Ζούμε σε μια χώρα εστιασμένη στην περιφρούρηση «κεκτημένων» και ελάχιστα ενδιαφερόμενη για τον αριθμό και την ποιότητα των ευκαιριών που δίνονται στους νέους ανθρώπους. Ετσι, στα χρόνια της κρίσης αποχαιρετήσαμε ασμένως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νέους που έφυγαν για το εξωτερικό, ενώ διαρρηγνύαμε τα ιμάτιά μας για την «αντισυνταγματικότητα» περικοπών στα εφάπαξ και το «επαχθές, απεχθές και μη βιώσιμο» του δημοσίου χρέους, που κατά βάση προήλθε από σπατάλες της προηγούμενης γενιάς. Μη μακρηγορούμε: στην ελληνική δημόσια συζήτηση, κανένας δεν αναφέρεται στη μεγαλύτερη και πιο βαθιά ανισότητα που βιώνει αυτή η χώρα, που δεν είναι άλλη από τη διαγενεακή.
—Πόσων χρόνων είσαι;
—Τριάντα
—Μικρός είσαι, άκου λοιπόν μερικές συμβουλές για να ξέρεις τι «παίζει» και άσε τι λένε τα βιβλία
Στοιχηματίζω πως όσοι από τους αναγνώστες μας είναι περίπου σε αυτή την ηλικία, έχουν ακούσει τόσες φορές αυτές τις φράσεις που με δυσκολία μπορούν να εντοπίσουν στη μνήμη τους έστω και μια, γιατί απλούστατα δεν τους κάνει πια εντύπωση. Είναι ίσως το αντίστοιχο των αποκαλούμενων και «τυπικών στίχων» στην ομηρική ποίηση. Πρόκειται σίγουρα πάντως για μια στιχομυθία που συμπυκνώνει όλη την παθολογία της ελληνικής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ιδιοπροσωπίας. Εξαιτίας εξάλλου αυτού ακριβώς του διαλόγου, η Ελλάδα παραμένει πεισματικά μια χώρα του 20ού αιώνα, ενώ κάθε έτος του 21ου μοιάζει σε επίπεδο καινοτομίας με δεκαετία.
Με αυτό το υπόβαθρο, ας έρθουμε τώρα στον εμβολιασμό. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η τόσο γρήγορη παραγωγή των εμβολίων απέναντι σε ένα νέο φονικό ιό είναι ένα θαύμα της επιστήμης; Μα, φυσικά όσοι αμφισβητούν τα θαύματα της επιστήμης, όσοι θέλουν μια κοινωνία χωρίς ειδικούς, έρμαιο των λαϊκιστών και κομπογιαννιτών. Όσοι προτιμούν να πουλούν ή να αγοράζουν μαντζούνια σε παζάρια, παρά να δεχθούν ότι η επιστήμη είναι εδώ και, με τρόπους που οι ίδιοι δεn μπορούν να αντιληφθούν, λόγω των περιορισμένων παραστάσεων και γνώσεών τους, μπορεί και τους σώζει τη ζωή.
Και πού παρεπιδημούν εσχάτως όλοι αυτοί; Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε έντυπα αμφιβόλου ποιότητος.
Το πρόβλημα δεν είναι εδώ. Το πρόβλημα είναι ότι η έγκυρη δημοσιογραφία, στην εποχή της ανόδου της κουλτούρας των διαδικτυακών «χτυπημάτων», αντί να επιμείνει στην ουσία, παρασύρθηκε από το κυνήγι των «μοναδικών επισκεπτών» και των «clicks». Έτσι, ακόμα και όταν λέει την αλήθεια, οι τίτλοι της, όπως τώρα με τις σπανιότατες παρενέργειες του εμβολίου της AstraZeneca, παραμένουν προσκολλημένοι στο κυνήγι των εντυπώσεων που γεννά η αμφιβολία και ο φόβος. Κοντολογίς: ξαφνικά, το να πούμε την επιστημονική αλήθεια έγινε τόσο βαρετό και τόσο μη εμπορικό. Ποιος θα δεχτεί ότι κάθε τι ωφέλιμο για τη ζωή συνοδεύεται από σπανιότατες παρενέργειες, στα όρια του απίθανου;
Ποιοι είναι όμως και αυτοί που δε τσιμπάνε στις διαδικτυακές «σαχλαμάρες»; Ποιους ήρθε η ώρα να επιστρατεύσουμε για να χτίσουμε το τείχος ανοσίας; Πολύ σωστά, η απάντηση που δόθηκε είναι οι ηλικίες 30-39. Το πιο δυναμικό κομμάτι της μακράν πιο μορφωμένης γενιάς της χώρας, το κομμάτι από το οποίο κινδυνεύουν να χάσουν τα «κεκτημένα» τους όσοι λειτουργούν με ένα συνδυασμό υπεροψίας και τυχαιότητας, επιστρατεύεται για να βγάλει τη χώρα νωρίτερα από έναν φαύλο κύκλο.
Ξέρετε, είμαι και εγώ στη γενιά αυτή. Και μπορώ να πω ότι –εν μέσω αλλεπάλληλων ατυχιών– έχω σταθεί εξαιρετικά τυχερός, έχοντας τη δυνατότητα να κάνω αυτό που αγαπώ και να ακούγεται η φωνή μου, δίπλα σε ανθρώπους που εκτιμώ και με εκτιμούν. Έχω λοιπόν ένα λόγο παραπάνω να σας γράψω αυτό: εμπιστευθείτε τους νέους. Οπως το κάνουμε τώρα με τον εμβολιασμό, που μαζικά έσπευσαν να κλείσουν ραντεβού για τα εμβόλια, που ανέβασαν συγκινητικά stories όλο περηφάνια με το επιβεβαιωτικό μήνυμα. Εμπιστευτείτε τους παντού. Δεν έχουν μηδενικές προσδοκίες, είχαν ως τώρα μηδενικές ευκαιρίες σε αυτή τη χώρα. Και αν τους εμπιστευτείτε, απλώς περιμένετε να δείτε τη γρήγορη και βέβαιη μεταμόρφωση της χώρας, από αυτό που θέλουμε να ξεχάσουμε σε αυτό που ονειρευόμαστε να γίνει.