Καμία κυβέρνηση δεν θα ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπη στους πρώτους μήνες του έτους με μια «πανδημία» λουκέτων μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που είναι οι πιο ευάλωτες στην ύφεση, αλλά παράλληλα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και την μεγάλη, ψηφοφορική, βάση που δεν μπορεί να αγνοήσει κανένα κόμμα εξουσίας.
Η αγωνία για την επόμενη μέρα στο επιχειρείν είναι κοινή στην Ευρώπη. Τα μέτρα στήριξης που διοχετεύουν οι κυβερνήσεις στις οικονομίες τους κρατούν εν ζωή εκατομμύρια επιχειρήσεων και εν εργασία εκατομμύρια νοικοκυριά. Όσο όμως σταδιακά θα ξεθυμαίνει ο υγειονομικός κίνδυνος οι αρχηγοί κρατών θα ξεκινούν να υποφέρουν από τον μεγάλο πονοκέφαλο που θα είναι και η μεγάλη πρόκληση του 2021: Τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής και υφαρπαγής ψηφοφόρων από πιο ακραία πολιτικά σχήματα που «πουλούν» αντισυστημικότητα σε ένα περιβάλλον στο οποίο θα κυριαρχεί το «ξέσπασμα» των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης.
Δεν είναι τυχαίες οι έμμεσες προειδοποιήσεις φορέων όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που επιτρέπει όλους αυτούς τους μήνες την διοχέτευση τεράστιων πακέτων ρευστότητας στις ευρωπαϊκές οικονομίες – πως τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις και η δυνατότητα αναστολών πληρωμών έχουν αποτρέψει μέχρι τώρα ένα μεγάλο κύμα χρεοκοπιών. Προσθέτοντας όμως πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θα μπορούσε να οδηγηθεί σε χρεοκοπία εάν τα μέτρα στήριξης αποσυρθούν πιο γρήγορα από ότι πρέπει ή εάν αυστηροποιηθούν τα κριτήρια του τραπεζικού δανεισμού.
Μεγάλα τα προβλήματα, μεγάλα τα διλήμματα
Ο φόβος δεν θα μπορούσε να μην τυλίγει ειδικά την Ελλάδα, που πριν καλά – καλά συνέλθει από μια δεκαετή κρίση βυθίστηκε στην πανδημική κρίση με την ύφεση να κινείται ήδη σε διψήφια ποσοστά σε μια χρονιά, φυσικά, που κοκκίνισε ο παγκόσμιος οικονομικός χάρτης. Αυτό όμως, δηλαδή ο καθολικός χαρακτήρας της κρίσης, δύσκολα θα ισχύει την προσεχή διετία. Μπορεί στην μάχη της πανδημίας η αλληλεγγύη να περίσσεψε μεταξύ των κρατών, στην μάχη της ανάκαμψης η κάθε οικονομία και διαφορετικές δυνατότητες έχει, και διαφορετικούς περιορισμούς αντιμετωπίζει και από διαφορετική αφετηρία ξεκινά. Για την ελληνική οικονομία τα δεδομένα είναι δύσκολα και μετά βεβαιότητας το μίγμα της οικονομικής πολιτικής και των παρεμβάσεων που θα δρομολογηθούν το 2021 είναι δίλημμα για δυνατούς παίκτες.
Μια ματιά στα δεδομένα των επιχειρήσεων, των εργοδοτών δηλαδή για τους εκατομμύρια εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που πλήρωσε τεράστιο τίμημα ανεργίας στην δεκαετή κρίση, φοβίζει… Η πρόκληση να οδηγηθεί η οικονομία σε μια ανάκαμψη με όσο το δυνατόν λιγότερα λουκέτα είναι τιτάνια, εάν αναλογιστεί κανείς πως το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πολλές εξ αυτών λίγο ή λιγότερο ανταγωνιστικές, με συσσωρευμένα προβλήματα και οφειλές από την προηγούμενη κρίση και καθόλου ευθυγραμμισμένες με τις νέες προτεραιότητες, της ψηφιοποίησης για παράδειγμα. Μια ψύχραιμη ματιά εντείνει την αγωνία πολλών πως η χώρα θα εξωθηθεί στην οικονομική, παραγωγική, αναδιάρθρωση, που δεν πρόλαβε να υλοποιήσει ούτε στους καλούς καιρούς (γιατί δεν ήθελε) ούτε στους κακούς (γιατί δεν μπόρεσε), τώρα, βίαια και γρήγορα, με «επισπεύδουσα» την πανδημία.
Με όλα τα μέτρα στήριξης ενεργά, τα μηνύματα που έρχονται από το μέτωπο της αγοράς προβληματίζουν. Εκτιμήσεις φορέων της αγοράς ανεβάζουν έως και τις 200.000 τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις μπορεί να μην ανοίξουν πάλι μετά την πανδημία. Και είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να προκαλούν εφησυχασμό τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Μητρώου Επιχειρήσεων που δείχνουν πως το 2020 μας αποχαιρετά με λιγότερα λουκέτα σε σχέση με το 2019. Το πραγματικό κόστος της πανδημίας στα λουκέτα θα μπορέσουμε να το μετρήσουμε του χρόνου τέτοιον καιρό ανάλογα με την δυναμική που θα έχει αναπτυχθεί και την στρατηγική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες.
Το πραγματικό κόστος της πανδημίας στα λουκέτα θα μπορέσουμε να το μετρήσουμε του χρόνου τέτοιον καιρό
Πολλές επιχειρήσεις επί του παρόντος, για παράδειγμα στον κλάδο της εστίασης,, αξιοποιώντας τα κρατικά μέτρα στήριξης, τηρούν στάση αναμονής για το 2021 προτού πάρουν μοιραίες αποφάσεις και ζυγίσουν για παράδειγμα εάν όντως μπορούμε να έχουμε φέτος ανάκαμψη στον τουρισμό στο 60%.
Αυτή η στάση αναμονής, στην γυάλα των μέτρων στήριξης, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το ότι ενώ κατά την διάρκεια του 2020 έχει παγώσει το οικονομικό σύμπαν τα λουκέτα του ’20 εμφανίζονται μειωμένα σχεδόν κατά 34% σε σχέση με το 2019 όταν ο τζίρος στην αγορά πραγματοποιεί βουτιά στο κενό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς που βλέπουν το φως της δημοσιότητας η λειτουργία του click away επέτρεψε στις μικρές επιχειρήσεις να κάνουν από 5% το πολύ μέχρι 20% του περσινού ημερήσιου τζίρου τους στην διάρκεια των εορτών, ενώ είναι σαφές το προβάδισμα των μεγάλων αλυσίδων και επιχειρήσεις στην online εξυπηρέτηση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πολλές μικρότερες δεν έτρεξαν να σώσουν ότι μπορούν.
Δεκάδες είναι οι κλάδοι που υπέστησαν πλήγμα στο εμπόριο καθώς οι συναναστροφές – και οι ανταλλαγές δώρων – περιορίζονται αισθητά όσο όμως αυξάνεται παράλληλα και η τάση των Ελλήνων να αποταμιεύουν φοβούμενοι την επόμενη μέρα και την απειλή της ανεργίας. Το τελευταίο μάλιστα πολλοί εκτιμούν πως δύσκολα θα μας εγκαταλείψει ως τάση τους επόμενους μήνες… Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, 23% των επιχειρήσεων θεωρούν πιθανό να βάλουν λουκέτο με τα ποσοστά στην εστίαση και το λιανεμπόριο να είναι 41,7% και 34%, αντιστοίχως.
Ποδαρικό με στοχευμένα μέτρα και στο βάθος εκλογές;
Για να ανταποκριθεί στην κατάσταση η κυβέρνηση καταστρώνει πυρετωδώς νέο πλέγμα παρεμβάσεων που θα ξεδιπλώνονται σταδιακά από τις αρχές του χρόνου. Από διευκολύνσεις στα ενοίκια, νέους κύκλους επιστρεπτέας προκαταβολής, διευκολύνσεις πληρωμών, παρατάσεις δόσεων και οφειλών, μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων, και ότι άλλο δύναται να κάνει στο πλαίσιο των δημοσιονομικών – και χρηματοπιστωτικών – περιορισμών που πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Το ότι θα έχουμε αύξηση της ανεργίας ωστόσο θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο καθώς δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να αναρρώσει μια οικονομία από μια ύφεση 10% χωρίς απώλειες.
Η ελπίδα όλων είναι, με στοχευμένες παρεμβάσεις, χωρίς ανατροπές στο πεδίο της υγειονομικής κρίσης και με μια ανάταση στις ευρωπαϊκές οικονομίες με την άρση της αβεβαιότητας, να επιτευχθεί μια τεχνική ανάκαμψη στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και να μπαίνουν παράλληλα οι βάσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αυτή να εξελιχθεί σε μια επιταχυνόμενη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Οπως λένε κυβερνητικά στελέχη, μετά από πολλά χρόνια έχουμε ένα παράθυρο που μας επιτρέπει να λειτουργούμε σε περιβάλλον ελλειμμάτων και φέτος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ξοδεύουμε όπως-όπως αλλά με τρόπο που να «πιάσει τόπο».
Τώρα το τι χωράει ακριβώς μέσα σε αυτό το «να πιάσει τόπο» είναι σίγουρα ένα πεδίο όπου θα δοκιμαστούν πολλές πολιτικές αντοχές καθώς η κρίση θα προχωρά.
Από την μια πλευρά υπάρχει η λεπτή ισορροπία με τις αγορές και με την ανάγκη να μπουν σήμερα οι βάσεις για μια δυνητική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια η οποία δεν θα είναι πέριξ του 0% με 1% αλλά υψηλότερη. Από την άλλη πλευρά είναι η πραγματική οικονομία. Αυτή που δεν προλαβαίνει να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ανταγωνιστική μέσα σε μια νύκτα. Ούτε να γεμίσει το επενδυτικό κενό των δεκάδων δισεκατομμυρίων μέσα σε λίγους μήνες με ορυμαγδό ξένων άμεσων επενδύσεων και μεγάλων επενδύσεων εν γένει που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν χιλιάδες θέσεων εργασίας σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν επί του παρόντος πολύ κόσμο στην χώρα.
Με αυτά ως δεδομένα, με μεγάλο όπλο τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που μαζί με τους πόρους του ΕΣΠΑ δημιουργούν μια πολύτιμη δεξαμενή χρηματοδότησης και ρευστότητας σχεδόν 50 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια, αλλά και το ταμειακό μαξιλάρι των 30 δισ. ευρώ που παρά τις Σειρήνες παραμένει η μεγάλη εγγύηση μας για να δανειζόμαστε φθηνά και να υλοποιούμε μέτρα στήριξης, οι επόμενοι μήνες θα είναι αν μη τι άλλο γεμάτοι προκλήσεις.
Προκλήσεις και διλήμματα.
Ίσως και εκλογές;