Ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι ένα σημαντικό βιβλίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαβάζοντάς το κανείς, παρατηρεί έκπληκτος την αβρότητα του πρωταγωνιστή, τον εγωισμό του, την απολυταρχία μιας ολόκληρης εποχής απάνω στον άνθρωπο.
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ένα νησί φλεγόμενο, υπομονετικό, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, έτοιμο για επανάσταση ανά πάσα στιγμή όπως αναφέρουν οι πρωταγωνιστές.
Πέρα όμως απ’ τον κρυφό πόθο των Κρητικών, την ελευθερία από τον τούρκικο ζυγό, το μυθιστόρημα λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο συνηθειών και εικόνων της εποχής. Παρόλο που το έργο είναι ένα καθ’ όλα ικανοποιητικό και ευανάγνωστο βιβλίο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του ένιωθα άβολα.
Δε μου άρεσε το σύνολο αυτού που διάβαζα, για έναν και μοναδικό λόγο. Όντας ένας αναγνώστης εκατόν τριάντα χρόνων μετά από την εποχή που περιγράφεται στο βιβλίο (το βιβλίο γράφτηκε πολύ αργότερα αλλά αναφέρεται επακριβώς στην εποχή μιας και αφορά στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα), νιώθω πολλές από τις συνήθειες, τις ιδέες, την κουλτούρα της εποχής να με κατατρύχει έως σήμερα.
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένας τοπικός ήρωας, ένας τοπικός αρχηγός. Ναι όμως η αβρότητα με την οποία ξεχειλίζει η συμπεριφορά του, θυμίζει ξεμαλλιασμένο θεριό. Η λέξη ευγένεια του είναι άγνωστη, όχι μόνο στους τρόπους συμπεριφοράς, αλλά και σαν έννοια που θέτει σε τάξη τη ψυχή του.
Ερχόμενος στο σήμερα λοιπόν, ανακαλύπτεις πως άνθρωποι σαν τον Καπετάν Μιχάλη είναι αδύνατον να βρεθούν. Ομως δεν είναι καθόλου αδύνατον να βρεθούν άνθρωποι αγενείς με την οθωμανική νοοτροπία της εποχής εκείνης, άνθρωποι συμφεροντολόγοι κι εγωιστές που βάζουν τον εαυτό τους και τη λύτρωση της ψυχής τους πάνω απ’ όλα.
Επίσης, άνθρωποι γενναίοι σαν τον Καπετάν Μιχάλη δεν υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα επ’ ουδενί. Υπάρχουν όμως άνθρωποι σκληρά ορκισμένοι σε μια ιδέα, έτοιμοι να την προωθήσουν μέχρις εσχάτων και με το ίδιο τους το κορμί, όμοια με τον καπετάν Μιχάλη, αλλά αν τους μιλούσες για ανθρώπινη αλληλεγγύη, για συμπόνια, για αλτρουισμό, θα σου απαντούσαν όπως ο Καπετάν Μιχάλης στον Βεντούζο όταν αναφέρθηκαν στο ψυχικό σθένος του δεύτερου να αντέξει τον πόλεμο: «Βεντούζος είσαι, βεντούζικα σκέφτεσαι».
Η εποχή τότε χαρακτηρίζονταν από ανομία. Επικρατούσε το δίκαιο του ισχυρού, ο οποίος το επέβαλλε με το μαχαίρι του. Όμοια και σήμερα, επικρατεί το δίκαιο του δυνατού, ο οποίος το επιβάλει με ρανίδες εξουσίας ή χρήματα. Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχουν γραπτοί νόμοι στις δυο κοινωνίες που απέχουν εκατόν τριάντα χρόνια μεταξύ τους, μα οι άγραφοι νόμοι είναι αυτοί που υπερτερούν.
Η έννοια της ισονομίας με τη χροιά τού να τιμωρηθεί ο ισχυρός επειδή παραβίασε έναν νόμο, θα προκαλούσε γέλια στον Καπετάν Μιχάλη του τότε και στους καπεταναίους του σήμερα. Η θρησκεία ως προγεφύρωμα ανάμεσα στο ηθικό και στο ανήθικο. Οι ισχυροί της εποχής εκείνης, οι καπεταναίοι, οι αγάδες, ο πασάς, ο μητροπολίτης, πιστεύουν σε έναν θεό. Όχι στον ίδιο.
Όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή να παραβούν τους νόμους του θεού τους ‒όπως για παράδειγμα να σκοτώσουν έναν Τούρκο επειδή θεωρούν πως το αξίζει, ή να κατασφαγιάσουν μια ολόκληρη πολιτεία με χριστιανούς επειδή κι αυτοί το αξίζουν‒ αυτές οι ανομολόγητες πράξεις γίνονται στο όνομα του θεού του καθενός για το συμφέρον των ομοίων τους. Λες και όσο συνεχίζουν να πολεμούν θα τελειώσει ποτέ ο πόλεμος. Ο πόλεμος σταματάει μόνον όταν σταματάς να πολεμάς.
Όμοια σήμερα, πολλοί καλοί χριστιανοί στη ζηλεμένη χώρα μας, παραβιάζουν τις βασικές αρχές της πίστης και ιδεολογίας τους, του χριστιανισμού, στο όνομα της ανάγκης ή της συνήθειας. Έπειτα βέβαια απ’ όλα αυτά υπάρχει η μέθοδος της εξομολόγησης, η οποία λειτουργεί λυτρωτικά μέχρι την επόμενη φορά που θα υποπέσουν στο ίδιο αμάρτημα. Προσέξτε. Το ίδιο λάθος ξανά και ξανά, και η ίδια συγχώρεση ξανά και ξανά.
Ο Κοσμάς, ο ανιψιός του Καπετάν Μιχάλη, επιστρέφει από τη Γαλλία έπειτα από είκοσι χρόνια. Κατά τον πρωταγωνιστή έχει διαπράξει τρία βασικά ανομήματα.
Πρώτον έγινε γραμματιζούμενος με φράγκικα ρούχα και όχι λεβεντοκρητίκαρος δυνατός πολεμιστής της επανάστασης με κρητικά ρούχα και αβρή συμπεριφορά. Έμαθε μια ζωή να πολεμάει με την πένα και δεν ξέρει πώς να χειριστεί τουφέκι.
Δεύτερον έλλειψε πολλά χρόνια από τον τόπο του και δεν προσφέρθηκε να σκοτωθεί σε κάποιον ξεσηκωμό ή σε κάποια συμπλοκή με Τούρκους, όπως έπρεπε να κάνει σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Διεύρυνε αδικαιολόγητα το πνεύμα του, μιας και όπως όλοι τον ρωτάνε τι έμαθε τόσα χρόνια στη Φραγκιά, τι καταφέρνει να κάνει μ’ αυτά τα περιβόητα τα γράμματα. Γυρίζει και τα βρίσκει όλα διαφορετικά, ξεφτισμένα, κενά και πρέπει να πληρώσει το τίμημα της διαφορετικότητας.
Τρίτον και σοβαρότερο, παντρεύτηκε μια γυναίκα ξένη, αλλοδαπή, με άλλο αίμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν και εβραία. Χαρακτηριστικά μέσα στο βιβλίο οι γυναίκες λένε «μύρισε οβραΐλα το σπίτι» όταν την φέρνει στο νησί για να ζήσουν μαζί.
Πόσο λοιπόν έχει αλλάξει ο ελληνικός πληθυσμός τα τελευταία χρόνια και αποδέχεται το διαφορετικό; Το ξένο; Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα κατευθυνόμενα φαινόμενα πολιτικά εκφρασμένου ρατσισμού που ζούμε.
Ο ηλίθιος παραμένει ηλίθιος και επικίνδυνος, επειδή απλά είναι ηλίθιος.
Ο νοητικά προηγμένος όμως Έλληνας, ο Έλληνας που επένδυσε χρήματα στη μόρφωσή του και στο πνεύμα του, ο Έλληνας που υπερηφανεύεται δεξιά κι αριστερά ότι είναι δυτικά σκεπτόμενο ορθολογιστικό ον, ο Έλληνας που μετράει κάθε λέξη πλέον με τη μεζούρα για να βγάλει πόρισμα κι όχι συνομιλία, πόσο εύκολα αποδέχεται τον ξένο που δεν υιοθετεί κανένα από τα γούστα του, τα ενδιαφέροντά του, τις συνήθειές του, τις ανάγκες του.
Φυσικά αν πάρεις ένα μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς, ή του Ουγκώ, ή του Ζολά που αναφέρονται περίπου στην ίδια εποχή στη χώρα τους, θα διαπιστώσεις μια αλλαγή σελίδας. Σαφώς και κατάλοιπα του παρελθόντος κάνουν την εμφάνιση τους και σε αυτή τη προηγμένη κοινωνία που αναφέρω ως παράδειγμα, αλλά εκεί πέρα τουλάχιστον στο πνεύμα επιτρέπεται να ζει ελεύθερο έξω από κλουβί.
Οι ανθρώπινες σχέσεις μπορεί να μην είναι τόσο δυνατές όσο σε μια ανατολίτικη κοινωνία, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να αναρριχηθεί τον βράχο μόνος του χωρίς να βρίσκει να πατήσει σε τεχνητά σκαλοπάτια. Και το κυριότερο απ’ όλα. Εδώ, στην άκρα της γης και ταυτόχρονα στον ομφαλό της, η θρησκεία δεν έχει ακόμα αντικατασταθεί από την επιστήμη.