Επιλέγω να ξεκινήσω κάπως απότομα, θέτοντας ένα ερώτημα. Κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο φόβος -αυτό το περίεργο αίσθημα- ως μια ηθικολογικά δοσμένη πολιτική πράξη;
Ως αφετηρία εκλαμβάνεται, η παλαιοδιαθηκικού τόνου ρήση, του Προέδρου Μπους το βράδυ της 11/9, ότι « ο αγώνας ενάντια στην τρομοκρατία έχει αρχίσει και όσοι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα η εποχή της αντιτρομοκρατίας και των δίπολων μετατρέπει τις κοινωνίες σε αστυνομοδικαιικά οχυρώματα, υπό τη διαρκή «επιβράβευση» και στήριξη των ΜΜΕ. Ούτε ένας νους με την πιο οξυμένη φαντασία δεν θα μπορούσε να φανταστεί, τη μεταβολή των ελεύθερων αστικών δημοκρατιών. Έκτοτε τα δίπολα έχουν ριζώσει για τα καλά στον τρόπο διακυβέρνησης των σύγχρονων δυτικών κρατών ως τεχνικές άσκησης εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Τη σημερινή εποχή μέτρα που σε κάθε άλλη περίπτωση θα έπεφταν πάνω στη λαϊκή άρνηση, γίνονται αποδεκτά με τη χρήση του φόβου, μια αλάνθαστη μέθοδο που με τη δημιουργία ενός κλίματος «τρομοκρατίας», εντείνεται ο υποσυνείδητος φόβος γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί.
Παίρνοντας μια δεδομένη ανάλυση της δομής του φόβου, έχουμε το τρίπτυχο της αντικειμενικής απειλής στην κορυφή ή οποία αναλύεται στις υποκειμενικές επιπτώσεις, δηλαδή το πώς θα μας επηρεάσει σαν μονάδες, καθώς και τις αντικειμενικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπου αναφερόμαστε στο κοινωνικό σύνολο. Οπότε αν λάβουμε σαν δεδομένη την απειλή της τρομοκρατίας για παράδειγμα, το πρώτο κρατούμενο είναι ότι κινδυνεύει η κοινωνία απ’ ένα ενδεχόμενο χτύπημα και κατά συνέπεια, σαν δεύτερο κρατούμενο, ότι κινδυνεύουμε και εμείς οι ίδιοι. Χωρίς όμως να αναλογιζόμαστε ούτε το πώς θα γίνει αυτό τα χτύπημα που θα μας βλάψει, ούτε το πότε, ούτε και το ποια θα είναι τα αποτελέσματά του. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι η γενική απειλή και υποσυνείδητα αποκτούμε μια αποστασιοποιημένη στάση, περιμένοντας κάποιον «πεφωτισμένο ηγέτη» ή κάποια ισχυρή πολιτική κίνηση που θα μας δώσει την ελπίδα και την ασφάλεια.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι, αυτό της Αμερικής του 2001, όπου μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και την καλλιέργεια μέσω των ΜΜΕ ενός κλίματος τρομοκρατίας, δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τα μέτρα ασφαλείας, και όχι μόνο, που τους επιβλήθηκαν, τα οποία σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα περνούσαν από το αμερικανικό κοινοβούλιο και τη γερουσία. Όλα αυτά υπό την απειλή του φόβου και της τρομοκρατίας.
Το ζήτημα φτάνει όμως και στα καθ’ ημάς και δεν μένει στα όρια ενός έθνους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Δεν θα δώσω παραδείγματα από την Ευρώπη (π.χ. Γαλλία 2016), ας αναλογιστούμε απλά ότι από το 2011 μέχρι σήμερα, βρισκόμαστε υπό μια διαρκή τρομοκρατία, τη διαρκή απειλή του δίπολου ευρώ και δραχμής. Τα μέτρα που έχουν περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο τα 5 αυτά χρόνια της κρίσης, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να περάσουν την περίοδο του 2004, για παράδειγμα.
Τα ΜΜΕ λαμβάνοντας θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, παρουσιάζουν το θέμα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τον σκοπό τους και εντείνουν το γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας. Η σειρά που ακολουθείται, είναι ότι αρχικά οι κυβερνήσεις αποφασίζουν να χειραγωγήσουν τους προωθητές γνώμης, με σκοπό να προκληθεί τρόμος, ώστε κάθε νέα απόφαση να έχει το ηθικό υπόβαθρο που χρειάζεται, ώστε να προσκρούσει σε όσο το δυνατό λιγότερες αντιδράσεις μπορεί.
Χρέος των ΜΜΕ, είναι να μπορούν να τιθασεύουν τα κύματα πληροφορίας που έρχονται, έτσι ώστε όταν φτάνουν στην ακτή να έχουν τα λιγότερα αρνητικά αποτελέσματα, να λειτουργούν σαν προστατευτική ασπίδα για την κοινωνία και να μην αφήνουν τον φόβο να εξαπλωθεί. Θα διατηρείται έτσι η δυνατότητα του ανοιχτού διαλόγου και επιπλέον και κυριότερο, θα είναι οι κυβερνήσεις υπόλογες των πράξεων τους.
*Ο Παύλος Πατρινιός είναι φοιτητής πολιτικής επιστήμης.