Διανύουμε την έκτη εβδομάδα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ο πόλεμος αυτός καταρρίπτει την ομολογημένη ή ανομολόγητη πεποίθησή μας ότι η Ευρώπη είναι μια «ειρηνική» ήπειρος που έμαθε από τα καταστροφικά λάθη του παρελθόντος. Η πεποίθηση αυτή συνοδεύτηκε επί δεκαετίες από μία άλλη: ότι οι πάντες ανά τον κόσμο κοιτούσαν προς το δικό μας ειρηνικό και δημοκρατικό επίτευγμα, αναγνωρίζοντας την επιτυχία του και προσπαθώντας να μας μοιάσουν.
Όταν η εικόνα αυτή δεν ταίριαζε με τα γεγονότα (πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας, πόλεμος στη Γεωργία κλπ.), εξηγούσαμε τις εξελίξεις ως «περιφερειακές συγκρούσεις» που επιβεβαίωναν τον κανόνα στον πυρήνα της Ευρώπης (το Ζάγκρεμπ ή το Βελιγράδι ουδόλως απείχαν πολύ από το κέντρο της Ευρώπης, όμως έτσι αντιλαμβάνονταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης τα πράγματα). Η ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη έγινε μέρος του αυτονόητου, κι ας υπενθύμιζαν σοβαροί ιστορικοί ότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν ένα διάλειμμα σε μια κατά τα άλλα «σκοτεινή ήπειρο» (M. Mazower). Αυτή τη στιγμή, μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα σε έκταση και πληθυσμό δέχεται εισβολή από μια άλλη, μεγάλη και ευρασιατική, μία τουλάχιστον μικρή χώρα απειλείται άμεσα σε περίπτωση εξάπλωσης του πολέμου (Μολδαβία), ενώ οκτώ χώρες-μέλη της Ε.Ε. και οκτώ ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ συνορεύουν με τους εμπόλεμους. Ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία αλλά και στην πόρτα μας και οι βεβαιότητες με τις οποίες πορευόμασταν μέχρι και πριν από τέσσερις εβδομάδες δεν ισχύουν.
Οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ αντέδρασαν με ομοθυμία έναντι της ρωσικής εισβολής (εδώ η Τουρκία αποτελεί ίσως μια μερική εξαίρεση), όμως δεν είναι πολύ μακριά η εποχή που η συνοχή του ΝΑΤΟ απειλούνταν από τις θέσεις και τις ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ και του κύκλου του στις ΗΠΑ. Το μέγεθος της διαφοράς που νιώθουμε ότι θα έκανε ο πρώην πρόεδρος της Αμερικής σε σχέση με τον νυν σε ζωτικά θέματα ασφάλειας στην Ευρώπη σε καιρό πολεμικής σύρραξης είναι ένα δεδομένο που προσθέτει στις ευρωπαϊκές ανησυχίες. Μας έδειξε ότι ούτε η ευρωατλαντική στρατηγική σχέση είναι, δυνητικά, χωρίς αστερίσκους (για να μην ξεχνιόμαστε, μόλις πριν από ενάμιση χρόνο ευρωπαίοι ηγέτες δήλωναν δημοσίως ότι δεν μπορεί πλέον η Ευρώπη να βασίζεται στις ΗΠΑ). Και την ίδια στιγμή, το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην ήπειρο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ρίχνει άλλο φως στις πιέσεις που δέχονταν για καιρό οι ευρωπαϊκές χώρες από την Ουάσιγκτον για να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς και να διαφοροποιήσουν τις ενεργειακές τους πηγές σε σχέση με τη Ρωσία.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι αναγκαίο να μας αφυπνίσει και ως προς τον τρόπο που καταλαβαίνουμε τον υπόλοιπο κόσμο. Το πώς νοηματοδοτούμε ως Ευρωπαίοι αυτόν τον πόλεμο τείνουμε να τον προβάλλουμε ως τον τρόπο που τον βλέπει και το σύνολο της διεθνούς κοινότητας εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Σε αυτό συνέβαλλε και το πρόσφατο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης στον ΟΗΕ. Όμως, όσες χώρες δεν ταιριάζουν σε αυτήν την θεώρηση (οι λίγες εξαιρέσεις στις καταδικαστικές για τη Ρωσία ψήφους) επηρεάζουν πολύ περισσότερο τα παγκόσμια πράγματα από όσο θα θέλαμε. Ίσως ακόμη πιο σημαντικό να είναι το ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν βλέπει την Ευρώπη απαραίτητα ως το κέντρο των εξελίξεων. Αυτή τη στιγμή ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και γενικότερα, βρίσκεται εντελώς εκτός του ευρωατλαντικού άξονα: πρόκειται για την Κίνα, στην οποία στην πραγματικότητα στρέφονται πολλά – και δικά μας – βλέμματα και από την οποία πολλές χώρες ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και ευρωπαϊκές, εξαρτώνται ποικιλοτρόπως. Αλλά και άλλες σημαντικές χώρες δεν συντάσσονται με την Ευρώπη στις αντιδράσεις που προέκρινε απέναντι στη Ρωσία (Ινδία, μεσανατολικές χώρες). Αυτή η πραγματικότητα είχε ήδη γίνει εδώ και καιρό αντιληπτή σε άλλα ζητήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος (όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής), αλλά έχει φανερά πλέον και άμεσες συνέπειες για πολιτικά και αμυντικά θέματα κεντρικής σημασίας στην ήπειρό μας.
Υπάρχει, τέλος, και μια άλλη σημαντική πτυχή σχετική με τις αξίες που στην ήπειρό μας ονομάζουμε συχνά «μέρος της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας». Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η εισβολή, τόσο περισσότερο θα αλλάζει την ίδια την Ουκρανία. Σε μια χώρα όπου η αντίσταση ενάντια στους εισβολείς μετράει θύματα μεταξύ αμάχων και εκτεταμένες καταστροφές κάθε ώρα, η προσπάθεια για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας πλουραλιστικής, δημοκρατικής και ανοικτής στον κόσμο γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Όταν δεν περισσεύει κανείς στην αντίσταση ενάντια σε μια τέτοια λαίλαπα με απάνθρωπες τακτικές εξόντωσης του πληθυσμού (το παράδειγμα της Μαριούπολης είναι συγκλονιστικό), η χωρίς δεύτερες σκέψεις στοίχιση στην κοινή προσπάθεια υπερτερεί και οι δυνάμεις του σκληρού εθνικισμού ενισχύονται. Έτσι όμως θα υποφέρει ολοένα και περισσότερο, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν, η ελευθερία της έκφρασης και ο σεβασμός στην πολυφωνία, που είναι και η βάση της δημοκρατίας. Ο πόλεμος και η καταστροφή ροκανίζουν τα ίδια τα θεμέλια της ανοικτής κοινωνίας, που πολλοί Ουκρανοί ανεξαρτήτως εθνικότητας, μαχόμενοι σήμερα για την επιβίωσή τους, ονειρεύονται για τη χώρα τους.
* Η Γεωργία Μαυροδή είναι διδάκτορας πολιτικής επιστήμης.