Έχουμε σκεφτεί για ποιο λόγο είναι απολύτως νόμιμο κοινωνικά να φοράει μια γυναίκα παντελόνι και να μη φοράει, όχι τόσο άνετα τουλάχιστον, ένας άντρας φούστα; Οι αρχές της ανδροπρέπειας στηρίζουν ακόμα τα θεμέλια της κοινωνίας κι αλίμονο αν το ξεχάσουμε αυτό, αν ταρακουνηθούμε εκ βάθρων και το ανατρέψουμε: θα μας έρθουνε τα βάθρα στο κεφάλι.
Μικρό το επεισόδιο στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου, μεγάλη η αντίδραση στον δημόσιο λόγο, δυσανάλογα διευρυμένη και ενδεικτική. Χαρακτηριστική της ευαισθησίας μας μπροστά σε ένα παιδαγωγικό ζήτημα που αφορά στη σχολική κοινότητα μαζί και τη γενικότερη αντίληψη της κοινωνικής ηθικής. Παράξενο, πόσο μπορεί να ταράξει μια φούστα. Αν πρόκειται μάλιστα για φούστα αγοριού, το σκάνδαλο πυροδοτεί αναλόγως. Και γίνεται ακόμα πιο παράξενο στην επίκαιρη συνθήκη της λεκτικής και σωματικής βίας που έχει ως κίνητρο την αρσενική υπεροψία και «τιμή», το κοινώς λεγόμενο αντριλίκι. Μήπως δεν κατασπαράζεται ο δημόσιος πολιτικός λόγος από τέτοιες εκρήξεις αρσενικής υπεραξίας; Δεν ντροπιάζονται οι θεσμοί από μια δημόσια βωμολοχία που ανταποκρίνεται στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή; Ή μήπως δεν αποθεώνεται ο χουλιγκανισμός και η εγκληματική βία ως νταηλίκι και οργή αρσενική; Ιδού τι παραδείγματα έχει να προσφέρει το σχολείο της κοινωνίας σε αυτόν τον μαθητή, τι διδάγματα έχει να του δώσει, εναλλακτικά της περιβολής του.
Αλλά τι γίνεται με το ίδιο το σχολείο, ποια ενδυμασία είναι νόμιμη και παιδαγωγικά ανεκτή; Καλώς ή κακώς, τα δημόσια σχολεία στην Ελλάδα δεν επιβάλλουν σχολική στολή. Η υπόθεση της ποδιάς έχει τελειώσει. Αφορούσε μόνο στα κορίτσια, κάνοντας φανερή διάκριση φύλου, μια και το πηλήκιο είχε καταργηθεί για τα αγόρια από τη δεκαετία του ‘60. Η ομοιομορφία της στολής έχει δώσει έκτοτε τον λόγο στην προσωπική επιλογή. Την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης. Την τόλμη ή την ατολμία της έμφασης του εαυτού. Το δικαίωμα να ελέγχει κανείς την εικόνα του κατά βούληση. Επικίνδυνα πράγματα όλα αυτά: μπορεί να αμφισβητήσουν ακόμα και μια καθιερωμένη αντρική αξία.
Ο ρόλος του σχολείου, ωστόσο, είναι να ενθαρρύνει αυτή ακριβώς την αμφισβήτηση. Να υποστηρίξει ένα παιδί να πιστέψει στον εαυτό του. Να δεχτεί τον εαυτό του και να τον εκφράσει – το ενδυματολογικό είναι η πρώτη και τελευταία έκφραση της ιδιαιτερότητας του εαυτού, ιδιαίτερα για έναν έφηβο που ψάχνει την προσωπική του υπόσταση και μέσα από την ταυτότητα του φύλου. Δεν είναι εύκολα όλα αυτά. Προϋποθέτουν συγκρούσεις και ανατροπές, δάκρια και πόνο. Και χτίζονται αργά και υπομονετικά, συχνά μέσα από μια τεράστια έκφραση αδικίας.
Γιατί το ξέρει καλά πως άμα βγει στον δρόμο ο μαθητής με τη φούστα, θα χλευαστεί. Από αυτή την άποψη, ο καθηγητής του καλά τα πήγε. Εξέφρασε την αποδοκιμασία της κοινωνίας, συμβάδισε με την κοινωνία κι εναρμονίστηκε με τα αντανακλαστικά της. Θα ήταν χρήσιμο μάθημα όλο αυτό, αν δεν ήταν επιφορτισμένο το σχολείο με ένα διαφορετικό παιδαγωγικό ρόλο: να μάθει στα παιδιά την κριτική σκέψη και την αμφισβήτηση που συχνά συνεπάγεται. Το κοινωνικά αποδεκτό δεν είναι αδιαμφισβήτητο. Γιατί δεν είναι πάντα ορθό ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό. Η εξέλιξη των κοινωνιών με τέτοιες συγκρούσεις του καθιερωμένου έχει να κάνει.
Ας υποθέσουμε πως ένας μαθητής διαλέγει άλλο τρόπο από τον καθιερωμένο για να φτιάξει την εικόνα του, δίχως να ενοχλεί τους άλλους γι’ αυτό. Αν δεν υπονομεύει την εύρυθμη συνύπαρξη, ούτε εμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή των μαθημάτων, γιατί να μην μπορεί να έχει τη δική του ενδυματολογική προτίμηση; Γιατί να μην μπορεί να φορέσει φούστα το παιδί;