Αναγνώστες

Το σόμπορο

Τρεις-τέσσερις γιαγιάδες με τα τσεμπέρια τους, κάθε απόγευμα κοντά στη δύση του ήλιου, έβγαζαν τα σκαμνάκια τους σε κάποιο στενάκι, καθόταν η μία δίπλα στην άλλη και σχολίαζαν τη μέρα.

protagon.import

«Σόμπορο: Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει "συγκεντρώνομαι". Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσσαλονίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις..», αντιγράφω από ανάρτηση φίλου, πριν από μερικές μέρες, με την ευκαιρία ανοίγματος ενός πολύ όμορφου νέου καταστήματος με το παραπάνω όνομα. 

Έχω αυτές τις μνήμες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε χωριό της Βόρειας Ελλάδας και η εικόνα που περιγράφεται παραπάνω εξακολουθεί να διατηρεί τη φρεσκάδα και τα χρώματά της στο μυαλό μου. Τρεις τέσσερις γιαγιάδες -οι οποίες μπορεί και να μην ήταν γιαγιάδες με τα «σημερινά όρια ηλικίας», απλά έτσι τις βλέπαμε εμείς τότε, πενηντάρες δηλαδή- με τα τσεμπέρια τους, κάθε απόγευμα κοντά στη δύση του ήλιου, έβγαζαν τα σκαμνάκια τους σε κάποιο στενάκι, καθόταν η μία δίπλα στην άλλη και σχολίαζαν τη μέρα. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συζητούσαν. Μπορώ όμως να το φανταστώ, από τον κόμπο που ένιωθα στο στομάχι, αν έπρεπε να περάσω από μπροστά τους και να δεχθώ το βλέμμα τους. Η διεισδυτικότητά του μπορεί να συγκριθεί μόνο με του αξονικού τομογράφου. Το δε ύφος τους στην ερώτηση «ποιανού παιδί είσαι συ;» κάνει το ύφος της Κωνσταντοπούλου, όταν ανέκρινε τον Ταγματάρχη, να φαίνεται στοργικό. "Κουτσομπολιό", θα πείτε. "Σόμπορο" το λέγαμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το “ελληνικό” σόμπορο ήταν σύμφυτο με τη χαλαρότητα του τέλους μιας κουραστικής  μέρας. Οι συζητήσεις αφορούσαν ελαφρά θέματα, κυρίως τα στραβά των άλλων, κουτσομπολιό δηλαδή και  άσχετα με την αρχική έννοια της λέξης, δεν ήταν μια συζήτηση που θα ασχολιόταν με λήψη σοβαρών αποφάσεων.

Μεγαλώνοντας τα έλυσα όλα αυτά. Κράτησα μόνο τη νοσταλγία και τη γραφικότητα της εικόνας. Διαβάζοντας, δε, στην πρώτη μου νεότητα, το σημείωμα του Έκο για “το κουτσομπολιό ως πολιτική αρετή”, που -αν το ερμηνεύω σωστά- δικαιολογεί τις γυναίκες προτάσσοντας το επιχείρημα  του αποκλεισμού τους από τον πραγματικό δημόσιο διάλογο, δικαιολόγησα μέσα μου και την αδιακρισία και τις αξονικές.
  
Τα σκέφτομαι όλα αυτά με αφορμή τη χτεσινή συζήτηση στη Βουλή. Και πραγματικά δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ, τον σκοπό όλης αυτής της διαδικασίας. Ενημέρωση; Ποια ενημέρωση; Δεν μάθαμε κάτι καινούργιο, εκτός ίσως από τις σεξουαλικές προτιμήσεις κάποιων, που μάλλον λόγω όγκου, περιορίζονται στο σχήμα “στα τέσσερα”. Ουσιαστική κουβέντα; Καμία νέα ιδέα, πρόταση για το πού πάμε; Μια από τα ίδια. Εσείς φταίτε, όχι εσείς φταίτε κ.ο.κ. Αντεγκλήσεις, γραφικότητες και εξυπνάδες.

Και φυσικά την κύρια ευθύνη φέρει η κυβέρνηση. Ρε παλικάρια. Πόσον καιρό θα σας πάρει για να καταλάβετε ότι η ερώτηση “θέλετε τη δική μας πρόταση ή των δανειστών;” είναι του ιδίου επιπέδου με την ερώτηση “θέλετε τη Mόνικα Μπελούτσι ή τη Γεωργία Βασιλειάδου;”. Βρε εγώ τη Μόνικα θέλω, αλλά τη Μόνικα τη ρωτήσατε; Δεν σας βγάλαμε για να μας πείτε τι θέλουμε. Άμα είναι ν’ αρχίσουμε να συζητάμε τι θέλουμε, μπορώ να γεμίσω το protagon μόνος μου. Αλλά το τι ΜΠΟΡΟΥΜΕ. Και εσείς μας είπατε ότι ΜΠΟΡΕΙΤΕ να τα κάνετε καλύτερα, να μην πω τέλεια. Ότι θα πείσετε δηλαδή τη Μόνικα να θέλει. Τώρα, αν στην πορεία καταλάβατε ότι δεν μπορείτε και όλα αυτά που μας λέγατε ήταν απλά χαλαρό σόμπορο για να περνάει η ώρα, να κάνετε στην άκρη να περάσει ο επόμενος. Τέρμα η πλάκα δηλαδή, τέρμα και το σόμπορο.