Την Κυριακή 17 Ιουνίου 2018, συνομολογήθηκε σε επίπεδο πρωθυπουργών η απόφαση για μια σειρά παρεμβάσεων στο σύνολο των διμερών προβλημάτων, ώστε να επιτευχθεί πλήρης εξομάλυνση σε βάθος χρόνου. Οδικό χάρτη θα αποτελέσει η επίμαχη συμφωνία, η οποία είναι «προϊόν» μιας εξάμηνης διαπραγμάτευσης μεταξύ των κυρίων Κοτζιά- Ντιμιτρόφ. Η Συμφωνία είναι ισορροπημένη (win-win) και για τα 2 μέρη, καίτοι και στις δυο χώρες ορισμένα κοινωνικοπολιτικά σύνολα την αντιλαμβάνονται ως ετεροβαρή. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε καθεστώς μιας προκαταρτικής συναίνεσης ή μιας ιδιότυπης 2ης ενδιάμεσης συμφωνίας, έως ότου μετουσιωθεί σε ένα κείμενο οριστικής ρύθμισης των διμερών διαφορών. Οφείλουμε να εξετάσουμε πρωτίστως τα θετικά και τα αρνητικά σημεία της Συμβάσεως.
Προβληματικά Σημεία
- Erga Omnes. Το erga omnes στην παρούσα συμφωνία είναι «δυσδιάκριτο» υπό την έννοια ότι η ρήτρα ισχύει ενιαία, αμετάφραστη και αδιαίρετη. Στην παρούσα συμφωνία, η ισχύς της ρήτρας είναι υπό αίρεση.
- Γλώσσα και Εθνικότητα (και όχι Ιθαγένεια). Η Γλώσσα θα είναι η Μακεδονική και όχι Βορειομακεδονική (αλλά θα ανήκει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.4). Το ίδιο ισχύει και για την Εθνικότητα, και εδώ η εθνική παραχώρηση υπάγεται στο πλαίσιο των κοινών υποχωρήσεων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά. Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τη συνταγματική τροποποίηση, η κυβέρνηση Ζάεφ διατήρησε Γλώσσα και Ιθαγένεια.
Θετικά Σημεία
- Επίτευξη λύσης πολύ κοντά στην εθνική γραμμή όπως διατυπώνονταν από την ελληνική εξωτερική πολιτική κατά την τρέχουσα 20ετία και ειδικά μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας το 1995 (Interim Accord).
- Προβλέπονται 152 συνολικά παρεμβάσεις στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας κυρίως στο προοίμιο, και στα επίμαχα άρθρα υπ.αρ. 3 και 49, για τα οποία εκφράζονταν διαχρονικά ελληνικές ενστάσεις.
- Αλλαγή ονομασίας από «Μακεδονία» σε «Βόρεια Μακεδονία» κάτι το οποίο άρχισε να υιοθετείται άμεσα από τα διεθνούς εμβέλειας Μ.Μ.Ε. Ο Ζάεφ θα συντάξει επιστολές προς τις 134 χώρες (οι οποίες ήδη αναγνώρισαν τη χώρα με το Συνταγματικό της όνομα), μέσω των οποίων θα αιτείται την αναπροσαρμογή της πράξης αναγνώρισης προς την κατεύθυνση των συμφωνηθέντων. Σταδιακά και μετά την επικύρωση της Συμβάσεως, η εν λόγω μεταβολή θα υιοθετηθεί από το σύνολο των διπλωματικών υπηρεσιών.
- Αφ’ης στιγμής επικυρωθεί το κείμενο, λαμβάνει δεσμευτικό χαρακτήρα για τις δύο πλευρές, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι ανεξαρτήτως του πολιτικού φορέα που θα βρίσκεται στο κυβερνητικό θώκο της γείτονας (π.χ. VMRO-DPMNE), οποιαδήποτε παρέκκλιση θα συνιστά παράβαση.
- Εγγυήσεις ως προς το απαραβίαστο των συνόρων και πλήρης προσήλωση στις διατάξεις του Κ.Χ. των Η.Ε. περί αποφυγής χρήσης βίας (Άρθρο 3 της Συμφωνίας). Συνεπώς ικανοποιούνται οι ελληνικές αιτιάσεις περί «αλυτρωτισμού».
- Αποσυσχέτιση απο την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και τους αρχαίους Μακεδόνες Βασιλείς. Αυτό συνεπάγεται ότι η Εκπαίδευση στη γειτονική χώρα θα επιστρέψει στο αφήγημα της προ Dragan Taskovski εποχής. Και σ’αυτή την περίπτωση ικανοποιείται η Ελλάδα στην κατεύθυνση σεβασμού του εθνικού ιστορικού κεφαλαίου (Άρθρα 7 και 8).
- Περαιτέρω εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας (Άρθρα 9-20), κάτι το οποίο θα έχει εξόχως ευεργετικά αποτελέσματα στις ακριτικές περιοχές μέσω των κοινών προγραμμάτων διασυνοριακής δράσης, ειδικά εάν και εφόσον η Π.Γ.Δ.Μ. λάβει πρόσκληση ένταξης στην Ε.Ε. (ανάταξη οικονομίας, θεσμικές μεταρρυθμίσεις κ.α.).
- Αποδέσμευση διπλωματικού κεφαλαίου προς έτερα ζητήματα.
- Αποτροπή «διολίσθησης» και άλλων χωρών, προς την κατεύθυνση αναγνώρισης της γειτονικής χώρας με το τρέχων συνταγματικό της όνομα, κάτι το οποίο θα θεωρούνταν βεβαιότητα εάν είχε παραταθεί η μη επίλυση της διαμάχης.
- Ευρεία αποδοχή της απόφασης σε επίπεδο διεθνούς κοινωνίας και ειδικά από το σύνολο των βαλκανικών χωρών (επιφυλακτική στάση τήρησε μόνο η Βουλγαρία), κάτι το οποίο έγινε εμφανές από το σύνολο των δημοσιευμάτων.
Είναι εμφανές ότι το σύνολο των επαχθών μεταρρυθμίσεων, το επωμίζεται η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας με ανυπολόγιστο πολιτικό (και όχι μόνο) κόστος. Το εύρος των παραπάνω μεταβολών ενέχει παράλληλα και υψηλό οικονομικό κόστος (λ.χ. για την αντικατάσταση χαρτονομισμάτων), κάτι το οποίο δεν έχει γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα.
Η αναγκαιότητα ενός συμβιβασμού
Η επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού την παρούσα χρονική περίοδο φάνταζε ως μονόδρομος για όσους μελετούν τις Διεθνείς και τις Διαβαλκανικές σχέσεις, μέσα από ένα επιστημονικό πρίσμα.
Πρωτίστως διότι κάθε φορά που είχαμε επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης, οι προτεινόμενες λύσεις ήταν απείρως χειρότερες από τις προηγούμενες. Ποιος Έλληνας, δεν θα επιθυμούσε ως επικρατέστερη, την προτεινόμενη λύση του 1992 (Slavomakedonija);
Επιπλέον στο Υπουργείο Εξωτερικών γνώριζαν την πρόθεση για υποβολή αιτήματος εισδοχής της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ κατά την ερχόμενη Διάσκεψη Κορυφής, και η Ελλάδα αδυνατούσε να απειλήσει εκ νέου με χρήση δικαιώματος αρνησικυρίας εξαιτίας της προηγούμενης ταπεινωτικής καταδίκης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. [1]
Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να ασκήσει τελικά VETO, εξαιτίας της πρόθεσης των ΗΠΑ της Ε.Ε. – κυρίως της Γερμανίας – να εντάξουν τα δυτικά Βαλκάνια στους ευρωατλαντικούς θεσμούς [2], είναι βέβαιο ότι αφενός θα ασκούνταν πίεση προς την Ελλάδα μέσω των προγραμμάτων δημοσιονομικής στήριξης (να μην λησμονείται ότι η χώρα εξαρτάται από το διεθνή παράγοντα σε θέματα οικονομικής πολιτικής), αφετέρου συνέτρεχε ο κίνδυνος της περίφημης «σαλαμοποίησης» του προβλήματος, δηλαδή ένταξη με την προσωρινή ονομασία και συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Στην τελευταία περίπτωση θα είχαμε απολέσει κάθε μοχλό άσκησης πίεσης προς την Π.Γ.Δ.Μ. και η τρέχουσα συμφωνία, θα φάνταζε ως «θείο δώρο».
Το επιχείρημα ότι είναι αδιάφορο το γεγονός ότι το συντριπτικό σύνολο των χωρών αναγνώρισε τη γειτονική χώρα ως «Μακεδονία», καταδεικνύει εθνική εσωστρέφεια και αδυναμία διάγνωσης του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος, διότι στον πλανήτη εκτός από τις 2 χώρες υπάρχουν και επιπλέον 193 δρώντες, συνεπώς υφίσταται ένα πολυπρισματικό πλαίσιο σχέσεων. Η επιμονή της κυβέρνησης Ζάεφ να επιλύσει το πρόβλημα, σχετίζεται αμιγώς με τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς και τη συνεπαγόμενη πορεία της χώρας προς τους ευρωατλαντικούς οργανισμούς, και όχι με την ανάγκη «λήψης οποιουδήποτε χρίσματος» από την Ελλάδα, όπως θέλει το εσωτερικό εθνικολαϊκιστικό αφήγημα.
Αντιδράσεις και δημοψήφισμα
Μετά την ανακοίνωση επίτευξης συμφωνίας, αντιδράσεις εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό των δύο χωρών.
Στην Π.Γ.Δ.Μ. έντονα αντέδρασε το ρωσοκινούμενο εθνικιστικό VMRO-DPMNE για προφανείς λόγους, ενώ επιστρατεύθηκε και ο γνωστός για τις ανθελληνικές του θέσεις, συνταγματολόγος Dimitar Apasiev, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση Ζάεφ ως αναρμόδια για τη συνομολόγηση συνθήκης. [3]
Στην Ελλάδα αντέδρασε συλλήβδην η ακροδεξιά, η αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα) και όσοι σχετίζονται με τους κομματικούς μηχανισμούς της, η Εκκλησία, και μη θεσμικές οργανώσεις με εθνικιστικό ιδεολογικό πρόσημο. Κοινός παρανομαστής ο Λαϊκισμός με στόχο να αλιευθούν ψήφοι και η άνοδος της προσωπικής δημοφιλίας. Οι αντιδράσεις μπορούν να ιδωθούν και μέσα από το πρίσμα της αποδοκιμασίας της κυβερνητικής πολιτικής στο οικονομικό πεδίο, παρά αμιγώς για τους χειρισμούς στο εθνικό θέμα. Αξιομνημόνευτη θεωρείται και η αντιεπιστημονική πρόταση περί «ποινικοποίησης της γνώμης που αντιτίθεται στην εθνικιστική γραμμή». Οι προαναφερθέντες οπαδοί της «μη λύσης» ή μιας ετεροβαρούς «Λεόντειας Συμφωνίας», ίσως εν τέλει να αδυνατούν να κατανοήσουν το διεθνές περιβάλλον. Περαιτέρω εμβάθυνση και ερμηνεία των αιτιών που προκάλεσαν τις προειρημένες αντιδράσεις, εισέρχεται στους τομείς άλλων Επιστημών (Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κ.α.).
Ουδείς μπορεί να προδικάσει την ετυμηγορία των πολιτών, ουδείς δύναται να ομιλεί για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Η πραγματοποίηση δημοψηφίσματος προς επικύρωση της Συμφωνίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι πολίτες θα έχουν σφαιρική και τεκμηριωμένη ενημέρωση επί του φλέγοντος θέματος, και θα απαλλαγούν από έτερους παράγοντες που θα καθόριζαν την κρίση τους. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε ως κοινωνία να αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα τις νέες προοπτικές συνεργασίας σε διμερές επίπεδο, και να απομονώσουμε το συντηρητισμό και τον εθνικισμό.
[1] Μονάδα Ερευνών Πανεπιστημίου Αιγαίου. Περιοδικό Η Ελλάδα η Ευρώπη και ο Κόσμος. Τεύχος 10. Παούνης Νικόλαος. Από την Ενδιάμεση Συμφωνία, στην Προσφυγή της Π.Γ.Δ.Μ. κατά τη Ελλάδας στο Δ.Δ.Χ. Εκδίκαση και Απόφαση.
[3] https://kurir.mk/makedonija/vesti/apasiev-bez-potpis-od-ivanov-dogovorot-so-grcija-propagja/
* Ο Νικόλαος Παούνης Νικόλαος είναι Βαλκανιολόγος και Διεθνολόγος