Τέσσερις και μισή το απόγευμα σταμάτησα και εγώ, μαζί με αμέτρητα άλλα αυτοκίνητα, περίπου τριάμισι χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα του Προμαχώνα. Στα δεξιά μας, η αντίστοιχη ουρά των φορτηγών. Στα αριστερά μας, περιπολικά που ανέβαιναν ανάποδα την Εθνική και μας ενημέρωναν να μείνουμε μόνο στη μεσαία λωρίδα. Ρώτησα εναν αστυνομικό, που μου απάντησε: «one hour max». Γνωρίζοντας το πονηρό των βαλκάνιων λαών, υπέθεσα πως μου έλεγε ψέμματα. Το πόσο μεγάλα, το έμαθα αρκετά αργότερα.
Ο χρόνος περνούσε. Ήδη μια ώρα μετά, είχα διανύσει μόνο 200 μέτρα. Τα νεύρα τεταμένα. Διάφοροι Ελληνες και Βούλγαροι είχαν αρχίσει να προσπαθούν να «κλέψουν» τη σειρά άλλων. Τσακωμοί. Αστυνομικοί να προσπαθούν να επιβάλλουν μια τάξη. Είχαν περάσει πλεόν δυόμισι ώρες και φαινόταν να πλησιάζω στο σημείο όπου μας έδιωχναν κατά κύμματα προς την τελωνειακή γραμμή. Άναψε και πάλι η μηχανή του αυτοκινήτου. Προχώρησα μέχρι το φυλάκιο της Βουλγαρίας. Νέα ουρά.
Βλέποντας το πόσο κοντά ήμουν στα σύνορα, θεώρησα πως δεν θα αργήσω να περάσω. Λάθος. Τα τέταρτα περνούσαν και γινόντουσαν ώρες. Κι άλλη κούραση, κι άλλα νεύρα, πολλά κορναρίσματα, καμία βελτίωση. Βγήκα από το αυτοκίνητο και περπάτησα λίγο πιο μακριά, να πάρω μια ανάσα. Κοίταξα λίγο τριγύρω μου και εκεί κάπου σταμάτησα να σκέφτομαι εμένα και να εκνευρίζομαι: Αυτοκίνητα παντού, κυρίως πολυτελή, φορτωμένα με βαλίτσες, γεμάτα οικογένειες με μικρά παιδιά, μωρά σε πολλές περιπτώσεις, εικόνες έτοιμες για διακοπές που τη στιγμή εκείνη ήταν ό,τι πιο μακρινό μπορούσε να περάσει από το μυαλό.
Παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων που ετοιμάστηκαν να περάσουν τα σύνορα για ένα resort στη Χαλκιδική ή κάπου αλλού όμορφα στη Βόρεια Ελλάδα. Είχαν όλα τους ένα κενό βλέμμα. Περίμεναν όλοι απαθείς να περάσει αυτό το μαρτύριο. Η μπροστινή κοπέλα έκλαιγε στον ώμο του αγοριού της, μαμάδες έβγαζαν τα πιτσιρίκια να παίξουν μπάλα ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα, κάτω από το φως του φεγγαριού πια, μήπως και ηρεμήσουν, πατεράδες που άλλοτε πολύ εύκολα θα κατηγορούσα για «μαφιόζους», άλλαζαν πάνες στα μωρά τους.
Κι όμως! Αυτοί οι «μαφιόζοι», οι «τριτοκοσμικοί», περίμεναν όσο πιο πολιτισμένα να έρθει η δική τους στιγμή που θα περάσουν απέναντι, στην γη της Επαγγελίας. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα πως αν ήταν Γάλλοι, Αμερικάνοι, Αγγλοι ή άλλοι δυτικοί, το πιο πιθανό θα ήταν να είχε εμφανιστεί κάποιος πρόξενος. Ή ακόμα χειρότερα, οι εικόνες αυτές ήδη να κάνουν τον γύρο του Διαδικτύου με τις όποιες συνέπειες για την τουριστική μας βιομηχανία. Όχι όμως από αυτούς τους τουρίστες. Ναι, αυτούς που συνήθως περιφρονούμε ή βρίζουμε. Τους γείτονες που περνούν τα σύνορα για να αφήσουν τα ευρώ τους σε εμάς. Ναι, δεν είναι «πολιτισμένοι» Αγγλοι που τα σπάνε στο Φαληράκι ή στον Κάβο, ή Γερμανοί αντίστοιχοι στην Κρήτη ή στην Κω, ή Ιταλοί στη Μύκονο. Είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο «ταΐζουν» όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Θα μου πείτε, δεν αφήνουν όσα οι δυτικοί. Δεκτό. Όμως, με την απλή μου λογική, δεν θα έπρεπε να φτιάχνουμε αυτές τις συνθήκες ώστε να έρχονται και περισσότεροι; Με περισσότερους τελωνειακούς -αλήθεια, πώς αντέχουν να είναι και ευγενικοί μέσα σε αυτό το χάος;-, καλύτερα συστήματα ταυτοποίησης, πιο γρήγορη και ευέλικτη εξυπηρέτηση. Ίσως τότε, και μόνο τότε, η πρώτη εικόνα των διακοπών στην (Βόρεια) Ελλάδα, να μη θυμίζει το «Εξπρές του Μεσονυχτίου»…
Το νεαρό ζευγαράκι μπροστά μου πέρασε τον έλεγχο και κυριολεκτικά χοροπηδώντας από τη χαρά του, μπήκε στο αυτοκίνητο και χάθηκε στη νύχτα. Μετά από 6 ώρες και 3,5 χιλιόμετρα πιο πέρα, έφτασε και η σειρά μου.