Τατουάζ και μπλούζα με το πρόσωπο -ποιου άλλου- του Μαραντόνα | REUTERS/Ueslei Marcelino
Αναγνώστες

Η επίγεια υπερβατικότητα ενός αμαρτωλού θεού

Η ναπολιτάνικη βιομηχανία ξεπετάχτηκε και ξεπέρασε σε επιδόσεις , ακόμα και την αισιοδοξία του πιο τρελού Ναπολιτάνου, ο οποίος μέχρι και σήμερα φωνάζει στα φτωχά καντούνια στη μαμά του, πως είδε τον Μαραντόνα και ερωτεύτηκε και η καρδιά του σμπαράλιασε
Tο δικό σας Protagon

Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι εργάτες των βιομηχανιών, μπροστά στο πρόταγμα της επερχόμενης βιομηχανικής επανάστασης, που ήδη είχε φλερτάρει το εργατικό δυναμικό με τους πρώτους της, ανέραστους ακόμα ψιθύρους, αναγκάζονταν να υποκύπτουν σε εξουθενωτικά ωράρια, δίχως δικαιώματα και  αξιακή νοηματοδότηση για το προϊόν που παρήγαγαν.

Ο κοινωνιολόγος Μάγιο προσπαθώντας να ερευνήσει τυχόν παράγοντες, που θα βοηθούσαν τους εργάτες να είναι πιο παραγωγικοί, αλλά και συγχρόνως πιο χαρούμενοι κατά την εργασία τους, έκανε μια σειρά από πειράματα, φτάνοντας στο συμπέρασμα, πως αυξάνοντας την ένταση του ηλεκτρικού φωτός στον εσωτερικό χώρο του δωματίου, οι εργάτες είχαν περίσσια όρεξη, δημιουργικότητα και το κυριότερο,  χαμογελούσαν περισσότερο.

Αρκετά  χρόνια πριν, ο Καρλ Μαρξ μίλησε για την αποξένωση του εργάτη από το προϊόν που παράγει, καθώς ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, ο κεφαλαιοκράτης, είναι αυτός που εισπράττει την υπεραξία του προϊόντος, ενώ ο εργάτης, ο προλετάριος, καταλήγει να αποξενωθεί από την ίδια την ζωή, από τη στιγμή που ήδη είναι αποξενωμένος από την εργασία του.

Την δεκαετία του 80, ο Μαραντόνα μίλησε από το χορτάρι για όλα αυτά. Δεν είχε ανάγκη ούτε πειράματα ούτε κοινωνιολογικές θεωρίες. Απλά κλώτσησε την μπάλα. Και έκανε τους Ναπολιτάνους να κοιτάξουν τα αφεντικά της Ιταλίας, τον πλούσιο και αγέλαστο Βορρά, στα μάτια. Η ναπολιτάνικη βιομηχανία ξεπετάχτηκε και ξεπέρασε σε επιδόσεις , ακόμα και την αισιοδοξία του πιο τρελού Ναπολιτάνου, ο οποίος μέχρι και σήμερα φωνάζει στα φτωχά καντούνια στη μαμά του, πως είδε τον Μαραντόνα και ερωτεύτηκε και η καρδιά του σμπαράλιασε, σύμφωνα με το αιώνιο σύνθημα της Νάπολι, που υπενθυμίζει για ποιο λόγο ο έρωτας είναι η κινητήρια δύναμη όλων.

Οι Ναπολιτάνοι, άρχισαν να πηγαίνουν στη δουλειά με χαμόγελο, να αμαρτάνουν ερωτοτροπώντας και να ερωτοτροπούν  αμαρτάνοντας. Ο θυμόσοφος λαός μας λέει με παρρησία πως στα 7 χρόνια σχέσης κάποιος ή χωρίζει ή παντρεύεται. Στη Νάπολι όμως, για 7 χρόνια, για όσο έπαιξε εκεί ο Ντιέγκο, δεν χώρισε κανείς. Για αυτό και εκείνη την περίοδο σημειώθηκαν οι περισσότεροι γάμοι, οι περισσότεροι χοροί, τα περισσότερα μεθύσια χαράς και ονειροπόλησης, την ώρα που τα ποτήρια τσουγκρίζονταν, υπό την ιαχή «Salute, Diego».

Η πιο δύσκολη μέρα των δασκάλων, μέχρι και σήμερα στη Νάπολι, ίσως και για πάντα, είναι η μέρα εκείνη, που γιορτάζει το όνομα Diego. Δεν κάνουν μάθημα. Ίσως δεν έχουν χρόνο, αφού γιορτάζουν σχεδόν όλα τα παιδιά των γύρω γειτονιών και όλοι πρέπει να φάνε γλυκά. Όπως και εκείνος κέρναγε με γλυκά όλες τις στεναχωρημένες γιαγιάδες, που στέκονταν έξω από το Σάο Πάολο, ξεροσταλιάζοντας για νίκη, για να ξαναβρούν τη χαμένη νιότη τους, έστω για 90 λεπτά.

Οι Βόρειοι τον αναγνώρισαν σε κάθε ήττα, γιατί οι Κυριακές ήταν πλέον θλιμμένες για αυτούς και άρχισαν να θέλουν να τον εξαφανίσουν. Ένας πιστός μπορεί να αναγνωρίζει την ύπαρξη άλλων θρησκειών, όχι όμως άλλου Θεού. Οι Ναπολιτάνοι δεν ήταν ανάγκη πλέον να προσεύχονται, αλλά να τον βλέπουν να ρέει στην αντίπαλη περιοχή, αλλά και να καταρρέει.

Παλεύοντας με τους προσωπικούς του δαίμονες, αποθεωνόταν στο προσκήνιο, αλλά αυτοχαστουκιζόταν στο παρασκήνιο. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» , ο Μαραντόνα έπαιξε και κέρδισε. Ούρησε και έχασε.

Τόσο απλό. Έβαλε το πιο κάλπικο γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου,  εκδικούμενος την Αγγλία για την άδικη εισβολή στα νησιά Φόκλαντ και μετά από λίγα λεπτά, όλοι οι νεκροί Αργεντινοί στρατιώτες σηκώθηκαν, υποβασταζόμενοι στις ξιφολόγχες τους και του χάρισαν το καπέλο τους, ως ένδειξη για το πιο μεγάλο γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Εισήχθη στη σφαίρα της αιωνιότητας, όχι με τον θάνατό του, αλλά με τη ζωή του, ίσως τις ζωές του, ύστερα από τις τόσες φορές που έπαιξε το ένα-δυο με  τον θάνατο. Όσο τρίπλαρε έδειχνε την θεϊκή του διάσταση, όσο μίλαγε την ανθρώπινη του πλευρά, αντιστεκόμενος  σε κάθε αμαρτία με τον μοναδικό τρόπο που ξέρει το ανθρώπινο ον: υποκύπτοντας σε αυτήν. Εξάλλου και ο Αδάμ έφαγε το μήλο, γιατί απλά του το απαγόρεψε ο Θεός.