Ο ερωτικός λόγος του Κοέν ήταν σκέτη συντριβή. Συχνά, υπήρξε και αυστηρά προσωπικός σχεδόν σαν συστημένο γράμμα, με ένα μόνο παραλήπτη. Ενα νέο κορίτσι θέλει να φαντάζεται τον εαυτό του στους στίχους των τραγουδιών που ακούει. Και στον κόσμο του Κοέν δεν μέτραγες αν δεν ήσουν η Σουζάν η ίδια – και πολύ περισσότερο η Μαριάν αυτοπροσώπως.
Ο καθένας φέρνει τα πάθη του στα μέτρα και τα γούστα του. Ετσι, παρά το γεγονός ότι τον πρώτο μου δίσκο του Λίο -και συλλεκτικό πρώτο άλμπουμ της καριέρας του- μου ενεχείρισε, υπό συνθήκες λιποθυμικού περιρρέοντος ρομαντισμού, το αντικείμενο του δεκαοκταετούς μου πόθου, εκτίμησα μεν το έργο, αλλά αρνήθηκα να «μασήσω». Του δώρου εκείνου η συνέχεια υπήρξε μια μεγάλη αγάπη, που ακόμα και σήμερα, αιώνες αργότερα, προτιμώ να επενδύω με το σάουντρακ του «Ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου», σερβιρισμένο κατευθείαν από λαρύγγι ενός ζώντος –και βασιλεύοντος τότε στα πάλκα του ημικόσμου της περιοχής Σέδες– Στράτου Διονυσίου.
Ηταν και το άλλο: Μεγαλωμένη σε οικογένεια ποιητών, αν και σχετικά ακαλλιέργητη η ίδια, το έπιασα το υπονοούμενο πως ο Κοέν δεν ήταν πρόχειρο χαρτομάντιλο για να κλαις τον μοιραίο μακαρίτη και να φυσάς μύξα όταν σου σερβίρει ο λεγάμενος τη χυλόπιτα: αμαρτία. Προσπάθησα να κρατηθώ στο ύψος των περιστάσεων και της ποιότητάς του. Τον άφηνα να με βοηθάει να «βράζω στο ζουμί μου» μουρμουρίζοντας βουβά το «I don’t like your fashion business mister», («First, we’ll take Manhattan») μέσα από τα δόντια μου: Ηταν ένα απόγευμα που το κότερο του Ντόναλντ Τραμπ απέπλεε από την αποβάθρα 14 για να μας μεταφέρει, μαζί με 60 φωτομοντέλα προεφηβικής περίπου ηλικίας, καμιά τριανταριά δημοσιογράφους, πεντέξι σουπερστάρ, την –παιδούλα τότε Ιβάνκα– και ένα σκασμό γεροσαλιάρηδων για τον περίπλου του Μανχάταν με κοκτέιλ σαμπάνιας και ηλιοβασίλεμα. (Τρου στόρι, έτσι; Απλώς ντρέπομαι να τη γράψω όλη, ο άντρας μου λέει «γράψ’ την, θα πουλήσει» όμως εγώ δεν θέλω).
Ναι, εκεί, ταίριαζε να παίζει Κοέν μέσα στο κεφάλι μου. Ταίριαζε το «Dance me to the End of Love» στην ίδια γωνιά της ψυχής μου, εκεί που το φυλάω, ίδιο ιερό μαζί με το «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου» από τον Μίκη και τον Καμπανέλλη, όταν η ανθρώπινη αγριότητα είναι τόσο ανείπωτη, που μόνο η απόλυτη ομορφιά, σχεδόν ο διψασμένος έρωτας για τον επερχόμενο θάνατο, μπορεί να σώσει τα λογικά μου.
Εχω έναν άνθρωπο πολύ δικό μου. Μου έχει ζητήσει να ακουστούν δύο τραγούδια στον αποχαιρετισμό του, το ένα δε το λέω, τo άλλο είναι το «Μy Way». Με έβαλε σε σκέψεις, όχι ότι είναι το στυλ μου, αλλά… αν διάλεγα κι εγώ ένα σάουντρακ για την ώρα τη ζόρικη, την ανεπίστροφη, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτό θα ήταν το «Thousand Kisses Deep». Κατά προτίμηση, εν πλω, έξω από τα γκρεμίδια –ο θεός να τα κάνει παραλίες– της Υδρας.
Οπως και με τις μπαλάντες και την ποίηση του Κοέν, έτσι και την Υδρα τη γνωρίζω και τη λατρεύω. Μα όσες φορές κι αν την περπάτησα, κι αν την κοιμήθηκα, κι αν την ξενύχτησα, ένιωθα πάντα πως το νησί ήταν βαθιά προσωπικό. Ανήκε: στους καπεταναίους και τα σκαλιά της, στους πρίγκιπες και τα γαϊδουράκια της, στη μάνα μου, νέα και φωτεινά πανέμορφη, στον «Υπνοβάτη» της Καραπάνου – και στον Κοέν, επίσης. Τον Σαρωνικό τον έχω χωριό και παιδική χαρά και χωραφάκι μου, αλλά της Υδρας τον βράχο πώς να τον οικειοποιηθώ; Εδώ μπορεί να ενσωματωθείς μόνο υπό συνθήκες εξόχως ιδιάζουσες-οριακές.
Κοιτάζω το λιμάνι της να ξεμακραίνει από το κατάστρωμα του «δελφινιού» και ελπίζω πως μια μέρα θα ξεπεράσω τις ντροπές και τα συμπλέγματά μου: θα είναι κάποτε εκεί όλα του τα τραγούδια. Και τα θυμωμένα, και τα ειρωνικά, και τα αγαπησιάρικα, θα είναι όλα για μένα, και θα με λένε και «Σουζάν» και «Μαριάν». Δεν θα φοβάμαι πια τα ονόματα και θα ξέρω πως ο πρώτος έρωτας έχει τη γεύση του θανάτου και ο τελευταίος, επίσης, πιο αδυσώπητος κι από τον πρώτο. Και τότε, «όλα τα πόνι θα είναι νεαρά». Ολες οι παλιές αγάπες θα μου γνέφουν από τα καπετανόσπιτα, κι οι μορφές τους θα καθρεφτίζονται βαθιά στα νερά του λιμανιού. Κι ακόμα πιο βαθιά. Χίλια φιλιά πιο βαθιά.