Τρία (3) ευρουδάκια έχωσε, έτσι για να λέει πως κέντρισε την τύχη… Αν ήταν αλλιώς, αν είχε άνεση ίσως και να έπαιζε περισσότερα. Ε και κάποια νουμεράκια στη σειρά. Καμιά ημερομηνία γέννησης, πότε γνώρισε την καλή του ή τον καλό της, τον αριθμό της φανέλας του Κλάους ή του Χατζηπαναγή κλπ -τα γνωστά παπατζιλίκια. Μπορεί και να ήταν συστηματικός παίχτης –κάθε βδομάδα τρίευρο— αλλά μπορεί και να άκουσε τη τζακποτολογία και να τσίμπησε.
Και επέστρεψε ήσυχα -πιθανόν κατά Εύοσμο μεριά- σπίτι και στην καθημερινότητα ξανά. Μες στην ανυποψία και στην όποια ισορροπία. Στην αγωνία του όποιου μεροκάματου και στα χρέη –ε ναι, σιγά, να μην υπάρχει Ελληνας ή Ελληνίδα, που να μη χρωστά κι αν υπάρχει, είναι ύποπτος…
Κι έτσι, ανύποπτα και χωρίς ειδοποίηση, έρχεται το ωστικό κύμα. Ισως η περιέργεια ή η ανυπομονησία, καμιά μισή κουβέντα του μπατζανάκη ή κάποιου φίλου, η είδηση πως το τυχερό δελτίο παίχτηκε στον Εύοσμο… Θυμάται τι έπαιξε, ψάχνει το καταχωνιασμένο αποδεικτικό και σκάει το μέγα εντός του μπαμ αμετάκλητα: ναι, αυτή-αυτός είναι. Η… σουλτάνα η τύχη γύρισε κι είναι ο μόνος τυχερή-τυχερός, με 13,8 μύρια να την-τον περιμένουν, αρκεί να δείξει το μαγικό χαρτάκι. Εκινήθη ο τροχός, κάνει σεξ και ο φτωχός αλλά μετά; Η δεύτερη σκέψη, η επόμενη αντίδραση που αμέσως έρχεται, ποια είναι;
Ζητωκραύγασε ή σώπασε; Χοροπήδησε ή πήρε φόρα προς τον τοίχο; Πανηγύρισε ή κούρνιασε; Αλάλαξε ή πήγε στη γωνία, στη ζούλα, στο φόβο; Κοιμήθηκε από την περασμένη Πέμπτη ή άγρυπνη-άγρυπνος τρώει τα νύχια μέχρι και τώρα; Τόσα εκατομμύρια ευρώ (ή 4,7 δις δραχμές, όπως μετρούν πεισματικά οι γραίες) στο ένα μέτρο, διαθέσιμα, σχεδόν ετοιμοπαράδοτα και τι θα κάνει;
Το κοντράστ αισθημάτων ισοπεδώνει και δεν νομίζω πως αντέχεται. Δεν μιλά, δεν το λέει παραέξω, δεν εμφανίζεται. Χαίρεται και αγαλλιάται ψιθυριστά πια αλλά ταυτόχρονα αλλάζει ο κόσμος, αλλάζει το βλέμμα οι χειρονομίες, τα βήματα. Ξαφνικά αρχίζει και σκέφτεται δικηγόρους και σεκιουριτάδες αντ’ αυτού, κοιτά αλλιώς και πάει τοίχο-τοίχο.
Η εύκολη σκέψη του καθενός λέει το αναμενόμενο «Ας ήμουν στη θέση του…». Ομως η στιγμή που σχίζεται το καταπέτασμα και κάποια-κάποιος με ένα κλικ της άτιμης τύχης παύει να έχει το μείζον πρόβλημα του βιοπορισμού, μπορεί να κάνει ό,τι του καπνίσει αλλά και συνάμα μπαίνει στο βασίλειο του φόβου, φαντάζει να είναι συγκλονιστική. Πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ την αντίδραση, το βλέμμα, το κυρίαρχο αίσθημα και μόνο ίσως κάποιοι πολύ κοντινοί άνθρωποι μπορεί να το έζησαν.
Καίγονται λάδια, φλάντζες, λυχνίες, φρένα, αντιστάσεις ή….; Τι ή…; Υπάρχει άραγε το δεύτερο σκέλος της διάζευξης;