Στο Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 η Ελλάδα διαμόρφωσε μια εντελώς μαξιμαλιστική και άκαμπτη θέση με τον ανέφικτο στόχο «καμία ονομασία που να περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ή παραγωγό της». Φοβισμένο (σύσσωμο) το πολιτικό σύστημα της χώρας παραδόθηκε σε ένα σύνολο εθνικιστών διεθνολόγων, δημοσιογράφων, εκκλησιαστικών και παραεκκλησιαστικών κύκλων, ακύρωσε κάθε προοπτική λογικής προσέγγισης και επίλυσης του ζητήματος (απόρριψη του «Πακέτο Πινέιρο»), δαπάνησε άπειρη διπλωματική ενέργεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και τελικώς αμήχανα παρακολουθούσε την βροχή αναγνωρίσεων της γείτονος χώρας με το Συνταγματικό της όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας), φυσικό επακόλουθο του αδιεξόδου που εμείς προκαλέσαμε.
Το πλαίσιο, ωστόσο, που ανακοινώθηκε μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την ενιαία εθνική θέση που διαμορφώθηκε μετά το 1993 (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων) και διατυπώθηκε κατ’ επανάληψη με τις προγραμματικές δηλώσεις των κυβερνήσεων που ακολούθησαν καθώς και με αλλεπάλληλες σχετικές δηλώσεις των Ελλήνων πρωθυπουργών και υπουργών εξωτερικών και των κομμάτων του δημοκρατικού φάσματος (από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 μέχρι το βέτο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008). Δεν βρισκόμαστε στο 1992 (ευτυχώς) και για αυτό καλό θα ήταν ορισμένοι να συντονίσουν τα προσωπικά και πολιτικά τους ρολόγια.
Σήμερα, το ζήτημα επανέρχεται και ζητά την οριστική επίλυσή του. Η Κυβέρνηση οφείλει να φέρει μια και ενιαία πρόταση, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγκαία διαμόρφωση συναίνεσης και στήριξης από το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα των πολιτικών δυνάμεων της Χώρας, ενώ η Αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να τοποθετηθεί μακράν από συναισθηματικές δεσμεύσεις και πέρα από κομματικές ή ιδεολογικές διαφοροποιήσεις. Σε ένα θέμα που εκκρεμεί εδώ και 25 χρόνια κανένας δεν δικαιούται να κρύβεται και να λειτουργεί με μικροκομματική σκοπιμότητα. Η στάση όλων μας θα καταγραφεί στην ιστορία και φυσικά θα κριθεί από αυτήν. Το μόνο πάντως που σίγουρα δεν χρειάζεται η (Βόρειος) Ελλάδα είναι Νεο-Μακεδονομάχους χωρίς αιτία και «επαγγελματίες πατριώτες» που εκμεταλλευόμενοι τα συναισθήματα του λαού καλούν σε ανέξοδα συλλαλητήρια που δίνουν επιχειρήματα επιβίωσης στον εθνολαϊκισμό και αναπαράγουν μια ρητορική μίσους και διχασμού.
Πίσω από το ονοματολογικό υπάρχει ένα (και μόνο) ουσιαστικό ερώτημα: την εθνική μας πολιτική για την ασφάλεια εξυπηρετεί καλύτερα η ύπαρξη ενός ισχυρού και αξιόπιστου γείτονα στα βόρεια σύνορά μας που να μετέχει στους Διεθνείς Οργανισμούς ή ένα κράτος ευάλωτο σε κάθε πίεση (ή προστασία) και εύκολο στόχο οποιουδήποτε ιδεολογήματος («Μεγάλη Αλβανία», «Μεγάλη Βουλγαρία», «μουσουλμανικό τόξο»). Αυτή τη φορά ας μην επιλέξουμε τα (εύκολα) παρηγορητικά ψέματα και τις εθνικές ψευδαισθήσεις. Ας κοιταχτούμε όλοι στον εθνικό μας καθρέπτη και ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια και ωριμότητα. Εξάλλου, «Εθνικόν το Αληθές» (Δ. Σολωμός).