Την ελληνική κοινωνία θα τη χαρακτηρίζαμε αναμφίβολα ως «παιδοκεντρική». Η οικογένεια που υπερπροστατεύει τα βλαστάρια της, οι θυσίες της για αυτά, η προσήλωση στο στόχο να έχουν τα παιδιά ένα καλύτερο μέλλον από αυτό των γονιών τους ή τουλάχιστον να μην χάσουν τα προνόμια και την ευμάρεια που απόλαυσαν οι γονείς τους. Εδώ όμως η νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας και κατ΄επέκταση της Ελληνικής Πολιτείας αποδεικνύεται για άλλη μια φορά «αλλήθωρη». Αλλα μέτρα και άλλα σταθμά για τα δικά μας παιδιά και άλλα για τα παιδιά που είχαν την ατυχία να χάσουν τους γονείς τους ή να έχουν γονείς που κάθε άλλο παρά ως τέτοιοι μπορούν να χαρακτηριστούν. Η δεύτερη κατηγορία παιδιών μπορεί να θεωρεί εαυτόν πολύ τυχερό όταν θα βρει θέση σε κάποιο ίδρυμα παιδικής «προστασίας και φροντίδας», θα αποτελεί ομάδα-στόχο φιλάνθρωπων, «προϊόν» που θα αποδεικνύει την φιλευσπλαχνία, τη μεγαλοψυχία και τη γενναιοδωρία κάποιων ανθρώπων των οποίων τα κίνητρα δεν είναι πάντα εμφανή και αθώα. Πάντως η φιλανθρωπία προσδίδει αναμφίβολα κοινωνικό status μέσω της δημοσιότητας, στήνει ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό προφίλ, δημιουργεί καριέρες και προσελκύει μεγάλα χρηματικά ποσά και οικονομικά οφέλη σε όσους θελήσουν να εμπλακούν με αυτήν είτε άμεσα, είτε έμμεσα.
Από την άλλη πλευρά η θλιβερή όψη του Κράτους (κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης) που αποδεικνύει περίτρανα την ανικανότητά της να προστατέψει αυτό που το Σύνταγμα επιτάσσει. Την παιδική ηλικία και τα δικαιώματα των ανηλίκων, πολύ περισσότερο αυτών που δεν έχουν γονικό περιβάλλον και το υποκαθιστά εκ του νόμου η Πολιτεία. Τον τελευταίο καιρό γίναμε μάρτυρες επανειλημμένων περιστατικών που αποδεικνύουν ότι το εγκαταλελειμμένο, κακοποιημένο και παραμελημένο παιδί βρίσκεται στο έλεος της μοίρας του και κανενός άλλου.
Επτάχρονο παιδί που δολοφονήθηκε από τον ναρκομανή πατέρα του, παιδιά εγκαταλελειμμένα στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας γιατί οι γονείς ήταν στη φυλακή, κοριτσάκι 11 χρονών που το εξέδιδε ο πατέρας του για 5 ευρώ, πρόεδρος ιδρύματος «υπεράνω πάσης υποψίας» που κακουργηματικά ασελγούσε στα παιδιά που υποτίθεται ότι προστάτευε επί 40 και πλέον χρόνια, παιδάκι 2,5 χρονών πνίγεται «σε βόθρο» ενός ιδρύματος.
Ας το θέσουμε ορθά κοφτά. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κράτος – πρόνοιας για τους ανήλικους. Δεν υπάρχει καμιά κοινωνική υπηρεσία που θα ενδιαφερθεί άμεσα για την τύχη παιδιών που οι γονείς τους νοσηλεύονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, φυλακίζονται, κάνουν χρήση ουσιών, έχουν δραστηριότητες οι οποίες δεν προσιδιάζουν σε ανθρώπους που έχουν την ευθύνη ανατροφής ανηλίκων. Δεν μπαίνει ποτέ κοινωνικός λειτουργός σε κανένα σπίτι εκτός εάν γίνει «καταγγελία» και ευκαιρήσει κανένας Εισαγγελέας Ανηλίκων μέσα στα πολλά του καθήκοντα να ασχοληθεί με το περιστατικό. Συνήθως όταν είναι πολύ αργά για το παιδί.
Αλλά ακόμη και όταν ασχοληθεί, η τύχη του παιδιού είναι προδιαγεγραμμένη. Εγκλεισμός – μάλιστα εγκλεισμός – σε ένα ίδρυμα, γιατί για κανένα παιδί δεν είναι τύχη να βρεθεί μέσα σε ένα ίδρυμα. Και μετά το παιδί αυτό εξαφανίζεται. Κανείς δεν ενδιαφέρεται γι αυτό, για τη ζωή του, για το μέλλον του.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα. Οποιοσδήποτε θελήσει συστήνει ένα «εικονικό» φιλανθρωπικό σωματείο και μένει ισόβιος Πρόεδρος σε αυτό, ασκώντας κατά το δοκούν κοινωνική πολιτική για το παιδί. Τα ιδρύματα λειτουργούν χωρίς άδεια λειτουργίας από την Πολιτεία, χωρίς εγκεκριμένους εσωτερικούς κανονισμούς , χωρίς ενιαίο πλαίσιο λειτουργίας. Ο έλεγχός τους που οφείλει να γίνεται από τα Τμήματα Κοινωνικών Συμβούλων των Περιφερειακών Ενοτήτων ως προς τις συνθήκες ανατροφής των παιδιών και το παιδαγωγικό μοντέλο που εφαρμόζεται και από τα αντίστοιχα τμήματα των Δήμων για διαχειριστικά θέματα, δεν γίνεται ποτέ επί της ουσίας με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει κανείς – ούτε Εισαγγελείς, ούτε δημόσιοι λειτουργοί ποιες είναι στην πραγματικότητα οι συνθήκες ανατροφής των παιδιών μέσα στα ιδρύματα. Μεγάλα χρηματικά ποσά και χορηγίες μπαίνουν στα ταμεία των φορέων αυτών, μόνο που κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς κατανέμονται τα ποσά αυτά και ποια είναι η ωφέλεια που τελικά καταλήγει στο σκοπό για τον οποίο δίνονται που είναι οι διαρκώς βελτιούμενες συνθήκες ανατροφής των ανηλίκων που περιθάλπονται. Μεγάλες ακίνητες περιουσίες που κληροδοτούνται ή δωρίζονται σε φιλανθρωπικά σωματεία και ιδρύματα είναι άγνωστο αν αξιοποιούνται, σε ποιο βαθμό, σε ποια κατεύθυνση και εάν τηρούνται οι όροι που θέτουν οι κληροδότες ή δωρητές. Το χειρότερα όμως από όλα είναι ότι το Κράτος επιτρέπει σε κάθε ιδιώτη (σωματείο, αστική εταιρεία, ίδρυμα) να ασκεί την προσωπική του παιδαγωγική πολιτική σε ανήλικους που η Πολιτεία υποχρεούται από το Σύνταγμα και τους Νόμους να προστατεύει, να επιτρέπει και συνένοχα να ανέχεται να μην εφαρμόζεται η πολιτική για την αποϊδρυματοποίηση των ανηλίκων που θεσπίστηκε εδώ και 25 χρόνια και συνοπτικά σημαίνει την υποχρέωση που έχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην προστασία των ανηλίκων να φροντίζουν για την οικογενειακή τους αποκατάσταση μέσω της αναδοχής και της υιοθεσίας τους και μόνο εφόσον αυτό είναι αδύνατον να παραμένουν τα παιδιά σε ιδρύματα κλειστής φροντίδας.
Ακόμη από το 1993 με το προεδρικό διάταγμα 337/1993 και από το 2009 στη συνέχεια με το προεδρικό διάταγμα 86/2009 υπάρχει ειδική νομοθεσία για την εφαρμογή της αναδοχής ανηλίκων και τη λειτουργία αναδόχων οικογενειών που με μικρές νομοθετικές βελτιώσεις που απαιτούνται (και λειτουργούν μέχρι σήμερα ως άλλοθι απραξίας), θα είναι απόλυτα λειτουργική εφόσον υπάρχει η βούληση – που δεν υπάρχει- για την εφαρμογή της. Επανειλημμένα τέθηκε από τη γράφουσα υπόψη των αρμόδιων φορέων ότι πρωτεύουσας σημασίας για την εφαρμογή του θεσμού της αναδοχής είναι η εκπαίδευση και η κατάρτιση των επαγγελματιών της κοινωνικής πολιτικής γιατί χωρίς αυτούς δεν μπορεί κανένας προστατευτικός θεσμός να λειτουργήσει.
Η επιβολή σε κάθε φορέα παιδικής προστασίας της υποχρέωσης να συνεργάζεται με τις Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας και Αλληλεγγύης των Περιφερειακών Ενοτήτων που πρέπει να θεσμοθετηθούν ως όργανα γενικής αρμοδιότητας σε κάθε νομό για την αναδοχή των ανηλίκων (όπως άλλωστε συμβαίνει με τις υιοθεσίες) που τοποθετούνται σε ιδρύματα ή σωστότερα πριν τοποθετηθούν σε αυτά και η σύνδεση της χρηματοδότησής τους με την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής θα αναγκάσει επιτέλους τους επικεφαλής των ιδρυμάτων που αρνούνται για δικούς τους λόγους την αποϊδρυματοποίηση, να συμμορφωθούν στη νομική τους υποχρέωση. Η θέσπιση υποχρεωτικών κριτηρίων για τη ίδρυση και λειτουργία φορέων παιδικής προστασίας δημόσιων και ιδιωτικών – έστω με μια αναγκαία περίοδο προσαρμογής – η ύπαρξη ενιαίου εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας για όλα τα ιδρύματα σύμφωνου με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία αποτελούν άμεση προτεραιότητα και ευθύνη και του Κράτους που δεν δικαιολογείται για άλλες καθυστερήσεις. Είναι γεγονός πως η σωστή προνοιακή πολιτική για το Παιδί, απαιτεί στελέχη εκπαιδευμένα στο αντικείμενό τους και ενιαία προσανατολισμένα στην υποχρεωτικότητα των θεσμών αποϊδρυματοποίησης. Σήμερα υπάρχουν κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι που δεν γνωρίζουν καν το θεσμό της αναδοχής ως έννοια, πολύ περισσότερο ως εφαρμογή καθώς και στελέχη διοικήσεων που θεωρούν ότι μπορούν να αρνούνται την εφαρμογή της ως προσωπική τους επιλογή, καταστρατηγώντας την υποχρεωτικότητα που δημιουργεί η διεθνής, ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία αλλά και η κοινωνική πρακτική.
Επιτέλους ας σταματήσουν οι επαγγελίες των καλών προθέσεων. Ας γίνει και κάτι πράξη.
*Η Ελένη Γεώργαρου είναι νομικός δικηγόρος Θεσσαλονίκης και εμπειρογνώμονας παιδικής προστασίας