Απόψεις

Καβγάς στον ακάλυπτο

Θέλετε να ρίξετε μερικά γαμοσταυρίδια, να φωνάξετε κάτι παράλογο, να σπάσετε και κανα πιάτο ίσως. Είστε μόνοι σας στην πολυκατοικία. Τελευταία βδομάδα Αυγούστου και κανείς δεν γυρίζει. Τι στο διάολο γίνεται;
Το κορίτσι του διπλανού portal

Παίδες μου αγαπημένοι, ΟΚ, έχει ζέστη και κουνούπια. Σκάτε. Ο ιδρώτας λούζει το κορμί σας, καταστρέφει το λινό σας πουκάμισο, κάνει τον διπλανό σας να βρωμάει. Εκνευρίζεστε χωρίς λόγο. Τα παίρνετε. Φουντώνετε. Θέλετε να ρίξετε μερικά γαμοσταυρίδια, να φωνάξετε κάτι παράλογο, να σπάσετε και κανα πιάτο ίσως. Είστε μόνοι σας στην πολυκατοικία. Τελευταία βδομάδα Αυγούστου και κανείς δεν γυρίζει. Τι στο διάολο γίνεται; Προφανώς όλα τα λαμόγια έχουν πιάσει ρίζες στις πλαζ και τα μπιτσόμπαρα. Μόνο εσείς δουλεύετε. Μη ρωτάτε γιατί. Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Ούτε ισότητα. Ούτε δικαιοσύνη.

Οπότε φυσικό είναι να θέλετε να ουρλιάξετε. Μη διστάσετε. Μην το ψάχνετε πολύ. Απλά βάλτε τα με τον διπλανό σας στο σπίτι (σύζυγο, παιδί, αδερφή, ανάπηρη γιαγιά, ότι έχει πρόχειρο ο καθένας). Μπείτε όμως μέσα και κλείστε τα παράθυρα όταν έρθει η μεγάλη στιγμή. Δεν φύγαμε όλοι απ΄την Αθήνα. Μερικοί είμαστε εδώ. Βράζουμε στο ζουμί μας στα μπαλκόνια σιωπηλοί και μόνοι στο σκοτάδι σαν φαντάσματα. Και δυστυχώς σας ακούμε. Δεν μας φτάνει το χάλι μας. Ακούμε και τα δικά σας χάλια.

-Τι θα φάμε;
-Τι θες να φάμε;
-Ξέρω γω; Εσένα ρωτάω.
-Και εγώ που να ξέρω;
-Ωωωω. Όρεξη έχεις
-Μπα δεν πεινάω. Θα φάω το γιαουρτάκι το στραγγιστό
-Δεν υπάρχει γιαουρτάκι
-Υπάρχει. Εγώ το βαλα στο ψυγείο το μεσημέρι
-Το έφαγα το γιαουρτάκι
-ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΕΦΑΓΕΣ; ΤΡΕΛΗ ΕΙΣΑΙ;
-Το ποιος είναι τρελός θα μας το πει ο γιατρός που σου δίνει τα χάπια
-Τα χάπια είναι για το νευροκαβαλίκεμα μωρή νευρασθενικιά. Δεν ξέρεις τι λες.
-Νευροκαβαλίκεμα το λες εσύ. Η φαρμακοποιός άλλα λέει
-Φύγε από δω. Ασε με να δω το έργο
-Εγώ το χω δει το έργο Θανάση. Η ζωή μου είναι χαμένη, πάει.
-Ωραία. Δεν πας να ψάξεις να τη βρεις να αφήσεις κι εμένα να δω το έργο;

(σ’ αυτό το σημείο ακούγεται γδούπος υπόκωφος. Μάλλον του πέταξε κάτι βαρύ αλλά μαλακό σαν μαξιλάρι καναπέ)

-Τρελάθηκες μωρή;
-εσύ με τρέλανες Θανάση! Πριν από σένα ήμουνα σαν τα κρύα τα νερά
-Σιγά μην ήσουνα και ο Αλιάκμονας. Μια μπατάλω ήσουνα πάντα

(Ακολουθεί πιο οξύς θόρυβος. Μάλλον το τηλεκοντρόλ)

-Ουστ γαϊδούρι που ήσουνα εσύ για γυναίκα. Μοσχάρα έπρεπε να παντρευτείς. Ετσι κι αλλιώς δεν μιλάς. Μουγκρίζεις
-Θα πάρω το 100 Ρούλα. ΣΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ!
-ΠΑΡΕ ΚΑΙ ΤΟ 200 ΡΕ! ΠΑΡΤΟ! ΝΑ ΜΑΘΕΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΛΗ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΛΥΠΗΘΕΙ!

Ρούλα η κοινωνία λείπει. Μόνο εγώ είμαι αγάπη μου. Σε ακούω αλλά δεν σε λυπάμαι. Λυπάμαι εμένα που σε ακούω. Και αν συνεχίσεις θα πάω μάρτυρας κατηγορίας στη μήνυση που στοιχηματίζω θα σου κάνει ο Θανάσης μόλις τελειώσει το εργάκι που βλέπει. Ωχ τι βλέπω; Τελείωσε το εργάκι; Που πάει ο Θανάσης και σηκώθηκε έτσι αποφασιστικά; Πρόσεχε Ρούλα! Μπααα, ήρεμο τον βλέπω. Για ύπνο έρχεται. Δεν θα σου κάνει μήνυση. Τι; Πηδιέστε Ρούλα; ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΝΩ ΜΗΝΥΣΗ ΕΓΩ!