Αναγνώστες

Τσου, ρε Τσίμπα

Η απόλυτη atraxion του πανηγυριού. Ο παλαιστής-φίρμα Τσίμπας ήταν ένας κοντόχοντρος μαυριδερός τύπος με έναν -τον πρέποντα- κοιλιακό και χέρια που είχαν το ίδιο πάχος από τον ώμο μέχρι τον καρπό. Και φυσικά πίτα στην τρίχα.

protagon.import

Κατάγομαι από χωριό. Και νιώθω πολύ τυχερός που γεννήθηκα και πέρασα την παιδική μου ηλικία σε χωριό. Αρχές του ’70, μια κατάσταση απόλυτης αθωότητας,  που καθόλου δεν μας ενοχλούσε o “λιτός βίος”  και η οριζόντια “φτώχεια”  όλων μας. Η τηλεόραση ήταν στο “οι ουρανοί είναι δικοί μας” κι αυτό με πολύ χιονάκι. Ίσως τo πιο ευχάριστo πρόγραμμα για ένα παιδί,  να ήταν η πινακίδα “ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ ΔΙΑΚΟΠΗ”,  γιατί  συνοδευόταν με μουσικά ακούσματα της εποχής. Μαρία με τα κίτρινα και τέτοια. Έτσι, αυτό που διέγειρε την φαντασία μας και το περιμέναμε πως και πως,  ήταν το πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη.

Τα θεάματα που πρόσφερε το πανηγύρι, πολλά. Πάγκοι με μικροπωλητές, περιοδεύων ζωολογικός κήπος με άγρια θηρία, ιπποδρομίες αλλά και το καλύτερο όλων, αγώνες πάλης. Οι αγώνες πάλης γινόταν στο γήπεδο του χωριού και ήταν η απόλυτη κορύφωση του πανηγυριού.

Υπήρχαν αρκετοί παλαιστές-φίρμες, αλλά ο αγαπημένος ήρωας των παιδιών ήταν ο Τσίμπας. Η απόλυτη atraxion του πανηγυριού. Ο Τσίμπας ήταν ένας κοντόχοντρος μαυριδερός τύπος με έναν -τον πρέποντα- κοιλιακό και χέρια που είχαν το ίδιο πάχος από τον ώμο μέχρι τον καρπό. Και φυσικά πίτα στην τρίχα. Όταν δε λαδωνόταν, όπως όλοι οι παλαιστές και η τρίχα γυάλιζε στον ήλιο, ποιος King Kong και ποιος Godzilla. Ειλικρινά, τέτοιους τύπους ξανασυνάντησα αργότερα μόνο στα Αστερίξ και στα Λούκι-Λούκ. Ο Τσίμπας λοιπόν, ξεκινούσε το show, αρκετή ώρα πριν την έναρξη των αγώνων. Λαδωνόταν τελετουργικά κάνοντας  κινήσεις επίδειξης διαγωνισμού bodybuilding και αμέσως μετά έπαιρνε φόρα και έκανε μια-δυο κωλοτούμπες στον αέρα (φούρλες τις λέγαμε τότε) προκαλώντας παραλήρημα στην κερκίδα και κυρίως στον παιδικό πληθυσμό. Η ιαχή “Τσίμπας-Τσίμπας” κυριολεκτικά δονούσε τον αέρα. Και αυτός όσο επιβεβαιωνόταν,  τόσο συνέχιζε τις φούρλες και τις επιδείξεις. Ήταν οι στιγμές, που πραγματικά τόσο εγώ, όσο και τα άλλα παιδιά περιμέναμε υπομονετικά όλο το χρόνο και παρακαλούσαμε από μέσα μας να κρατήσουν ώρες.

Κάποια στιγμή όμως, ο παπάς του χωριού έδινε την εντολή ν’ αρχίσουν οι αγώνες.  Και μόλις ερχόταν οι σειρά του Τσίμπα, η αδρεναλίνη έφτανε στο κατακόρυφο. Δυστυχώς όμως, ο Τσίμπας δεν κατάφερνε ποτέ να κρατήσει τον αγώνα του πάνω από ένα-δύο λεπτά και πάντα έχανε απ’ όλους τους αντιπάλους “πανηγυρικά”.  Και τότε, όλος ο θαυμασμός μας και η αφοσίωση μας στον Τσίμπα, γυρνούσε ανάποδα και γινόμασταν κωλόπαιδα. Μαζευόμασταν όλοι γύρω του κι όταν αυτός περίλυπος μάζευε τα πράγματά του και άλλαζε ρούχα, κάναμε ένα περιπαιχτικό κύκλο και ένας-ένας πηγαίναμε δίπλα του και του φωνάζαμε  “Τσου, ρε Τσίμπα. Τσού, ρε Τσίμπα”. Και θεωρούνταν μεγάλη μαγκιά να το κάνουμε αυτό, σε βαθμό που μετρούσαμε τις φορές που το ‘κανε ο καθένας. Και αυτός κάθε φορά, με τα εσώρουχα ή με ότι φορούσε εκείνη την ώρα, τα παρατούσε όλα και μας κυνηγούσε για κάποια απόσταση. Και μετά ξαναγύριζε για να συνεχίσει και κάποιο άλλο παιδί από άλλη πλευρά,  τον πλησίαζε και του φώναζε  “Τσου, ρε Τσίμπα. Τσού, ρε Τσίμπα”. Και αυτό συνεχιζόταν μέχρι που σκοτείνιαζε και μέχρι ν’ απομακρυνθεί ο Τσίμπας από το γήπεδο.

Αλλά με έναν εντελώς περίεργο τρόπο, την άλλη χρονιά, όλα είχαν ξεχαστεί και όλη η διαδικασία ξαναξεκινούσε από την αρχή, σαν θεατρική παράσταση που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπη. Από την ιαχή  “Τσίμπας-Τσίμπας” έως το “Τσου, ρε Τσίμπα”.

Δε γνωρίζω επακριβώς τι σημαίνει το  “Τσου, ρε Τσίμπα”. Πιθανόν να παραλλάσει το “Τσου, ρε Λάκη”, που ακουγόταν εκείνη την εποχή. Ούτε όμως και θα σας πω αυτή τη φορά, το πώς μου ‘ρθε στο νου αυτή η ιστορία. Μεγάλα παιδιά είστε, μπορείτε να καταλάβετε.