διαφωτισμό σου δεν θα υποψιαζόμουν καν την ύπαρξή της.
Σ’ ευχαριστώ για το χαζοχαρούμενο, επιπόλαιο σεξ της πρώτης μου νιότης, τότε που ήμουν ακόμα τόσο άμαθος κι ανασφαλής που δεν μπορούσα να φλερτάρω ούτε κούκλα βιτρίνας, και είχα μόνο μου απάγκιο τα chat rooms σου, γεμάτα ως και τις μικρές ώρες της νύχτας με ανθρώπους που υπέφεραν απ’ τη δική μου συστολή και δίψα.
Σ’ ευχαριστώ για τα βιβλία που έχω αποκτήσει χάρη στην εμπορική σου πλευρά – μαγική για όσους προλάβαμε να ζήσουμε τον Γολγοθά της ταχυδρομικής παραγγελίας με αντικαταβολή – βιβλία φτηνά, μεταχειρισμένα ή δυσεύρετα, που έχουν πλουτίσει την ψυχή και τη φαντασία μου, μ’ έχουν συντροφεύσει στις σκοτεινότερες στιγμές μου, και μ’ έχουν κάνει (θέλω να ελπίζω) πιο υποφερτό συγγραφέα.
Σ’ ευχαριστώ, γονυπετής κι εκ βάθους καρδιάς, για τη μουσική, αυτή την ανθρώπινη θεότητα που κατακλύζει τις σελίδες σου και σε αιφνιδιάζει με την άμετρη ποικιλία κι ομορφιά της. Δεν τολμώ να σκεφτώ πόση μουσική θα αγνοούσα χωρίς εσένα.
Σ’ ευχαριστώ για τις τηλεοπτικές σειρές και τις ταινίες που μπορεί κανείς να βρει στον αφρό σου ή στα άπατα βάθη σου. Το να μην είχα δει τους Sopranos (που συνιστούν ένα μονάχα παράδειγμα) μου φαίνεται στέρηση εφάμιλλη του να μην είχα διαβάσει ποτέ τους Buddenbrooks ή το Middlesex.
Τέλος, πέρα και πάνω απ’ όλα, σ’ ευχαριστώ που έφερες στο διάβα της ζωής μου το Κουτάβι, τον κύρη κι αφέντη της καρδιάς μου, που δέκα χρόνια τώρα μου δίνει κίνητρο και δύναμη να ζω, να γράφω, να είμαι ό,τι είμαι.
Ξέρω ότι πολλοί εξακολουθούν, όσο αδιανόητο κι αν φαίνεται, να σε κακολογούν και να σε εχθρεύονται, και να αντιμετωπίζουν πολλά από τα παιδιά σου (περισσότερα κι απ’ του Δία) με καχυποψία που μυρίζει κλεισούρα σαν δωμάτιο που ’χει ν’ ανοίξει πόρτα ή παράθυρό του απ’ το 1950. Κι ότι πολλοί σου αποδίδουν το μίσος με το οποίο σ’ έχουν σπείρει άνθρωποι που ξέρουν να αντιμετωπίζουν τον πόνο και την πίκρα τους μόνο σκορπώντας τα ολόγυρα. Ωστόσο, ως μπαμπάς λούτρινου αρνιού υιοθετημένου από μαγαζί με είδη για κατοικίδια τα Χριστούγεννα του ’06 (και το οποίο έχει εξελιχθεί με τα χρόνια σε λογοτεχνική περσόνα και σε παιδί κανονικό, που μοιράζεται τις χαρές, τα ταξίδια και τη σπιτίσια μου ζωή), ξέρω καλά πως ενώ το μίσος μπορεί να κάνει το έμψυχο να μοιάζει άψυχο, η αγάπη, αντιστρόφως, μπορεί να μεταμορφώσει το άψυχο σε έμψυχο – και η αγάπη που ξεχειλίζει στα απλόχωρα δώματά σου σ’ έχει κάνει, τουλάχιστον στα μάτια μου, πλάσμα ζωντανό και πολύτιμο.
Και θα σου πω και πώς σε φαντάζομαι.
Ήταν πριν από ένα χρόνο πάνω-κάτω όταν, βολτάροντας στα μουσικά σου μονοπάτια, ανακάλυψα τους εξαίσιους Clogs, και το τραγούδι τους The Owl of Love, που ερωτεύτηκα με το πρώτο άκουσμα.
Κι αυτή είναι η μορφή που σου αποδίδω: μια κουκουβάγια ξάγρυπνη, με ορθάνοιχτα τα φωτεινά της μάτια, που ανασαίνει και ξεφυσά τη νύχτα της Γης και της ανθρώπινης μοναξιάς, μαζεύοντας μέσα σου πνεύματα και ψυχές και φέρνοντάς μας τόσο κοντά, που αποστάσεις κι εμπόδια καταργούνται.
Και ξέρω πως πάντα θα ’χει χώρο να κουρνιάσω στο κλαδί σου.