Από τις απαρχές της ίδρυσης του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, ένας αδιάλειπτος και ανηλεής «πόλεμος» μαίνεται στην κοινωνία μας. Σε καιρούς αφθονίας και ευμάρειας διεξάγεται υποχθονίως. Σε εποχές κρίσης και ένδειας διαδραματίζεται με απροκάλυπτο και κυνικό τρόπο. Οι αντιμαχόμενες πλευρές συσπειρώνονται σε δύο βασικούς πόλους. Ο ένας πόλος συγκεντρώνει τις μεταρρυθμιστικές-εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και ο άλλος τις δυνάμεις της συντήρησης και του κρατισμού. Όταν οι μεταρρυθμιστές συνιστούν το κυρίαρχο ρεύμα στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο τότε η χώρα μας σημειώνει πρόοδο και οδεύει ολοταχώς προς την ευημερία και την ανάπτυξη. Όταν οι κρατιστές και οι οπορτουνιστές όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων έχουν τον κύριο λόγο και κατάγουν νίκες έναντι των εκσυγχρονιστών, τότε η χώρα ρέπει στην παρακμή και στην οπισθοδρόμηση.
Η μεταρρυθμιστική τάση έχει ως βασικό πυρήνα την αστική τάξη και κατ’ επέκταση την αστική συνείδηση. Εκφράζεται και εκπροσωπείται μέσω αυτής και ταυτόχρονα την εμπλουτίζει και την τροφοδοτεί με έναν αέναο και ζωοποιό άνεμο αλλαγής. Η αμφίδρομη αυτή σχέση ευθύνεται άλλωστε για τον δυναμισμό και το σφρίγος της αστικής τάξης, σε οικονομικό επίπεδο ως φορέας αλλαγής και καινοτομίας, σε επίπεδο κοινωνικό με την ανάπτυξη κράτους πρόνοιας και κράτους δικαίου, σε επίπεδο πολιτικό-ιδεολογικό ως υπερασπιστής της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν νοείται μεταρρύθμιση και πρόοδος εντός του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος χωρίς την συνεπικουρία του βασικού πρωταγωνιστή της.
Ειδικά για τη χώρα μας οι αστικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις έπαιξαν καταλυτικό ρόλο όσον αφορά την προετοιμασία της προεπαναστατικής περιόδου, την ίδρυση και την περαιτέρω εξέλιξη και πορεία του νεοσύστατου κράτους.
Στην προεπαναστατική περίοδο, η ανερχόμενη, τότε, εμπορική τάξη, διάσπαρτη σε παροικίες της Ευρώπης, αποτέλεσε το πρόπλασμα της αστικής τάξης, επιδρώντας κυρίως σε δύο επίπεδα: σε πνευματικό και σε οικονομικό.
Η σύναψη οικονομικών και, κυρίως, η σύσφιξη των πολιτιστικών σχέσεων με την ελεύθερη Ευρώπη, έδωσαν το έναυσμα και το κίνητρο στη νεοδημιουργηθείσα αστική τάξη να δρομολογήσει τις εξελίξεις για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό
Μέσω της διανόησης ήλθε σε επαφή με την Αναγέννηση και τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Εμφορούμενη από τα ιδανικά του ρομαντισμού και τις αρχές του φιλελευθερισμού, συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της θέσης του υπόδουλου έθνους στον τότε σύγχρονο κόσμο, στην αφύπνισή του και στην απόκτηση εθνικής συνείδησης. Στη στεριά οι πρώτοι αγροτικοί συνεταιρισμοί και η ανάπτυξη μανιφακτούρας για την παραγωγή προϊόντων και αγαθών όχι μόνο για λόγους αυτάρκειας των τοπικών κοινωνιών αλλά για την εμπορία με σκοπό το κέρδος, άνοιξε νέους χερσαίους διαύλους επικοινωνίας με μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Στη θάλασσα οι καραβοκύρηδες του Αιγαίου επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους σε όλη την Μεσόγειο και αποτέλεσαν μοχλό ανάπτυξης του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η σύναψη οικονομικών και κυρίως η σύσφιξη των πολιτιστικών σχέσεων με την ελεύθερη Ευρώπη έδωσαν το έναυσμα και το κίνητρο στην νεοδημιουργηθείσα αστική τάξη να δρομολογήσει τις εξελίξεις για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και την ίδρυση ενός σύγχρονου αστικού κράτους στα πρότυπα των κρατών της Ευρώπης. Για αυτόν το λόγο συνένωσε επιφανείς προσωπικότητες εντός της Φιλικής Εταιρείας και με επιδέξιους χειρισμούς προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αναλάβει τα ηνία ως πολιτικός της εκπρόσωπος και να φέρει εις πέρας ένα τιτάνιο έργο. Να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος εκ του μηδενός.
Ο κυβερνήτης, άνθρωπος με αστική κουλτούρα και διεθνές κύρος, με την άφιξή του συνειδητοποίησε πως για να στεφθεί η προσπάθειά του με επιτυχία, όπως και έγινε, όφειλε να προσδέσει τις τύχες του νεοσύστατου κράτους με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, να θέσει τα θεμέλια με την ίδρυση πρωτόφαντων θεσμών για την οικονομική επιβίωση και την πολιτική του χειραφέτηση με σαφή προσανατολισμό προς τις φιλελεύθερες εκσυγχρονιστικές δυνάμεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος του, ήταν η ολική ρήξη με το παλιό καθεστώς, τις φεουδαρχικές δομές και αντιλήψεις ανατολικού τύπου που εκπροσωπούνταν από τους προύχοντες της εποχής και ένα κομμάτι του ανώτερου κλήρου που αντιμετώπιζαν με καχυποψία και φοβικό σύνδρομο την απώλεια κεκτημένων και την πολιτιστική κυρίως επαφή με τη Δύση. Το επίτευγμα ήταν τεράστιο και το τίμημα για τον αστικό εκσυγχρονισμό ήταν μεγάλο, τόσο για τον ίδιο τον κυβερνήτη όσο και για την πορεία και εξέλιξη του νεοπαγούς κράτους.
Την προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας ανέλαβε μια προσωπικότητα που έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία της στον 20ου αιώνα. Ηταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Αφού περιήλθε για δεκαετίες σε παλινωδίες και στασιμότητα, ο επόμενος σταθμός επικυριαρχίας των μεταρρυθμιστών έναντι των συντηρητικών, λαϊκίστικων δυνάμεων ήταν η περίοδος διακυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης συσπείρωσε στο κόμμα του τις πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής και επιδίωξε τον εκσυγχρονισμό της χώρας σε οικονομικό, θεσμικό και πολιτικό επίπεδο. Δημιούργησε υποδομές απαραίτητες για τη βιομηχανική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του εμπορίου, (διάνοιξη διώρυγας Κορίνθου, σιδηροδρομικό δίκτυο κ.α.). Έθεσε ως βασική προϋπόθεση για τον σχηματισμό κυβέρνησης τη δεδηλωμένη, (εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση), μετέπειτα γνωστή ως αρχή της δεδηλωμένης. Θέσπισε νόμους με αντικειμενικά κριτήρια για τα προσόντα, τη μονιμότητα και την προαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων. Η εκσυγχρονιστική προσπάθεια προσέκρουσε στους λαϊκιστές της εποχής και ανεκόπη άδοξα με την πτώχευση του 1893 και τον πόλεμο του 1897.
Την προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας ανέλαβε μια προσωπικότητα που έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία της στον 20ου αιώνα. Ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ιδρυτής του κόμματος των φιλελευθέρων ο οποίος εκκινώντας από την επανένωση της Κρήτης με τη μητέρα πατρίδα, επανακαθόρισε με την εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε τη θέση της χώρας με ενάργεια και σταθερό βηματισμό προς δυσμάς και επαναπροσδιόρισε τον ρόλο της αστικής δημοκρατίας στο εσωτερικό σε σχέση με τις δυνάμεις της αντίδρασης που εκπροσωπούνταν κυρίως από τη βασιλική οικογένεια.
Εν μέσω πολεμικών συρράξεων, (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και Μικρασιατική εκστρατεία), αναδιοργάνωσε τον Ελληνικό στρατό και σε συνδυασμό με τη διπλωματική του δεινότητα και τις συμμαχίες που συνήψε, αξιοποίησε υπέρ των εθνικών συμφερόντων τους διεθνείς συσχετισμούς. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η γεωγραφική επέκταση, η ενίσχυση του γεωπολιτικού ρόλου και η προσχώρηση στην ελληνική επικράτεια αλύτρωτων πατρίδων. Επίσης, παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις και διενέξεις που οδήγησαν στον εθνικό διχασμό, το εκσυγχρονιστικό έργο ήταν τεράστιο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προέβη σε Συνταγματική και διοικητική μεταρρύθμιση καθώς και στη θέσπιση νόμων που απέβλεπαν στην καθιέρωση ενός κράτους δικαίου, στην προστασία και βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων, στην αναδιανομή αγροτικής γης υπέρ των ακτημόνων. Βελτίωσε την απονομή δικαιοσύνης, προχώρησε στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, μερίμνησε για την υγεία και την εκπαίδευση.
Για μια ακόμη φορά η προσπάθεια για αστικό εκσυγχρονισμό διεκόπη άδοξα και η χώρα μετέβη σε ένα φαύλο κύκλο όπου μεσολάβησαν δικτατορίες, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή και δυστυχώς ο εμφύλιος πόλεμος. Συνέπεια όλων αυτών υπήρξε η ολοσχερής διάλυση της όποιας υποδομής και κυρίως η αναβίωση του εθνικού διχασμού σε νέα βάση.
Τα πρώτα σημάδια οικονομικής ανάταξης εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ΄50 και ακολούθησαν θεαματικά βήματα προόδου τη δεκαετία του ΄60. Σε αυτές τις δεκαετίες επανατέθηκε το ζήτημα προσέγγισης με τις οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφόρησαν διότι τις ανέκοψε η δικτατορία. Μετά την πτώση της χούντας και την μετάβαση σε μια νέα εποχή, στην εποχή της μεταπολίτευσης, οι δυνάμεις της προόδου και της αστικής μεταρρύθμισης ανέλαβαν το δύσκολο έργο του εκδημοκρατισμού της χώρας, την πολιτικοκοινωνική και οικονομική ανόρθωσή της, προετοιμάζοντας το έδαφος για το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Την οριστική και αμετάκλητη εισδοχή της ως πλήρες και αναπόσπαστο μέλος στην Ευρωπαϊκή οικογένεια και τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η προσπάθεια είχε αίσια έκβαση το 1981, η χώρα μπήκε για πρώτη φορά σε έναν ενάρετο κύκλο σταθερότητας, εμπέδωσης και περαιτέρω διεύρυνσης των δημοκρατικών θεσμών, ευημερίας και οικονομικής σύγκλισης με τα πιο ευνομούμενα και προηγμένα έθνη του σύγχρονου κόσμου. Ως επιστέγασμα όλων αυτών των κόπων και θυσιών ήρθε να προστεθεί η είσοδος της χώρας μας το 2001 στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης ενισχύοντας θεαματικά τον οικονομικό και γεωπολιτικό της ρόλο.
Όπως στις προγενέστερες ιστορικές περιόδους, τις επιτυχίες και τα θριαμβευτικά επιτεύγματα της αστικής τάξης διαδέχθηκαν εθνικές ήττες, απώλεια ιστορικών ευκαιριών για εθνική συμφιλίωση, κοινωνική συνοχή και ευημερία, έτσι και η περίοδος της μεταπολίτευσης ενείχε το σπέρμα της υπονόμευσης και της καταστροφής. Δυνάμεις και πολιτικοί σχηματισμοί επιφανειακά αντιτιθέμενοι, με έντονα χαρακτηριστικά εθνικο-λαϊκισμού, θρησκευτικού δογματισμού, δημαγωγίας, αριστερίστικης ιδεοληψίας, έχοντας ως κοινό παρονομαστή την προσήλωσή τους σ’ έναν υπέρμετρο κρατισμό και ένα προ-νεωτερικό φοβικό σύνδρομο έναντι του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνετέλεσαν σταδιακά στην αποδυνάμωση και αποσάθρωση της αστικής τάξης.
Η αστική τάξη έχασε τον ηγεμονικό της ρόλο στο ιδεολογικό πεδίο, τον δυναμισμό και την εξωστρέφεια στο οικονομικό
Σε ένα περιβάλλον εχθρικό και δαιμονοποίησης της επιχειρηματικότητας, κομματικής εξάρτησης, διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων, διόγκωσης του δημοσίου τομέα εις βάρος του ιδιωτικού, οι επιπτώσεις στην οικονομία ήταν καταστροφικές και δυσβάσταχτες με λογική απόρροια την συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, την αποβιομηχάνιση της χώρας, και την δραστική μείωση της ανταγωνιστικότητά της.
Η αστική τάξη έχασε τον ηγεμονικό της ρόλο στο ιδεολογικό πεδίο, τον δυναμισμό και την εξωστρέφεια στο οικονομικό. Έπαψε να αποτελεί τον φορέα αναζωογόνησης και ανάπτυξης της οικονομίας και τον «αγωγό» σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή σκέψη και διανόηση. Απώλεσε σταδιακά την αυτενέργεια και την αστική της συνείδηση, απεμπόλησε το ρόλο της ως προασπίστρια των φιλελεύθερων ιδεών και των ατομικών δικαιωμάτων. Μετετράπη σε μια κρατικοδίαιτη και παρασιτική επιχειρηματική τάξη, λειτούργησε ως διαμεσολαβητής και αντιπρόσωπος αλλότριων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως ο κυριότερος λόγος και αιτία που οδηγηθήκαμε σε μια νέα εθνική τραγωδία, (οικονομική προς το παρόν), είναι η έλλειψη της αστικής τάξης και παιδείας. Είναι επιτακτική η ανάγκη για άμεση ανασυγκρότηση των εναπομεινάντων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, προκειμένου να διασώσουν τη χώρα και να την οδηγήσουν ξανά σε ασφαλή λιμάνια ανάπτυξης και δημιουργίας
*Ο Αρης Δίπλας είναι εκπαιδευτικός.