«Καταραμένε», σου χρωστάμε την εκπαίδευση στο πλάγιο βλέμμα, τον σαρκασμό με αυτοσαρκασμό, το βάρος του κλεισίματος του ματιού, την επαναβεβαίωση του «ας με λέγουν ελαφρό…» σα θέαση της ζωής.
«Καταραμένε», σου χρωστάμε απενοχοποίηση και χαρά, ρεφρέν ελληνοπρεπώς χορωδιακά κανταδόρικα, που υπερβαίνουν μόδες κι εποχές, τζαζιές ημιφώτιστες κι ανάποδα ρυθμικά μετρήματα, πάρτυ και σουινγκάκια, θερινά σινεμά με νουάρ κι αμερικανιές αλλά και τον τσαμπουκά μιας διαρκούς ευαισθησίας, που κρύβεται πονηρά πίσω από κάθε σάτιρα —κι αυτά όλα μαζί και ένα, χωρίς βάρη κι ενοχές εμφυλιοπολεμικές.
«Καταραμένε», σου χρωστάμε την επανασύνδεση του νήματος με το «ξορκισμένο» ελαφρό τραγούδι, το νέο ύφος (και τι ύφος-σφραγίδα!!!) στη θεατρικότητα του τραγουδιού και στο τραγούδι του θεάτρου, τα «γιαξεμπόρε» και τα πλάνα με μουσικές σου, που είναι κομμάτι του DNA της φυλής πια.
«Καταραμένε», σου χρωστάμε το ότι ανέδειξες την τέχνη της γενναιοδωρίας και του καλού λόγου στους νεότερους («…η επιτυχία δεν είναι…οπή που χωρά μόνο ένας…» θυμοσόφησες κάποτε ξημερώματα), το απάγγειο του συμπότη, την απόλαυση της παρέας και της συνεύρεσης, την ιδεολογία του ξενυχτιού και της αγρύπνιας, την έξαψη του ερωτικού παιγνίου, όταν οι άλλοι πάνε να ησυχάσουν.
«Καταραμένε», σου χρωστάμε την πίστη στην αέναη αλλαγή των πάντων, ακόμη και του ίδιου του εαυτού, ανεξαρτήτως ηλικίας—δε μπορεί κανείς να σε φέρει στο νου του κάπως αλλιώς ακόμη και αυτή την ώρα παρά σαν «αεί παίδα».
«Καταραμένε»… Μα γαμώτο, τι λέξη κι αυτή, που διάλεξες να προσφωνείς και να προσφωνείσαι αλλά και πόσο όμορφα την άμβλυνες με τα χρόνια. Ανάποδο βλέμμα και σ’ αυτό εεε…γιατί ευλογημένος ήσουν πάντα τελικά.