Oταν ακούω για γενιές, με πιάνει η ψυχή μου. Τι πάει να πει, δηλαδή, «η φωνή της γενιάς της»; και «η γενιά της αμφισβήτησης» και η γενιά τάδε;
Δεν καταλαβαίνω. Ποτέ μου δεν κατάλαβα, αν και βεβαίως εννοούσα τι σημαίνει μια κατάταξη, ένας διαχωρισμός τέτοιου τύπου.
Εκείνοι που ήταν νέοι στην Κατοχή. Εκείνες που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο. Αυτοί που πρώτα έπιασαν κινητό στο χέρι και μετά περπάτησαν.
Αλλά κάποιοι μπουσούλησαν σε σαλόνια και άλλοι σε τσαντίρια. Μερικοί δεν πείνασαν ποτέ, μερικοί δεν πεινούν ποτέ, μερικοί δεν θα πεινάσουν ποτέ, ό,τι και να (μην) κάνουν.
Η γενιά μου
Μες στον Δεκέμβριο τον φετινό, αυτόν του 2021, που κάποτε υποθέτω πως θα θυμόμαστε μπερδεμένο με δυο προηγούμενους και τουλάχιστον έναν επόμενο, λόγω συγκυρίας Covid και τα συναφή, βρέθηκα σε ένα καφέ μπαρ στα Εξάρχεια, για να μιλήσω για ένα βιβλίο.
Το βιβλίο το είχε γράψει ένας συμμαθητής μου από το γυμνάσιο, Μοσχατιώτης, ο Δημήτρης, και για αυτό θα έλεγα δυο λόγια, όπως θα έκαναν και ο εκδότης, αλλά και ένας άλλος συγγραφέας, κατά τύχη παλιός γνώριμος.
Με τον Δημήτρη γεννηθήκαμε την ίδια μέρα και χρονιά: στις 24 Ιουλίου του 1992. Με τον Δημήτρη, κλείνουμε τα 30 το καλοκαίρι του 2022. Και αμάρτησα, ναι: μιλώντας για τα κείμενά του στο καφέ μπαρ των Εξαρχείων, νύχτα χειμώνα και όλα όμορφα ας πούμε, έκανα λόγο για την γενιά μας. Μες στο κεφάλι μου, δε, καθώς αναφερόμουν στην γενιά μας την έγραφα νοητά με Γ κεφαλαίο, λες και είναι ψηλότερη και καλύτερη και περισσότερη από τις υπόλοιπες γενιές, τις εν ζωή και τις πεθαμένες.
Και είπα ότι εμείς μυρίσαμε με τους 16χρονους πνεύμονές μας το αίμα του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, ότι εμείς μπήκαμε στις σχολές όταν ξεκινούσε η κρίση, ότι δουλέψαμε πολύ και πολύ τζάμπα, συνήθως μαύρα, ότι δεν αλλάξαμε τον κόσμο, αλλά ότι προσπαθήσαμε και συνεχίζουμε.
Δεν είπα άλλα για την Γενιά, μίλησα για το βιβλίο και τον Δημήτρη. Αλλά για την Γενιά σκέφτομαι πολύ και ύστερα θυμάμαι πάντα ότι ο πληθυντικός αριθμός άλλοτε με έλκει, άλλοτε με απωθεί, γιατί πιστεύω πολύ στην αξία του Προσώπου, ξεχωριστά, εκτός κοπαδιών.
Νιώθω, ας πούμε, να φλέγομαι εντός μου στις μεγάλες πορείες και στα τεράστια πάρτυ, να ευτυχώ που συμμετέχω στα καρναβάλια του Μεταξουργείου και στις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης για πλημμύρες, πυρκαγιές, πείνες, αδικίες. Αλλά είναι και κάτι φορές που σχολάω από όπου δουλεύω (από την λεωφόρο Συγγρού, από την οδό Κολοκοτρώνη, από το γραφείο του σπιτιού μου) και βλέπω τα φώτα της Αθήνας, το ανακουφιστικά κιτς σκηνικό Βαλκανίων αυτής της πόλης με νέον ταμπέλες και εκπτώσεις παντού μαζί με το αναζοωγονητικά νοσταλγικό κλίμα των αρχαίων μπαρ και της Ακρόπολης πάντα κάπου στο βάθος και, τότε, νιώθω μοναδική και μόνη.
Υποθέτω ότι καθένας, καθεμιά νιώθει έτσι. Γιατί μόνο καθένας και καθεμιά ξεχωριστά γνωρίζει πόσο πόνεσε το φιλί σε εκείνη τη γωνία και πόσο άστραψε μια συγκεκριμένη σειρά από νύχτες, με συγκεκριμένη παρέα, σε συγκεκριμένη γειτονιά, με την τάδε μάρκα τσιγάρων και τις τάδε αγωνίες. Πιστεύω σε μια Ιστορία που υφαίνεται από μικρούτσικες ιστορίες ανθρώπων. Όλες οι ιστορίες είναι σημαντικές-όχι κατ’ ανάγκην, βέβαια, εμείς που τις ζήσαμε και τις ζούμε.
Κι άλλοτε, πάλι, στέκομαι στο 1992. Και το ζυμώνω και το τρίβω στα δάχτυλά μου. Κοντά του το 1990, και το 1991 και το 1994. Δεν θα κολλήσω στην χρονιά.
Εμείς! Αυτά τα παιδάκια με τα άχαρα ντυσίματα (κάτι κίτρινες φόρμες μέχρι τον αφαλό και κάτι φλις φούτερ στην βήτα γυμνασίου με μπιμπικάκια απάνω τους μονίμως) επανδρώσαμε τα νησιά τα καλοκαίρια, πληρώσαμε με τον ιδρώτα μας νοίκια στο ένδοξο, πανάκριβο κέντρο της πόλης, πολιτικοποιηθήκαμε και απομυθοποιήσαμε, ζήσαμε αριστερά, δεξιά, φασισμό, φωτογραφηθήκαμε μπροστά από αφίσες που ζητούν δικαίωση για πρόσφυγες, αναρχικούς κρατούμενους, διαδηλώτριες με μπούργκες, αθώους νεκρούς των δρόμων της ζωής μας.
Κυρίως, μπήκαμε με τα μπούνια στο Ίντερνετ και ακουμπήσαμε σε αυτό τις ζωές μας και τις προσωπικότητές μας τόσο πολύ, τόσο αθώα (οι περισσότεροι, ας πούμε) που φτιάξαμε νέες ζωές και νέες προσωπικότητες. Κάναμε σεξ με άτομα που αγαπήσαμε για τα ποστ τους και που μιλήσαμε μαζί τους νύχτες και μέρες για ανείπωτα, σπουδαία πράγματα, εξομολογηθήκαμε ιστορίες βιασμού και αδικίας, ζηλέψαμε τις ζωές των παλιών μας συμμαθητών, παίξαμε με φίλτρα, βρήκαμε δουλειές, σκοτωθήκαμε στους καυγάδες και αποθεώσαμε (αν δεν θεμελιώσαμε!) την κουλτούρα της ακύρωσης.
Είμαι υπερήφανη για την Γενιά μου και ντρέπομαι για την Γενιά μου και στεναχωριέμαι και χαίρομαι και όλα. Πήγαμε Μύκονο με λίγα λεφτά και περάσαμε υπέροχα, υιοθετήσαμε αδέσποτα ζώα, αγκαλιάσαμε το ρετρό και το φορεμένο από τις γιαγιάδες μας, την trash τηλεόραση, την γαστρονομία και το sustainability, αρχίσαμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, τον χοντρό, κοντό, άσχημο, υπερβολικά λεπτό, ίσως nerd, κάπως φαιδρό, σίγουρα ξεχωριστό εαυτό μας-προσπαθούμε κάθε μέρα γι’ αυτό, κάπου το παρακάνουμε με τα τσιτάτα ευζωίας και θετικότητας.
Πήγαμε ψυχολόγο, κάναμε παρτούζες, ξοδέψαμε τον πρώτο μας καλό μισθό σε κάτι περιττό, βοηθήσαμε ανθρώπους, βρήκαμε δουλειά στην κολλητή και τον ξάδερφο, μας βρήκε δουλειά ο αδερφός του γείτονα και συγκατοικήσαμε σε Ελλάδα και Ευρώπη και Αμερική, μαγειρεύοντας νουντλς και παραγγέλνοντας πίτσες, μπάο μπαν και πεντανόστιμα vegan πράγματα, γίναμε youtubers, βγάλαμε τραγούδι, ανεβάσαμε παράσταση και σκαρώσαμε ταινιάκι μικρού μήκους, αποκτήσαμε μεταπτυχιακά και το πρώτο μας botox, βάλαμε Netflix, βγάλαμε Netflix, πήραμε τετράδια που γεμίσαμε με λέξεις γράφοντας μολοβένια, κι ας έχουμε κινητό-λάπτοπ-τάμπλετ, βοηθήσαμε τους γονείς μας με το smartphone τους, δώσαμε τα κλειδιά στου διαμερίσματός μας στον μικρό αδερφό, κάναμε φίλους από εξωτικές χώρες και μάθαμε να λέμε καλημέρα στα πακιστανικά και στα αλβανικά, γεμίσαμε το σαλονάκι μας φύλλα και λουλούδια, κάναμε το πρώτο μας παιδί, μείναμε άφραγκοι, νιώσαμε πλούσιοι, αδικημένες, ευγνώμονες, τυχεροί, μπερδεμένοι, μωρά και έφηβοι ακόμα, πρόωρα γέροι, φρικτά κουρασμένοι, αδιανόητα ορεξάτοι για να βάλουμε φωτιά στα πάντα και να τα φτιάξουμε όλα από την αρχή.
Τα «Φτηνά Τσιγάρα» μας, η Νίκι Μινάζ, ο Εντ Σίραν, το binge watching μας, η Λίνα Νικολακοπούλου μας (ω, δεν είναι μας, είναι όλων), τα ρεμπέτικα, το low bap, τα γήπεδά μας, τα σχολικά μας λευκώματα, ο Παντέλος, ο Θανάσης, η Μποφίλιου, οι stand up comedians, το Tinder και το Grinder μας, τα erasmus μας, τα αμερικάνικα sitcoms, η αυτοναφορικότητά μας, η ημιμάθειά μας, η τρυφερότητά μας, ο αυτοσαρκασμός μας, η διάθεσή μας να εκτεθούμε, να ζήσουμε, να πεθάνουμε.
Κάνουμε στόρις στο Ίνστα, στέλνουμε μακροσκελή μέιλ στ’ αφεντικά μας, σκαρώνουμε όνειρα κλεμμένα από τις κομεντί που βλέπουμε στα θερινά, πάμε μπουζούκια, στέλνουμε λουλούδια μέσω Wolt στη μάνα μας, κόβουμε μόνες μας τα μαλλιά μας, αγοράζουμε sex toys, αντιλαμβανόμαστε την σεξουαλικότητά μας με τρόπο πλατύ, υγρό, υπέροχο, αρρωσταίνουμε, ντρεπόμαστε που βολευόμαστε, θέλουμε μεγαλύτερο διαμέρισμα, καλύτερο μισθό, οι φίλοι μας παντρεύονται, ο πλανήτης φλέγεται, ο covid μας σκότωσε τον παππού και τις νύχτες μας, είμαστε πρόβατα και ακολουθούμε ινφλουένσερς και πολιτικούς αναλυτές του πληκτρολογίου, είμαστε τσομπάνηδες εμείς και μας ακολουθούν οι άλλοι να δείχνουμε τις ραγάδες μας ή να προτείνουμε βιβλία.
Χωρίζουμε, βάζουμε όρια, φοβόμαστε να πούμε σ’ αγαπώ, λέμε σ’ αγαπώ, κάνουμε λάθη, πίνουμε κόκες και lsd και μπάφους χωρίς να είμαστε ή να θεωρούμαστε ροκ σταρ, περιθωριακοί ή χίπηδες, χάνουμε την σεξουαλική μας όρεξη, έχουμε ασίγαστη σεξουαλική όρεξη, είμαστε τρανς, μετανάστες, βιοπαλαίστριες και queens, μας νοιάζει ο εαυτούλης μας, μας νοιάζει η κοινωνία, ανθρωποτρώμε στα σόσιαλ, κάνουμε δίαιτες της νέας εποχής, ζητάμε συγγνώμη, συζητάμε ατελείωτα, δεν έχουμε ιδέα πώς να την πέσουμε σωστά στον άνθρωπο που ποθούμε, θέλουμε να είμαστε μουνάρες και άντρακλες, αλλά να είμαστε έτσι με έναν κουλ, συμπεριληπτικό τρόπο, σιχαινόμαστε τη λέξη «συμπεριληπτικός», λατρεύουμε τη λέξη «συμπεριληπτικός», είμαστε ποιήτριες, περιπτεράδες, ταξιτζήδες, άεργες, διάσημοι από reality shows, ευτυχοδυστυχισμένοι.
Τα τελευταία χρόνια της συμβατικής νιότης (και πάλι γέροι μπρος στον Μπωντλέρ και τον Ρεμπώ) τα ζήσαμε κλεισμένοι μέσα. Χωρίς φιλιά, χωρίς σωματικά υγρά, χωρίς τα χέρια μας μαζί με άλλα, χιλιάδες χέρια σε ένα κλαμπ ή μια συναυλία, χωρίς πολλά λεφτά-«σιγά μην κλάψω».
Κι αν είμαστε πλούσιοι, το αμάξι μας έβγαλε ρίζες στο γκαράζ, παχύναμε, αρρωστήσαμε μέσα μας, δεν είχαμε πού να φλεξάρουμε το είναι μας και πού να ξοδευτούμε. Κι αν είμαστε του μεροκάματου, χάσαμε το οξυγόνο μας πίσω από την φρικτή μάσκα, μες στον συνωστισμό των λεωφορείων (πάντα αργούν τα λεωφορεία), μπήκαμε σε γκρίζα γραφεία χωρίς καλημέρες και χαμόγελα (μόνο στα σήριαλ σε ερωτεύεται ο κούκλος του γραφείου), κατεβήκαμε σε λάντζες φασαίικων μαγαζιών που προμηθεύουν take away και delivery, ήμασταν οι ντελιβεράδες εμείς κι εμείς οι πελάτες-πρώτα παραδίδεις σουβλάκι, μετά τρως σουβλάκι, έτσι είναι, φίλε μου.
Η Γενιά μας και οι άλλες γενιές, οι μεγαλύτεροι γκόμενοί μας, οι γονείς μας, οι μαθήτριές μας, τα ανίψια μας , όλες και όλοι εμείς οι κάτοικοι της πόλης, της χώρας, της Γης μοιάσαμε λίγο με ανήξερα χαμστεράκια, τρεχάτα μονίμως, έτοιμα να σβήσουν το αμέσως επόμενο λεπτό της κωλοπιλάλας τους.
Μάσκα, φόβος, καταστολή, δικαιοσύνη, κρατικές προσπάθειες, κρατικά λάθη, ανθρώπινα λάθη, νοσηλευτές και γιατροί, σκουπιδιάρηδες και καθαρίστριες, υπάλληλοι σούπερ μάρκετ και φαρμακοποιοί και φουρνάρισσες και άνεργοι και υγιείς και άρρωστοι-ένα σουρεάλ γαϊτανάκι. Η πραγματικότητά μας.
Γύρω από όλα αυτά και μέσα από όλα αυτά, κάποιοι πατάμε τα 30 μας.
Μεγαλώσαμε όμορφα, πικρά. Περιμένει ο κόσμος από εμάς να ηγηθούμε τώρα. Να πάρουμε θέσεις σε εταιρείες, σε μήντια, σε εστιατόρια, σε δισκογραφικές. Στην οικογένειά μας, στην πολυκατοικία μας, στον δήμο μας, στον εαυτό μας.
Μπήκαμε στην επόμενη κατηγορία στις έρευνες. Φτάνει το 18-29 για εμάς. Εμείς, 30 τώρα. Και κανένα πρόβλημα-έτσι λέμε στους φίλους μας, έτσι νιώθουμε κι εμείς στ’ αλήθεια καμιά φορά.
Τις άλλες φορές ουρλιάζουμε βουβά μέσα μας. Λέμε πως αποτύχαμε, πως αργήσαμε, πως κάναμε λάθη που δεν αντιστρέφονται, πως έπρεπε να έχουμε φύγει από την χώρα και πως χρειαζόταν να είχαμε ξεκινήσει γυμναστήριο πολλά χρόνια πριν και πως δεν ήταν καλή απόφαση να χωρίσουμε την Ελένη γιατί αυτή ήτανη γυναίκα της ζωής μας και δεν θα περιμέναμε να στείλει Αυτή που δεν στέλνει ποτέ κι Εκείνη που μας αφήνει στο διαβάστηκε.
«Μεγαλώσαμε, ρε μαλάκα», λέει ένα παιδί στον φίλο του, στο μετρό Μοναστηράκι. Χαμογελάω μόνη μου ακούγοντάς τους και περπατάω, όλο περπατάω.
Θυμάμαι που βιαζόμουν να μου έρθει η περίοδος. Που ζήλευα τις 30ρες στα 17 μου. Που ήθελα δικό μου σπίτι. Και τη δουλειά των ονείρων μου. Και να κάνω ό,τι γουστάρω χωρίς να δίνω λογαριασμό.
Γιατί πίστευα, όπως πάντα πιστεύουν όλοι και όλες στα κρυφά, πως για μένα θα είναι αλλιώς. Και δεν στεναχωριέμαι καθόλου, ούτε μελαγχολώ που δεν ήταν. Θέλω απλώς να γίνω διάσημη πριν γεράσω. Διάσημη για τα κείμενά μου, φυσικά, τις εκπομπές, την τέχνη μου ( πειράζει; ).
Θέλω κι ένα παιδί να το δω να κάνει τα ίδια όμορφα λάθη που έκανα εγώ και η μαμά μου.
Θέλω να αγκαλιάσω όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν το ‘90 σε αυτήν τον πλανήτη, σε αυτήν την χώρα. Ιδίως τα κορίτσια-ξέρουμε εμείς. Είμαστε υπέροχα παιδάκια, σας λέω.
Γι’ αυτό σκέφτομαι και γράφω την Γενιά μας με κεφαλαίο. Εκεί, στην γωνία του Γ, ζωγραφίζουμε έναν ήλιο όπως κάναμε μικρά. Έχουμε πονέσει, έχουμε καεί, έχουμε σωθεί, έχουμε να δώσουμε πολλά, να κάψουμε άλλα τόσα, να σώσουμε, να χάσουμε κι εμείς.
Είμαστε ήλιοι, σας λέω!
Η Γεωργία Δρακάκη είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας