Η συνέντευξη δόθηκε για να μας ανακοινωθεί ο εμβολιασμός του Παύλου Πολάκη. Ομως ο Αλέξης Τσίπρας, παράλληλα, έδωσε έναν δικό του ορισμό για το τι σημαίνει αποστασία. Οταν η Πόπη Τσαπανίδου σχολίασε πως και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παίξει με μεταγραφές στο παρελθόν, ο Τσίπρας διαχώρισε την θέση του: «Είναι άλλο πράγμα να είσαι στην ίδια πλευρά στα ίδια κυβερνητικά έδρανα ή ακόμα και άλλο πράγμα να είσαι στην ίδια πολυκατοικία όπως τώρα οι μεταγραφές του ΛΑΟΣ προς τη ΝΔ και άλλο πράγμα -γιατί αυτή η χώρα έχει παραδοσιακά δύο παρατάξεις οι οποίες αντιπαρατίθενται για τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης του τόπου».
Λέγονται αποστασίες οι μεταγραφές που προέρχονται από την ίδια πολυκατοικία; Προφανώς, όχι, κατά τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αρα, όταν ο ίδιος ψάρευε στελέχη του ΚΙΝΑΛ για να δώσουν στην κυβέρνησή του ψήφο εμπιστοσύνης, γιατί οι ΑΝΕΛ έφευγαν λόγω Πρεσπών, δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να χτυπήσει το κουδούνι στα πλαϊνά διαμερίσματα. Κάποιος θα είχε πρόβλημα με τον φούρνο; Ε, θα ερχόταν να χρησιμοποιήσει τον συριζαϊκό, που και μεγαλύτερος ήταν και καλύτερα έψηνε. Όταν όμως η ΝΔ ψάρεψε στα κεντροαριστερά νερά και στην δική του κουζίνα, με την περίπτωση του Βαγγέλη Αποστολάκη, τότε ναι, αυτό ήταν ο ορισμός της αποστασίας. Γιατί; Γιατί ο φούρνος της ΝΔ είναι δεξιός. Αλλά κυρίως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, για πρώτη φορά τα τελευταία δέκα χρόνια, το κόμμα που δεν έκανε επίθεση, αλλά την δέχτηκε.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα με τον τρόπο που ερμηνεύει ο Τσίπρας την αποστασία. Δεν είναι καν συστηματικός στους ορισμούς του: «Ο όρος “αποστασία” έχει καθιερωθεί για να περιγράψει την κίνηση βουλευτών που στηρίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αποχωρήσουν από αυτή προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης. Οχι το αντίθετο», έλεγε τον Ιανουάριο του 2019, για να δικαιολογήσει τις ψήφους εμπιστοσύνης που πήρε από βουλευτές της αντιπολίτευσης που λίγο αργότερα έγιναν και υπουργοί. Σε εκείνη την φάση, προφανώς, ποιος ήταν συντηρητικός και ποιος προοδευτικός δεν είχε και μεγάλη σημασία –γιατί, εκτός από τον Σπύρο Δανέλλη και (αργότερα) τον Θανάση Θεοχαρόπουλο, οι ψήφοι εμπιστοσύνης ήρθαν και από βουλευτές των ΑΝΕΛ, που διαφώνησαν με την αποχώρηση του κόμματός τους από την κυβέρνηση. Τότε οι ΑΝΕΛ δεν είχαν περιγραφεί ακόμα ως «αναγκαίο κακό», αλλά μόνο ως «έντιμος εταίρος». Με βάση τον Τσίπρα του 2021, ανήκουν κι αυτοί στην «προοδευτική πολυκατοικία».
Δεν υπάρχουν ηθικοί κανόνες που σπάνε στη μία περίπτωση και λυγίζουν στην άλλη. Αν συμφωνήσουμε πως η επιλογή Αποστολάκη από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, δεν ήταν fair play, τότε ακριβώς το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και για τις μεταγραφές που έγιναν όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση. Οχι για να κατηγορήσουμε τους μεν ή τους δε ως αποστάτες, αλλά για να μπορούμε να θέτουμε τα θέματα στην πραγματική τους βάση: σε όποια πολυκατοικία κι αν ανήκεις, κάποια στιγμή μπορεί να σου γυαλίσει ο φούρνος του γείτονα. Κόκκινος ή μπλε ή πράσινος, λίγη σημασία έχει. Αν αποφασίσεις να μετακομίσεις, τότε πρέπει να πείσεις και όσους σε ψήφισαν πως άξιζε τον κόπο –το τι συνέβη στην ΔΗΜΑΡ και στους ΑΝΕΛ, το πώς βγήκε από την κυβέρνηση ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, τα λες και παραδείγματα προς αποφυγή.
Κατηγορώντας τον Μητσοτάκη για οικογενειακή παράδοση στην αποστασία (μιλώντας, δηλαδή, χειρότερα από έξαλλο πασόκο το 1989), ο Τσίπρας δεν κατάφερε να κρύψει την δική του αλαζονεία: πέρα από την χρήση μιας ιδιαίτερα φορτισμένης ιστορικά λέξης χωρίς πολλή σκέψη, απλά και μόνο για την επικοινωνία, διαχωρίζει τις καλές από τις κακές «αποστασίες» (εκείνος συμμετείχε μόνο στις πρώτες) και ζητάει συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ την ώρα που επί της ουσίας το αποκαλεί το ΛΑΟΣ της κεντροαριστερής πολυκατοικίας. Λίγες μόλις ημέρες από τότε που παραδέχτηκε, σε μια έκλαμψη αυτοκριτικής, πως φταίει και ο ΣΥΡΙΖΑ για το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία της διακυβέρνησής του και της συνεργασίας του κόμματος με τους ΑΝΕΛ –λες και είναι πράγματα που έγιναν τόσο παλιά που κανείς πια δεν τα θυμάται.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι την στιγμή που η φθορά της κυβέρνησης είναι πλέον εμφανής, η αξιωματική αντιπολίτευση προτιμά ξανά συμβολισμούς του παρελθόντος, με αποστασίες του ’65 και πολυκατοικίες προ κρίσης, από το να κερδίσει αυτούς που εύλογα τους βλέπουν με καχυποψία. Δεν μπορεί να μιλήσει για την επόμενη μέρα, γιατί δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από τη νίκη, ούτε από την ήττα της.