Απόψεις

Ασφαλιστικό σύστημα και αλληλεγγύη γενεών – Το κόστος μετάβασης

Στον δημόσιο διάλογο για τη μεταρρύθμιση της Επικουρικής, το κόστος μετάβασης από τo διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και ζήσαμε το παράδοξο η αριστερή αντιπολίτευση να ευαγγελίζεται τη δημοσιονομική πειθαρχία, υπενθυμίζοντας στην κεντροδεξιά κυβέρνηση τη μνημονιακή ρομφαία και τον κίνδυνο της υπερχρέωσης
Γιώργος Στρατόπουλος

Σε 50 χρόνια,

Τι σχέση έχουν αυτοί οι υπολογισμοί με το κόστος μετάβασης;

Αποδεικνύουν πόσο εντυπωσιακά δείχνουν μερικά καθημερινά μεγέθη, αν χρησιμοποιήσεις  ως χρόνο αναφοράς τα 50 έτη, όπως κάνει η αντιπολίτευση προκειμένου να υπονομεύσει τη μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης «τρομάζοντας» την κοινωνία.

Γιατί στο δημόσιο διάλογο για τη μεταρρύθμιση της Επικουρικής, το κόστος μετάβασης από τo διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και  ζήσαμε το παράδοξο η αριστερή αντιπολίτευση να ευαγγελίζεται τη δημοσιονομική πειθαρχία, υπενθυμίζοντας στην κεντροδεξιά κυβέρνηση τη  μνημονιακή ρομφαία και τον κίνδυνο της υπερχρέωσης.  Παράδοξο αλλά και αποκαλυπτικό για το  πόσο μονόπλευρα αντιλαμβάνεται τη διαγενεακή αλληλεγγύη ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού φάσματος.

Διότι την τελευταία 2ετία ψηφίστηκαν δύο ασφαλιστικές παρεμβάσεις με υψηλότερο κόστος μετάβασης1: Μάιο 2019 η  συνταξιοδοτική παρέμβαση του ν. 4611/19 είχε κόστος 0,5% του ΑΕΠ ετησίως ή 45 δισ. ευρώ σε 50 έτη ή 90 δισ. σε 100 έτη και Φεβρουάριο 2020 η παρέμβαση του ν. 4670/20 που αύξησε τα ποσοστά αναπλήρωσης με επίσης ανάλογο κόστος. Δύο παρεμβάσεις από διαφορετικές κυβερνήσεις μάλιστα.

Ακούσατε γκρίνια για την επιβάρυνση του Προϋπολογισμού τα επόμενα 50 χρόνια; Τέθηκε  ζήτημα κόστους μετάβασης και επιβάρυνσης σε σωρευτική βάση 50ετίας; Ούτε ψίθυρος! Βέβαια και οι δύο αυτές παρεμβάσεις επιδρούσαν θετικά στους σημερινούς συνταξιούχους. Ενώ, αντιθέτως, η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης επιδρά και ωφελεί αποκλειστικά μελλοντικούς συνταξιούχους, τους σημερινούς 20άρηδες.

Η επιλεκτική ευαισθησία της Αριστεράς για το κόστος μετάβασης της μεταρρύθμισης γίνεται ακόμα πιο παράδοξη, αν αναλογιστούμε ότι αυτό που ονομάζουμε ακαθάριστο κόστος μετάβασης είναι πρόσθετες μεταβιβάσεις από τον Προϋπολογισμό στα Ασφαλιστικά Ταμεία, όπου ήδη μεταβιβάζονται 15 δισ. ευρώ ετησίως, ή 750 δισ. σε 50 έτη. Και ο κοινωνικά ευαίσθητος χώρος της Αριστεράς για πρώτη φορά αντιδρά σε αυτές τις πρόσθετες μεταβιβάσεις. Μεταλλάχθηκε άραγε η Αριστερά, έγινε ultra μνημονιακή ή μήπως θεωρεί ότι όλα τα κονδύλια πρέπει να κατευθύνονται στους σημερινούς συνταξιούχους χωρίς  καμιά πρόνοια για τους νέους;

Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. H εκτεταμένη έγνοια της Αριστεράς για το κόστος μετάβασης στην περίπτωση της Επικουρικής για τους μελλοντικούς συνταξιούχους μαρτυρά μια αδυναμία του πολιτικού μας συστήματος: δεν  σχεδιάζουμε έγκαιρα και μακροπρόθεσμα για το μέλλον που δεν μας εμπεριέχει. Προτιμούμε να ωραιοποιούμε ένα άδικο,  μη λειτουργικό σύστημα παρά να αντιμετωπίσουμε νηφάλια τις  αναπόφευκτες αλλαγές που επιβάλλει η καινούργια πραγματικότητα της δημογραφικής γήρανσης.

Με αυτούς τους όρους της νέας πραγματικότητας, ας δούμε ρεαλιστικά το κόστος της μετάβασης από το ισχύον σύστημα στην κεφαλαιοποιητική επικουρική.

Κόστος μετάβασης vs  δημοσιονομικού κόστους

Η μεταρρύθμιση της Επικουρικής δεν επηρεάζει τις υφιστάμενες συντάξεις, δεν αγγίζει τα υφιστάμενα δικαιώματα των ασφαλισμένων. Άρα η δαπάνη για επικουρικές συντάξεις στο παλαιό επικουρικό σύστημα δεν θα μεταβληθεί. Τα έσοδα όμως του παλαιού Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης θα μειωθούν κατά το ποσόν των εισφορών των εργαζομένων που «θα μεταναστεύσουν» στο νέο σύστημα της κεφαλαιοποιητικής Επικουρικής.

Το κόστος μετάβασης για μια δεδομένη περίοδο (π.χ. 2022-2070) είναι ένα μέγεθος & μια τεχνική παράμετρος της μεταρρύθμισης που μας λέει το ποσό που πρέπει να μεταβιβαστεί (έμμεσα ή άμεσα από τον Προϋπολογισμό) στο ασφαλιστικό σύστημα προκειμένου να αναπληρωθούν οι απώλειες εσόδων του Ταμείου  λόγω της μεταρρύθμισης.

Αυτό είναι το ακαθάριστο κόστος της μετάβασης. H Εθνική Αναλογιστική Αρχή το υπολογίζει σε 56 δισ.€ σωρευτικά για τα επόμενα 50 έτη (σε όρους παρούσας αξίας με επιτόκιο προεξόφλησης 3,5%).

Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος μετάβασης είναι το κόστος που επιφέρει στα δημόσια οικονομικά η μεταρρύθμιση και το οποίο τελικά θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό και τον φορολογούμενο. Το καθαρό κόστος της μετάβασης προκύπτει αν στο συνολικό λογαριασμό της μεταρρύθμισης συνυπολογίσουμε και τα έσοδα που θα προστεθούν στον Προϋπολογισμό χάρις στη μεταρρύθμιση. Διότι τα αποθεματικά κεφάλαια που θα σωρευθούν στο νέο Ταμείο μερικώς θα κατευθυνθούν στην εγχώρια αγορά προκαλώντας αύξηση επενδύσεων, αύξηση παραγωγικότητας, καλύτερους μισθούς, περισσότερες δουλειές, υψηλότερο ΑΕΠ και κατ΄ επέκταση υψηλότερα δημοσιονομικά έσοδα από φόρους και εισφορές.

Το ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο της μελέτης του για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της μεταρρύθμισης, υπολόγισε το καθαρό κόστος σε ~5-6 δισ. ευρώ σωρευτικά για τα επόμενα 50 έτη ή 100-120 εκατ. ετησίως, δηλαδή κατά πολύ μικρότερο από το ακαθάριστο κόστος.  Κι αυτό, το καθαρό δημοσιονομικό κόστος μετάβασης, είναι το μέγεθος που ενδιαφέρει όταν αξιολογούμε δημόσιες πολιτικές. Κι ακόμη περισσότερο, μας ενδιαφέρει το καθαρό κόστος μετάβασης σε ετήσια βάση. Θα το κατανοήσουμε καλύτερα με το παράδειγμα της αγοράς κατοικίας με στεγαστικό δάνειο.

Παράδειγμα: Αγορά πρώτης κατοικίας μέσω στεγαστικού δανείου

Το κόστος αγοράς μιας κατοικίας φαίνεται, και είναι, δυσανάλογα υψηλό για τα ετήσια εισοδήματα ενός νοικοκυριού. Μοιρασμένο όμως στις 360 μηνιαίες δόσεις 30ετούς στεγαστικού δανείου, η εικόνα αλλάζει. Οι 12 μηνιαίες  δόσεις αντιστοιχούν στο ετήσιο ακαθάριστο κόστος αγοράς της κατοικίας. Το καθαρό κόστος είναι ό,τι απομένει, αν από τη δόση του δανείου αφαιρέσουμε το κόστος του ενοικίου που εξοικονομεί το νοικοκυριό.

Κι εδώ, όπως και στη μεταρρύθμιση, το καθαρό κόστος φαίνεται και είναι πολύ μικρότερο. Και σε 30 χρόνια που ολοκληρώνεται ο κύκλος, αυτό το μικρό σχετικά κόστος δεν υφίσταται πια αλλά το μόνιμο όφελος μένει, είτε μιλάμε για την ιδιοκτησία της κατοικίας, είτε για καλύτερες συντάξεις στις επόμενες γενιές.

Το ύψος της μηνιαίας δόσης,  το όφελος από την εξοικονόμηση του ενοικίου, και το όφελος της μελλοντικής μόνιμης ιδιοκτησίας του ακινήτου, αυτά τα μεγέθη θα ζυγίσει το νοικοκυριό πριν αποφασίσει την αγορά κατοικίας. Ανάλογα είναι και τα ποσοτικά κριτήρια για την αξιολόγηση δημόσιων πολιτικών που εξελίσσονται σε βάθος 50ετίας.

Εσκεμμένα, η αντιπολίτευση παρουσιάζει το κόστος μετάβασης 50ετίας ωσάν να είναι το δημοσιονομικό κόστος που θα επιβαρύνει το φορολογούμενο. Όμως το σωστό είναι να βλέπουμε το δημοσιονομικό κόστος στη σωστή διάσταση και μέγεθος. Όχι να αθροίζουμε επιλεκτικά τα κόστη ανά τους αιώνες αποσιωπώντας τα αναπτυξιακά/δημοσιονομικά οφέλη  για να δημιουργούμε εντυπώσεις. Διαφορετικά, η ουσία της πολιτικής χάνεται στους αριθμητικούς ακροβατισμούς.

Για παράδειγμα, το 2019 ο ΕΝΦΙΑ μειώθηκε κατά περίπου 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Αυτό αντιστοιχεί σε 30 δισ. σε ορίζοντα 50ετίας ή 60 δισ. σε 100 έτη. Διαμαρτυρήθηκε κάποιος για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, επειδή «επιβαρύνει» τον Προϋπολογισμό κατά 60 δισ. σε 100 χρόνια; Στην πολιτική/οικονομική απόφαση για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ μπήκαν στην πολιτική ζυγαριά τα 600 εκατ.€ ή τα 60 δισ.; Και η θετική επίδραση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ στην ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και τα συνακόλουθα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα συνυπολογίστηκαν από τους policy makers ή αγνοήθηκαν;

Όπως καταλαβαίνετε, παρόμοιοι υπολογισμοί «50ετούς φουσκώματος του λογαριασμού» μπορεί να γίνουν για κάθε δημοσιονομική πολιτική μείωσης  είτε άμεσων/ έμμεσων φόρων είτε εισφορών κοινωνικής ασφάλισης είτε της εισφοράς αλληλεγγύης (δες παράρτημα). Αλλά δεν γίνονται! Και ποια είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ όλων των παραδειγμάτων που προανέφερα και της μεταρρύθμισης της επικουρικής ασφάλισης; Οι ωφελούμενοι, αυτοί που απολαμβάνουν τη θετική επίδραση των μέτρων: μελλοντικοί ψηφοφόροι στην περίπτωση της Επικουρικής, σημερινοί ψηφοφόροι στις άλλες περιπτώσεις.

Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης δεν είναι μόνο πράξη βαθιάς διαγενεακής αλληλεγγύης. Είναι και έμπρακτη αμφισβήτηση της πελατειακής πολιτικής. Μια απόδειξη ότι η Ελλάδα αλλάζει τον τρόπο που σχεδιάζει πολιτικές. Δεν σπρώχνει τα προβλήματα κάτω από το χαλί, αντιθέτως, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της πραγματικότητας για να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές.

Παράρτημα

Στον πίνακα Ι φαίνεται το ακαθάριστο ετήσιο κόστος μερικών πρόσφατων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και το αντίστοιχο ακαθάριστο κόστος 50ετίας, αν απλώς μηχανιστικά πολλαπλασιάσουμε το ετήσιο κόστος επί 50.

Φυσικά, το ακαθάριστο κόστος 50ετίας είναι μέγεθος παραπλανητικό, χωρίς νόημα, χωρίς ενδιαφέρον και χωρίς βάρος στην χάραξη των πολιτικών. Διότι όλες οι «δημοσιονομικές» παρεμβάσεις του πίνακα Ι, είτε μειώνουν το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας είτε την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων ή των φυσικών προσώπων, παράλληλα επιδρούν θετικά και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων και στην αποκάλυψη εισοδημάτων και την αύξηση της φορολογητέας ύλης  και στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών  και στην αύξηση της κατανάλωσης και, τελικά, στην οικονομική μεγέθυνση με σημαντικά θετικά αποτελέσματα στα δημοσιονομικά έσοδα.

Γι΄αυτό, το μέγεθος που έχει πραγματική αξία είναι το καθαρό δημοσιονομικό κόστος, δηλαδή το αλγεβρικό άθροισμα των θετικών και των αρνητικών συνεπειών των δημοσιονομικών παρεμβάσεων.

Πίνακας Ι

Πίνακας Ι: Ετήσιο και σωρευτικό ακαθάριστο κόστος 50ετίας μερικών πρόσφατων δημοσιονομικών & ασφαλιστικών παρεμβάσεων. Προσοχή: το σωρευτικό ακαθάριστο κόστος 50ετίας είναι προϊόν απλοϊκών μηχανιστικών υπολογισμών και  προκαλεί παραπλανητική εντύπωση για το πραγματικό δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων.

Η παρέμβαση (1) ήταν διακομματική επιλογή – την ξεκίνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (-1% επί πέντε έτη με αφετηρία το 2018)  και την επιτάχυνε η κυβέρνηση ΝΔ (-4% το 2019).

Η παρέμβαση (2) είναι ενσωματωμένη στο νόμο 4387/2016 (Κατρούγκαλου).

Οι παρεμβάσεις (3) & (4) έγιναν καλοκαίρι του 2019.

Η παρέμβαση (5) έχει εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2021 με προσωρινό πιλοτικό χαρακτήρα αλλά η κυβέρνηση έχει πρόθεση να το μετατρέψει σε μόνιμο μέτρο, εφόσον το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες μετά το πέρας της πανδημίας.

Η παρέμβαση  (6) έχει εφαρμοστεί μερικώς, μόνο για τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα από τον Ιανουάριο του 2021 και με προσωρινό/πιλοτικό χαρακτήρα. Αναφέρεται στον πίνακα ενδεικτικά, επειδή έχει συζητηθεί ευρέως στο δημόσιο διάλογο.

Η παρέμβαση (7) με ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 0,5% του ΑΕΠ του 2019 ή 900  εκατ.€ είχε βραχεία διάρκεια καθώς αντικαταστάθηκε τελικά από την παρέμβαση (8) με παρόμοιο σωρευτικό κόστος. Ο νόμος 4670/2020 δεν επέφερε επιβάρυνση στα δημοσιονομικά, καθώς το κόστος της αύξησης των % αναπλήρωσης (παρέμβαση 8) αντισταθμίστηκε από την κατάργηση του προεκλογικού δώρου του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, ουδέποτε τέθηκε (και ορθώς) ζήτημα κόστους 50ετίας, υπερχρέωσης κ.λπ. από οποιαδήποτε πολιτική παράταξη για οποιαδήποτε από τις παραπάνω παρεμβάσεις.

Σημειώσεις

1Το ετήσιο κόστος της μεταρρύθμισης έχει ημερομηνία λήξης. Μετά από περίπου 65 έτη σχεδόν μηδενίζεται καθώς σχεδόν όλοι οι συνταξιούχοι επικουρικής (πλην των αιωνόβιων) θα προέρχονται από το νέο σύστημα. Συνεπώς η «παλαιά» επικουρική θα έχει μηδαμινές δαπάνες για συντάξεις, άρα σχεδόν μηδενικές ανάγκες χρηματοδότησης από τον Προϋπολογισμό. Έτσι, ενώ το προεκλογικό δωράκι του 4611/2019 (Απρίλιος 2019) προς τους συνταξιούχους σε ορίζοντα 50ετίας έχει λίγο μικρότερο κόστος από το «κόστος μετάβασης» της μεταρρύθμισης της επικουρικής ασφάλισης, αν επεκτείνουμε το χρονικό διάστημα εξέτασης στα 70 ή 80 έτη, τότε το «δωράκι»  έχει σωρευτικά μεγαλύτερο κόστος!

* Ο Γιώργος Στρατόπουλος συμμετέχει στην ομάδα σχεδιασμού της νέας κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης.