Πρέπει να ήταν προς τα μέσα της δεκαετίας του 2000, δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά. Είχα πάει με οικογένεια και φίλους για ολιγοήμερες διακοπές στη Ρόδο. Από εκεί έγραφα τις μέρες εκείνες και τη καθημερινή μου στήλη «Πρόσωπα & Προσωπεία» για την «Ελευθεροτυπία».
Στο φύλλο της Μεγάλης Παρασκευής προσπάθησα να «προσωποποιήσω» εκείνα που ένοιωθα, βαθιά μέσα μου, για το Πάσχα. Όπως κάνουμε εδώ ετούτες τις μέρες, όσοι συνεργαζόμαστε με το Protagon.
Ως επισκέπτης της Εκκλησίας μία φορά τον χρόνο, ημέρες της Λαμπρής, επιχείρησα να αποτυπώσω σε κείμενο τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ήχους και, κυρίως, τα συναισθήματα που με πλημμύριζαν σ’ αυτό το ολίγιστο πλησίασμά μου, περισσότερο στην τελετουργία των Παθών του Ιησού, και λιγότερο στην ουσία τους – κάτι για το οποίο δεν ήμουν ικανός, διότι δεν εγνώριζα, ούτε και άξιος, διότι δεν ένοιωθα.
Έγραψα, όμως, για όλα τα άλλα. Σαν δημοσιογραφικό αφήγημα, ας πούμε. Με πρώτη ύλη, πληροφορία ας πούμε, που δεν είχα κανέναν λόγο, καμία υποχρέωση, να διασταυρώσω. Ερχόταν από μέσα μου.
Παρατηρούσα τα πρόσωπα που προσέρχονται στις εκκλησιές – τα πρόσωπα που πιστεύουν. Τα ξεχώριζα εύκολα, και εξηγούσα γιατί. Έβλεπα το ήσυχο βλέμμα τους, την ανεπιτήδευτη μελαγχολία, την τόσο αποκαλυπτική τους πίστη.
Σημείωνα τις ηλικιακές διαφοροποιήσεις, τις ενδυματολογικές επιλογές, τη στάση των σωμάτων, την χορογραφία τους μέσα στις λειτουργίες. Πώς στέκονται, πώς λυγάνε, πώς γέρνουν, πώς γονατίζουν για τις μετάνοιες, πώς μένουν ασάλευτα στα μέρη του θρήνου, πώς ακολουθούν τους ψαλμούς, τα τροπάρια, τους ύμνους.
Περιέγραφα την αντανάκλαση των κεριών και του φωτός σε πρόσωπα ανθρώπων και αγίων. Και κάθε εικόνα, κάθε εικόνισμα – έλεγα – μου γεννούσε ιστορίες εντελώς αυθαίρετες, και συναισθήματα απολύτως δυσνόητα, ακόμα και σε μένα. Με γέμιζαν, όμως. Με τρόπο που ακόμα δυσκολεύομαι (αλλά όχι απολύτως πια) να εξηγήσω.
Προσπάθησα να δω και να αφηγηθώ την αντανάκλαση της πατρίδας μου σε όλα αυτά. Αλλά και χωρίς αυτά. Έλεγα πως εάν αφαιρέσεις τη μορφή ενός παπά από την εικόνα της Ελλάδας, Ελλάδα δεν θα υπάρχει πια. Αν εισάγεις άλλη αρχιτεκτονική στους ναούς, αν κόψεις τα κυπαρίσσια από τα κοιμητήρια, αν προσομοιώσεις τον ήχο της καμπάνας με ηλεκτρονικό, αν αντικαταστήσεις το κερί με άλλο φως, αν τροποποιήσεις έστω μια λέξη από το «αι γενέαι πάσαι» ή το «η ζωή εν τάφω», όλο το οικοδόμημα αυτής της πατρίδας, θα γκρεμιστεί.
Ετούτα που έγραψα όμως, δεν άρεσαν στη θυγατέρα του ιδιοκτήτη της εφημερίδας – αυτή ήταν τότε, η μόνη ιδιότητά της. Και την Κυριακή που επέστρεψα στη Μίνωος, δέχτηκα το πιο απρεπές τηλεφώνημα της ζωής μου. «Δεν θα γράφεις τέτοια», μου είπε. «Δεν θα κάνεις χριστιανική προπαγάνδα στην εφημερίδα, και δη στην τελευταία σελίδα της. Εμείς είμαστε άθεοι». Και ακολούθησαν λέξεις που συνήθως κοσμούν το πίσω μέρος της πόρτας δημόσιων αποχωρητηρίων.
Παρενέβη ο Φυντανίδης για να μην απολυθώ. Αργότερα, του έλεγα μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι «αυτό δεν θα σας το συγχωρήσω ποτέ». Τον αγαπούσα πολύ. Και μου λείπει όσο δεν μπορώ να περιγράψω.
Λίγα χρόνια μετά η εφημερίδα, στα χέρια της θυγατέρας του ιδιοκτήτη, έκλεινε. Και εκατοντάδες εργαζόμενοι έμεναν χωρίς δουλειά και με δεδουλευμένα πολλών μηνών απλήρωτα.
Δεν μπήκα, βεβαίως, ποτέ στον κόπο να εξηγήσω όσα έγραψα τότε για εκείνο το Πάσχα μου, αν δηλαδή «το γύρισα σε Χριστιανός», όπως κάποιοι έλεγαν, ή αν από «επισκέπτης της μιας φοράς τον χρόνο», και βουρ για τη μαγειρίτσα προτού να πει ο παππάς το Χριστός Ανέστη δεύτερη φορά, έγινα ξαφνικά «της Εκκλησίας». Ούτε θα το κάνω και τώρα. Η πίστη είναι μία πολύ προσωπική υπόθεση.
Θεωρούσα, όμως, αυτονόητο πως μία εφημερίδα που υπερασπιζόταν έως τότε την ελευθερία έκφρασης (βεβαίως και θρησκευτικής) κάθε ανθρώπου, πρωτοστατώντας μάλιστα καλώς σε πρωτοβουλίες να αποκτήσουν και άνθρωποι άλλων θρησκειών στην Ελλάδα τους ναούς τους και, κυρίως, το δικαίωμα να λατρεύουν όποιον Θεό θέλουν, (κάποτε έφτασε και στην κατάντια ανοικτά να υποστηρίζει τρομοκράτες), ότι αυτή η εφημερίδα λοιπόν, θα καταντούσε να θεωρεί οποιαδήποτε προσωπική αναφορά στο «Πάσχα των Ελλήνων» ως «χριστιανική προπαγάνδα».
Αυτή, τη μικρή, τραυματική μου ιστορία, ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Διαφωνώντας με τον φίλο μου τον Σαββόπουλο που έλεγε να μη λέμε τα όνειρά μας «γιατί μια μέρα κρύα, μπορεί και οι φροϋδιστές να έρθουν στην εξουσία». Εγώ λέω, ακριβώς για αυτό, πρέπει να τα λέμε και να τα μοιραζόμαστε.
Καλή Ανάσταση. Χρόνια Πολλά.