Ενας πλανήτης. Προσγειωμένος πάνω σε έναν άλλο πλανήτη. Μεγαλύτερο. Τον κοιτάζεις από ψηλά και προσπαθείς να καταλάβεις πως βρέθηκε σε εκείνο το σημείο. Και όμως δεν έπεσε από τον ουρανό, χάνοντας τον προσανατολισμό του στο συμπαντικό ταξίδι από κάποιον άλλο γαλαξία. Ούτε το χέρι κάποιας ανώτερης δύναμης τον πήρε και τον ακούμπησε εκεί. Είναι δημιούργημα του χρόνου και των στοιχείων της φύσης. Τον σχεδίασαν και τον γέννησαν οι σεισμοί. Τον έσκαψαν οι ρωγμές και οι καθιζήσεις του εδάφους. Τον σμίλεψαν τα κύματα, οι πλημμυρίδες και οι φυρονεριές. Τον ζωγράφισαν ο άνεμος, ο ήλιος, η βροχή και η αγάπη των ανθρώπων της θάλασσας.
39°21’07.01″N, 24°04’28.82″Ε. Ορμος Πλανήτης. Νήσος Κυρά Παναγιά. Εθνικό θαλάσσιο πάρκο Αλοννήσου. Βόρειες Σποράδες. Μαγευτικός πλανήτης. Πλημμυρισμένος από θάλασσα και αρμύρα. Ανακατωμένες μυρωδιές από ιώδιο, θυμάρι και ρίγανη. Ερημικός. Πουρνάρια, σκίνα και μερικές αγριελιές. Χαμηλές πράσινες πινελιές εκτεθειμένες στο ξεροβόρι του Αιγαίου Πελάγους. Λιγοστοί οι κάτοικοι του νησιού. Αγριοκάτσικα, ερπετά, γλαροπούλια, ψάρια, μοναχικές φώκιες και ένας καλόγερος σε ένα μικρό μοναστήρι. Ένας άνθρωπος που ψάχνει να βρει τον θεό του και τα υπόλοιπα πλάσματα να έχουν ήδη βρει την ησυχία τους.
Κοντά σούρουπο και με μικρή ταχύτητα καταπλεύσαμε στον ξάνεμο όρμο. Ο ήλιος πλησίαζε να κρυφτεί πίσω από τα γυμνά βουνά. Ανατολικός ο προσανατολισμός του όρμου. Φουντάραμε και αφήσαμε τον καιρό να μας ταξιδέψει προς τα πίσω. Παραδίπλα και σε κοντινή απόσταση είχε αγκυροβολήσει ο «σορόκος», ένα μικρό ολόλευκο τρεχαντήρι. Οι δύο ψαράδες που βρίσκονταν πάνω σε αυτό γέμιζαν τον χρόνο τους με διάφορες εργασίες. Ο ένας νετάριζε το δίχτυ φουμάροντας γαλήνια, και ο άλλος προετοίμαζε το δείπνο σιγοτραγουδώντας. Που και που κερνούσαν τους γλάρους καμιά ξεχασμένη μαρίδα από την προηγούμενη καλαριά. Θα έμενε εκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες όπου και θα έβαζε πλώρη προς την ελπίδα μιας καλής ψαριάς.
Συνήθιζε να μην να βουτάει αμέσως. Έδινε χρόνο στο σώμα του να συνηθίσει την θερμοκρασία του νερού. Απολάμβανε την όλη διαδικασία. Και όταν κάποια στιγμή αποφάσιζε να βουτήξει μετά ξεχνούσε να βγει. Μέχρι που οι άκρες των δαχτύλων του μούλιαζαν βυθισμένες μέσα στο θαλασσινό νερό. Έτσι και σήμερα. Η στάθμη της θάλασσας έφθανε λίγο πάνω από τα γόνατά του. Περπατούσε παράλληλα με την ερημική παραλία πατώντας πάνω στο ψιλό βότσαλο. Ενοχλητικά πετραδάκια τρύπωναν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του προσπαθώντας να δραπετεύσουν από τον κόσμο του νερού. Ανώφελο, το πρώτο κύμα τα τραβούσε πάλι μέσα και τα παρέδιδε στο πεπρωμένο τους.
Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο θώρακα και άφησε την ματιά του να βγει έξω από το στενό πέρασμα και να ταξιδέψει μακριά. Σταλίδες θαλασσινού νερού ψέκασαν τα γένια και τα καστανά μακριά μαλλιά του, θαρρείς και τα προετοίμαζαν για να αφεθούν στα χέρια κάποιου επιδέξιου κομμωτή. Ξεμαντάλωσε απότομα την πόρτα της λήθης. Σκέψεις και νοσταλγία άρχισαν να κυλούν ορμητικά και να κατακλύζουν την μνήμη. Θυμήθηκε. Σκληρούς πολέμους που στο τέλος αποδείχθηκαν απλά μάχες, οι προσωπικές του μάχες. Έρωτες ζωγραφισμένους με τα χρώματα του πάθους και της τρελής παρόρμησης… Θα ζούμε σε κρυφούς κολπίσκους. Θα κολυμπάμε γυμνοί σε καταπράσινα νερά και θα βουτάμε στους σιωπηλούς κόσμους του βυθού. Τις νύχτες ξαπλωμένοι πάνω στην κουβέρτα της πλώρης θα ορκιζόμαστε στα αστέρια και το φεγγάρι. Έρωτες που χάθηκαν μέσα από τα χέρια του σαν τους γύλους που όσο και να προσπαθήσεις να τους κρατήσεις στο τέλος θα γλιστρήσουν για να γυρίσουν στην θάλασσα της πραγματικότητας τους. Αγάπες αληθινές, ώριμοι καρποί δύσκολων καιρών. Θα στέκουν εκεί για πάντα. Φωτεινοί φάροι στις σκοτεινές ρότες της ζωής.
Ο ήχος από το κουδούνισμα του επίμονου αίγαγρου είχε καταφέρει εδώ και ώρα να κλέψει την προσοχή μας. Προσπαθούσε να κατέβει από το πιο απόκρημνο κομμάτι, εκεί που τα βράχια κοιτούσαν κάθετα την θάλασσα. Έφερνε τα μπροστινά πόδια κοντά στα πίσω, χαμήλωνε το υπόλοιπο σώμα και σάλταρε στον επόμενο βράχο, κατεβαίνοντας ακόμα πιο κοντά στην θάλασσα. Πέτρες ξεκολλούσαν από τα βράχια και έσκαγαν με δύναμη στη νερό. Στην κορυφή του λόφου τα υπόλοιπα ζώα του κοπαδιού εξοικειωμένα με την ξεροκεφαλιά του δεν έδιναν καμία σημασία, συνέχιζαν αμέριμνα να αποψιλώνουν την χαμηλή βλάστηση της περιοχής. Στο τέλος κατάφερε να προσεγγίσει την επιφάνεια του νερού. Έσβησε την δίψα του, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε. Βρισκόμασταν στον πλανήτη του.