Ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν ήδη ένας εξαιρετικά έμπειρος πολιτικός, με καταλυτική συμβολή στον οικονομικό εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη του κοινοβουλευτισμού της χώρας (οράματα που η οθωμανικής πνοής καχεκτική ελληνική Δημοκρατία του 19ου αιώνα έσπευσε να επιτιμήσει, να χλευάσει και τελικά να αποδοκιμάσει ηχηρά), όταν τον Οκτώβριο του 1893 σχημάτιζε την τελευταία του κυβέρνηση. Είχε σίγουρα επίγνωση της δυσκολίας της ύστατης αυτής αποστολής. Τον Δεκέμβριο του 1893, αφού περιόδευσε περιδεής στις αυλές των εξωτερικών δανειστών της χώρας αποτυγχάνοντας να συνάψει έναν «έντιμο συμβιβασμό», συνόψισε την πραγματικότητα με την ακόλουθη φράση, που η λαϊκή συνείδηση ακόμη θησαυρίζει: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν…».
Δεν έφερε στις πλάτες του μόνο το βάρος της διάσωσης της χώρας. Ήξερε πως έπαιζε το πολιτικό του μέλλον: η χρόνια δυστοκία των ελληνικών δημοσιονομικών και η παρατεταμένη κρίση χρέους είχαν περιορίσει τον κύκλο ζωής κάθε κυβέρνησης. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο μεγάλος αντίπαλός του, εργαζόταν άοκνα για την οριστική συντριβή του τρικουπικού κόμματος. Σπάνιος πολιτικός τυχοδιώκτης, προικισμένος δημαγωγός και προπάντων άριστος λαϊκιστής (από τους ειρωνικά αυθεντικούς), επιδόθηκε σε αδιάκοπους πολιτικούς λήρους για εθνοπροδότες τρικουπικούς, για ασύδοτους δανειστές (κατά τρομακτική ιστορική σύμπτωση πάλι κυρίως η Γερμανία) και λαϊκά δικαστήρια.
Πράγματι, στις εκλογές του 1895 ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης κατάφερε όχι μόνο μία εντυπωσιακή νίκη αλλά και τον οριστικό πολιτικό εξοστρακισμό του Χαρίλαου Τρικούπη: επί συνόλου 207 ο Δηλιγιάννης κατέλαβε 140 έδρες ενώ ο Τρικούπης μόλις 18, αφού ο λαός χρέωσε στον τελευταίο την οικονομική κατάρρευση. Περίλυπος ο Τρικούπης έγραφε στην αδελφή του Σοφία καθώς εγκατέλειπε την πολιτική πως εξελέγη «ανθ' ημών Γουλιμής», αφού ο άσημος Μιλτιάδης Γουλιμής κατέλαβε την έδρα της περιφέρειας του Τρικούπη. Ο Δηλιγιάννης έμεινε απόλυτος κυρίαρχος, υποσχόμενος να σώσει τη χώρα από το «επαχθές» εξωτερικό χρέος «με ένα νόμο», να ανακουφίσει όλα τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, να αποκαταστήσει όλες τις αδικίες των μέτρων λιτότητας που έλαβαν οι τρικουπικοί και φυσικά να τιμωρήσει τους προδότες. Οι ασύδοτοι δανειστές, όμως, δεν προσκύνησαν την κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία υπό τη σκιά της χρεοκοπίας κατέφυγε στη γνώριμη πανάκεια: προκάλεσε τον πόλεμο του 1897, κατήγαγε μία υπερήφανη ήττα και επέτρεψε στον οθωμανικό στρατό να φτάνει μέσα σε λίγες ώρες προ των πυλών της πρωτεύουσας…
Το μέτρο της ηθικής αντοχής ενός λαού δοκιμάζεται σίγουρα σε περιόδους δομικής κρίσης. Διάχυτος ο πολιτικός αμοραλισμός στην Ελλάδα της «Αλλαγής» και του όψιμου σοσιαλισμού (πράσινου ή βένετου), διοχετεύθηκε και πάλι στο φιλόξενο επίνειο της επίπλαστης λαϊκότητας: τυφλή απαξίωση του πολιτικού βίου χωρίς αίσθηση λυτρωτικής αυτοκριτικής (αφού ο σοφός λαός δεν φταίει ποτέ), ψήφος σε παρανοϊκούς ναζιστές (ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης), εμπιστοσύνη στην ψευδαίσθηση ότι οι κουτόφραγκοι δανειστές μας θα υποκύψουν πάλι.
Γιατί τον θυμήθηκα τώρα τον Δηλιγιάννη; Γιατί συμβολίζει τον τύπο του νεοέλληνα πολιτικού που ξέρει να εκμεταλλεύεται όλα τα ταπεινά πάθη τού διαχρονικά ευεπίφορου σε πολιτικές θωπείες λαού και άρα να ευδοκιμεί και πάλι σήμερα. Μόνο που στην Ελλάδα του 2015 λείπει η ηθική υπεραναπλήρωση μέσω της δεξαμενής του οικουμενικού ελληνισμού της ανατολικής Μεσογείου (φρόντισαν οι Δηλιγιάννηδες του 1922 για αυτό), ούτε υπάρχει κάποια αξιόλογη πολιτική αντιπρόταση (όπως του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1910).
Και για όσους βιαστούν να κρίνουν από το αποτέλεσμα: ένας συμβιβασμός όπως αυτός που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση (ήτοι ένας συμβιβασμός που θα αφήσει ανέπαφες όλες τις στρεβλώσεις του ελληνικού δημοσίου που θα ζήλευε ως και η τελευταία απολυταρχική και τριτοκοσμική λαϊκή δημοκρατία), θα είναι ιστορικά πιο επώδυνος και από την ίδια τη χρεοκοπία.