Ο μανάβης
Ο μανάβης
Κάθε Σάββατο, πάω στη λαϊκή. Μόνο για ψάρια, τ’ άλλα τα παίρνει η γυναίκα μου. Οι πάγκοι με τα ψάρια αρχίζουν από την είσοδο στη λαϊκή και εκτείνονται, δεξιά κι αριστερά, πάνω από εκατό μέτρα. Μεγάλη ποικιλία και πολύ καλές τιμές. Και ακριβώς εκεί, στην είσοδο της λαϊκής, ακριβώς στη μέση, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά – τι παράξενο για ελληνική οργάνωση – ένας μανάβης. Μ’ έναν πάγκο σφήνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γεμάτο λαχανικά, ν’ αφήνει διάβαση από ένα μέτρο, δεξιά κι αριστερά. Θέλεις-δε θέλεις, θα πέσεις πάνω του.
Συνήθως περνάω από μπροστά του βιαστικά. Αυτός όμως, ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να μου βάλει να μυρίζω πότε μαρούλια, πότε ντομάτες, πότε κρεμμυδάκια. Προσπαθεί να με πείσει. Με κρατάει κανά λεπτό, με παίρνει αγκαζέ, κάνουμε τον γύρο του πάγκου και μου διαφημίζει την πραμάτεια του. Παρόλο που δεν έχω ψωνίσει ποτέ λαχανικά. Ούτε απ’ αυτόν, ούτε από κανέναν άλλο. Είναι σπορ που το έχω εγκαταλείψει. Μια φορά πριν από χρόνια πήρα κάτι, ούτε που θυμάμαι τι, το οποίο η γυναίκα μου το πέταξε και έκτοτε μου απαγόρευσε να ψωνίζω λαχανικά. Είμαι μπουνταλάς λέει και οι λαϊκτσήδες μού βάζουν όλη τη σαβούρα.
Αυτό το Σάββατο νόμιζα ότι θα τη γλίτωνα. Μπροστά στον μανάβη ήταν καμιά δεκαριά Ανταρσύα, κρατούσαν ένα πανό που ‘λεγε κάτι για ανατροπή, αντικαπιταλιστική, δεν θυμάμαι, κάτι "αντί-" τέλος πάντων και πετούσαν και μοίραζαν φέιγ βολάν. Επίσης, μια τσουπωτή κυρία, fortysomething, που φαινόταν ότι στα νιάτα της ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά με τόσα κιλά επιπλέον τώρα, όσα και τα επιπλέον της πρώτης της νεότητας χρόνια, ονόματι Εμμανουέλα, είχε αρπάξει τον πάγκο του μανάβη και τον κουνούσε πέρα-δώθε, ανακατεύοντας τα στήθη της με τα λάχανα και εξομολογούνταν δημοσίως και με αρκετά εκφραστικό τρόπο είν’ αλήθεια, τον έρωτά της για τον μανάβη. Σκηνή Αλμαδοβάρ. Παράλληλα, η «συμπαθής τάξη» όλων των παρακείμενων ψαράδων, μην αντέχοντας την απόρριψή τους από την Εμμανουέλα για έναν μανάβη και ανάγοντας το ζήτημα σε συντεχνιακό, συνέχιζαν να διαλαλούν τη φρεσκάδα των ψαριών τους με φωνές διαμαρτυρίας ανάμικτες με σπαραγμό.
Αυτό είναι σκέφτηκα και χώθηκα σβέλτα ανάμεσα στους Ανταρσύα, ενώ η Εμμανουέλα άθελά της, μου πρόσφερε με το «ατέλειωτο» κορμί της κάλυψη. Επ, πού πάει το παλικάρι; άκουσα τη φωνή του πίσω μου. Για ψάρια και βιάζομαι. Είδες τι λεμόνι έχω σήμερα; Δεν έχω χρόνο. Σε παρακαλώ, λεμονάκι δεν θα βάλεις στα ψάρια. Σκέτα θα τα φας; Άνθρωπέ μου, αλλού πάω, άλλο θέλω ν΄ αγοράσω. Δεν γίνεται. Πέρασες από δω, θα δεις και μας. Και για άλλη μια φορά, με πήρε αγκαζέ και κάναμε αυτή τη φορά, όχι μόνο τον γύρο του πάγκου, αλλά και της Εμμανουέλας – που σα να ένιωσα ότι με κοιτούσε ζηλόφθονα – και των Ανταρσύα.
Τώρα θα μου πείτε, γιατί τα θυμήθηκα αυτά. Δεν ξέρω. Απλά μου ‘ρθε στον νου ο μανάβης, όταν έβλεπα την Κωνσταντοπούλου να επιπλήττει τον αστυνομικό γιατί δεν αφήνει τους διαδηλωτές να καταθέσουν το ψήφισμά τους στη Βουλή και τους διαδηλωτές να λένε ότι δεν έχουν ψήφισμα και δεν πάνε στη Βουλή. Δεν γίνεται. Πέρασες από δω, θα δεις και μας…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News