Ο κ. Γαβρόγλου στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα σε εκδήλωση του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης στο Μουσείο Μπενάκη | Menelaos Myrillas / SOOC
Αναγνώστες

Τα λόγια της καραβάνας

Για την αντιπαράθεση του Υπουργού Παιδείας και του Προέδρου της ΟΛΜΕ με θέμα τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ
Tο δικό σας Protagon

Η «αντιπαράθεση» των κ.κ. Γαβρόγλου και Παπαχρήστου προστέθηκε στις δεκάδες που έχουν προηγηθεί μεταξύ Υπουργών Παιδείας και Προέδρων της ΟΛΜΕ. Αφορμή και πάλι ο τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ, δηλαδή το προσφιλέστερο θέμα της επιχειρούμενης αενάως «Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης», που ουδέποτε μέχρι σήμερα επέτυχε τον διακηρυγμένο σκοπό της: την επαναλειτουργία του Λυκείου, ως βαθμίδα εκπαίδευσης σε αντίθεση με την σημερινή του πραγματικότητα, δηλαδή τη λειτουργία του ως προθάλαμο φροντιστηρίων.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παρούσα πρόταση θα έχει την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Όχι, βέβαια, για όσα προκάλεσαν τη σύγκρουση πολιτικής και συνδικαλιστικής εξουσίας, αλλά επειδή θεωρούν  ότι οι μαθητές και οι οικογένειές τους οδηγούνται στο φροντιστήριο, περισσότερο λόγω των ατομικών και οικογενειακών επιδιώξεών τους και πολύ λιγότερο λόγω οποιουδήποτε συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ. Οι επιδιώξεις προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ισχυρής κοινωνικής κινητικότητας που παρουσιάστηκε στη χώρα μας τις περασμένες δεκαετίες, η οποία και οδήγησε στη δημιουργία διευρυμένων μέσων στρωμάτων, τα οποία με τη σειρά τους επιδιώκουν σήμερα την αναπαραγωγή τους πάση θυσία, σε συνδυασμό με το ρόλο που έπαιξε το δημόσιο στην απορρόφηση πτυχιούχων και τον αναγκαστικά περιορισμένο αριθμό εισαγόμενων στις σχολές υψηλού κύρους.

Πιο απλά, έχουμε πολλούς γιατρούς, μηχανικούς, δικηγόρους και δημοσίους υπαλλήλους που μοναδική τους διέξοδος είναι τα παιδιά τους να γίνουν τουλάχιστον ό,τι κι αυτοί ή κάτι παρεμφερές ή πιο σύγχρονο. Οπότε, εφόσον, η κατάληψη μιας θέσης στα ΑΕΙ, περνάει υποχρεωτικά από εισαγωγικές εξετάσεις – όποιου τύπου κι αν είναι αυτές – «τα δίνουν» όλα για στηρίξουν την εισαγωγή των απογόνων τους, κατά προτίμηση σε μια σχολή υψηλού κύρους. Μάλιστα, όταν κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ανέφικτο, θυσιάζουν και το επίπεδο ζωής της οικογένειάς τους για «να εξασφαλίσουν στο παιδί ένα πανεπιστημιακό πτυχίο» από ξένα Πανεπιστήμια, αφού γνωρίζουν ότι χωρίς αυτό οι πιθανότητες ενός αποδεκτού μέλλοντος είναι μηδαμινές.

Αντίθετα, λοιπόν, με την κυρίαρχη πεποίθηση της κοινής γνώμης, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο των «φροντιστηρίων» στην Ελλάδα, δεν οφείλεται τόσο στις όποιες γνωστές και αποδεκτές ανεπάρκειες του Λυκείου, αλλά στις προσδοκίες των ελληνικών οικογενειών και σε κάτι άλλο, που δεν συζητιέται καθόλου ως ένα ακόμα ταμπού, στην «υπερπαραγωγή καθηγητών», οι οποίοι με τη σειρά τους αναζητούν τρόπο να ασκήσουν το «επάγγελμά τους», εκτός της τυπικής εκπαίδευσης. Εξάλλου, δεν διαθέτουμε έγκυρη αξιολόγηση της Ελληνικής Εκπαίδευσης, των Εκπαιδευτικών που εργάζονται σ’ αυτή, καθώς και των παραγόμενων μορφωτικών αποτελεσμάτων του Σχολείου μας για να ισχυριστούμε την ανεπάρκειά της με ασφάλεια. Τα αποτελέσματα της PISA αποτελούν απλή ένδειξη σε σχέση με συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης της Γνώσης, τρόπο που αποκλίνει σημαντικά από το δικά μας Αναλυτικά Προγράμματα. Αντίθετα, είναι εμπειρικά γνωστό ότι μέτριοι Έλληνες μαθητές, μόλις βρεθούν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, πετυχαίνουν σημαντικές διακρίσεις. Επιπροσθέτως, απουσιάζει ακόμα και η τυπική εποπτεία του Σχολείου μας, αφού εδώ και δεκαετίες έχει υποκατασταθεί από τον κομματικό έλεγχο της Διοίκησής του. Οπότε, αυτό που μας μένει είναι να σχεδιάζουμε, χωρίς επιστημονικό μπούσουλα, πάντα στα γρήγορα και χωρίς διευρυμένη συναίνεση, το «μπάλωμα» του παρόντος συστήματος εισαγωγής, που – σ’ όλες τις παραλλαγές του και παρά τις προθέσεις – αναπαράγει την «παπαγαλία», η οποία με τη σειρά της επιβάλλεται από τα Φροντιστήρια προς το Λύκειο, σε ένα φαύλο κύκλο, ώστε να μοιάζει κι αυτό «αποτελεσματικό».  Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα μετά από πολλές αλλαγές, ως «διορθωτής» στις μαζικές εισαγωγικές εξετάσεις, μπορεί να συμμετέχει οποιοσδήποτε καθηγητής, χωρίς ειδικές δεξιότητες και γνώσεις, αφού τα  θέματα και η «διόρθωση» τους οργανώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπακούουν στην αρχή του «ομοιόμορφου». Και ομοιομορφία σημαίνει παπαγαλία.

Σε αντίθεση με όσα ισχυρίστηκε, λοιπόν, ο κ. Υπουργός, δεν μπορεί να υπάρξει ένα διαφορετικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, αν δεν προηγηθούν κοσμογονικές αλλαγές του  Σχολείου. Γνωρίζει κι ο ίδιος ότι για να αποκτήσει το παρόν σύστημα αξιοπιστία, δηλαδή να επιλέγει τους πραγματικά καλύτερους, στέλνοντας καθένα στην σχολή που επιθυμεί, παραμένοντας αδιάβλητο και αντικειμενικό, με λίγα λόγια αποκλείοντας διαρροές θεμάτων και αυθαιρεσίες στην βαθμολόγηση (σήμερα δυστυχώς επιτυγχάνεται διαμέσου της απόλυτης αντιπαράθεση με το εγχειρίδιο, που ως διαδικασία ενισχύει την «παπαγαλία»), προϋπόθεση δεν αποτελεί η «ηθική» υπόσταση των Εκπαιδευτικών, αλλά σύνθετες και χρονοβόρες αλλαγές. Αυτές αφορούν την εκπαίδευση και επιλογή των εκπαιδευτικών, τα αναλυτικά προγράμματα, την εποπτεία και αξιολόγηση της Εκπαίδευσης, το δίκτυο και τη μορφή οργάνωσης των ΑΕΙ, καθώς και την εμπλοκή τους στις εισαγωγικές εξετάσεις. Όμως, ακόμα κι αν όλα να συμβούν, η «πίεση» των μεσαίων στρωμάτων θα παραμείνει ισχυρή, άρα και το «φροντιστήριο», αφού ο κοινωνικός ανταγωνισμός θα μεταφέρεται όλο και «ψηλότερα». Παραφράζοντας τον Πουλαντζά, θα λέγαμε ότι πάντα κάποιοι θα σχεδιάζουν τους κινητήρες των Μιράζ και δυστυχώς αυτοί θα είναι σταθερά λιγότεροι…

Αν λοιπόν, υπάρχει κάποιο πραγματικό διακύβευμα στις εξαγγελίες του Υπουργείου, που οδήγησε στο «κόκκινο» την αντιπαράθεση των δύο εκπαιδευτικών «εξουσιών», αυτό είναι το κατά πόσο η νέα πρόταση μπορεί να διατηρήσει το αδιάβλητο – αντικειμενικό των εξετάσεων και κατ’ επέκταση την αίσθηση απόδοσης «δικαιοσύνης» στις συνειδήσεις των πολιτών ή αν με την νέα πρόταση εισερχόμαστε σε πραγματικά αχαρτογράφητα ύδατα. Είναι δυνατόν σε μια χώρα που πάσχει από προχωρημένη διαφθορά θεσμών και οι πολίτες της δεν εμπιστεύονται σχεδόν κανέναν εκπρόσωπό τους, να τεθεί εν κινδύνω ο μόνος θεσμός που τα αποτελέσματα της λειτουργίας του γίνονται αδιαμαρτύρητα αποδεκτά από τους ενδιαφερόμενους;

Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε ο κ. Υπουργός Παιδείας, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί το εφικτό της υλοποίησης της πρότασής του, να υπεραμύνεται της «ηθικής» υπόστασης των καθηγητών και να εγκαλεί τον εκπρόσωπό τους, τον Πρόεδρο της ΟΛΜΕ, να σεβαστεί το «ρόλο» του, όταν αυτός δήλωσε πως πιθανόν οι συνάδελφοί του να «λυγίσουν στις πιέσεις γονέων και μαθητών» ή ότι «μπορεί να βρεθεί μια μικρή μειοψηφία που να επιχειρήσει να κερδίσει», από το συγκεκριμένο σύστημα συμμετοχής της προφορικής βαθμολογίας στην εισαγωγή στα ΑΕΙ. Ακολούθησε η  απάντηση του κ Παπαχρήστου που σημείωσε ότι «έκθετος είναι ο υπουργός Παιδείας» στις συνειδήσεις μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, «όταν κάθε τέταρτο αλλάζει απόψεις».

Μέχρι εδώ, όλα γνωστά, αναμενόμενα και λίαν βαρετά. Η «αντιπαράθεση» των δύο εξουσιών θυμίζει νυχτερινές συζητήσεις γύρω από τη φωτιά μελών Καραβανιών του  Βυζαντίου, όπου λεγόταν διάφορά άσχετα, χωρίς σοβαρότητα και αξιοπιστία, για να διασκεδαστεί η πλήξη τους. Εξ ου και ο όρος «λόγια της καραβάνας», δηλαδή αερολογίες. Μόνο που στην περίπτωσή μας, αυτές αναστατώνουν μαθητές και οικογένειες  που δεν ξέρουν στην κυριολεξία «τι τους ξημερώνει αύριο». Γιατί «αύριο» ο κ. Υπουργός θα είναι σπίτι του και ο κ. Πρόεδρος της ΟΛΜΕ πιθανότατα συνταξιούχος, ενώ αυτοί «θα τρέχουν και δεν θα προλαβαίνουν».

Μπορεί ο χαρακτηρισμός της «αντιπαράθεσης» να ακούγεται σκληρός, αλλά τι είναι πέρα από αερολογίες μια δημόσια αντιπαράθεση που, αντί να ανταλλάσσει λογικά επιχειρήματα, εκπίπτει σε «ηθικό» ζήτημα, επειδή κάτι τέτοιο, επιτρέπει και στις δύο πλευρές να εμφανίζονται ως προστάτες της «ηθικής υπόστασης» ατόμων ή θεσμών και να επιχειρηματολογούν στο διηνεκές χωρίς να διαλέγονται επί της ουσίας;

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τι δεν είπαν οι δυο, ξεκινώντας από τον κ. Υπουργό. Με ποια στοιχεία και με ποια εργαλεία κρίνει ότι όντως οι καθηγητές δεν θα πιεστούν, και όχι μόνο από γονείς και μαθητές, για να «ανεβάσουν» ή να «κατεβάσουν» την βαθμολογία μαθητών τους; Μπορεί να παρουσιάσει έστω και ένα εργαλείο ή στοιχείο που θεμελιώνει την άποψή του; Μήπως απέκτησε πρόσφατα κάποια μορφή στοιχειώδους εποπτείας στα τεκταινόμενα στα σχολεία της χώρας κι αν ναι, με ποια στελέχη του τα εποπτεύει; Με τους κομματικά διορισμένους Περιφερειακούς Διευθυντές και Διευθυντές Εκπαίδευσης ή τους παροπλισμένους και υπό διωγμό Σχολικούς Συμβούλους; Υπάρχει κάποιο εργαλείο αξιολόγησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων στην Εκπαίδευσή μας που να υποδεικνύει το «σταθμισμένο» της βαθμολογίας στα Λύκειά μας; Δεν ήταν ο πολιτικός του χώρος  -ιδιαίτερα μετά το 2008 – που συνέβαλε τα μέγιστα στην απο-νομιμοποίηση των θεσμών και των εκπροσώπων τους στις συνειδήσεις της ελληνικής κοινωνίας; Δεν ήταν το κόμμα του και η συνδικαλιστή του παράταξη που, όχι μόνο πολέμησαν και απαξίωσαν ακόμα κι αυτήν τη δειλή προσπάθεια Αυτοαξιολόγησης των Σχολείων, αλλά και αντιστάθηκαν λυσσαλέα στην Αξιολόγηση της Εκπαίδευσης και των Εκπαιδευτικών, εξαπολύοντας μύδρους λάσπης και ψεμάτων, μέχρι που το κόμμα του, μετά τις εκλογές του 2015, να αναστείλει κάθε σχετική διαδικασία; Με τι στοιχεία μας διαβεβαιώνει ότι ένας εκπαιδευτικός που δεν αξιολογείται για την ικανότητά του να διδάσκει και να αξιολογεί και, επιπλέον, δεν εποπτεύεται από κανέναν, είναι σε θέση να βαθμολογεί ορθώς τους μαθητές του και είναι από τη φύση του αδιάφθορος; Είναι δυνατό να θεμελιωθεί ένα «νέο» σύστημα εισαγωγής, που ενδεχομένως θέτει εν αμφιβόλω τον αδιάβλητο χαρακτήρα του, σε «πεποιθήσεις»; Γνωρίζει ο κ. Υπουργός ότι σχεδόν το σύνολο των εκπαιδευτικών της Β/θμιας, όχι μόνο δεν έχουν στοιχειώδεις παιδαγωγικές σπουδές και ουδέποτε διδάχθηκαν αξιολόγηση μαθητών, αλλά είναι σημαντικά γερασμένο, έχει περάσει πολύς χρόνος από την φοίτησή τους στα πανεπιστήμια και πως ουδείς και ουδέποτε φρόντισε θεσμικά να ανανεώσει τις βασικές του γνώσεις με συστηματική επιμόρφωση; Μπορεί να μας πει, αν οι καθηγητές είναι σε θέση και έχουν την ικανότητα να αναπλαισιώνουν τη σημερινή επιστημονική γνώση και να αξιολογήσουν ορθά και αντικειμενικά το βαθμό αφομοίωσής της από τους μαθητές;  Γνωρίζει ο κ. Υπουργός ότι για δεκαετίες στη χώρα μας σπαταλήθηκαν κονδύλια και τεχνογνωσία χωρίς να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει ένα στοιχειώδες έστω σύστημα διαρκούς εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών; Μπορεί να στηριχθεί ο κ. Υπουργός στο γεγονός ότι ένα μέρος των καθηγητών, ας δεχθούμε μεγάλο, από δική τους φροντίδα και μόνο και με δικό τους κόπο έγιναν πραγματικά «δάσκαλοι» κι αν ναι, οι υπόλοιποι δεν θα βαθμολογούν τους μαθητές τους;  Γνωρίζει ο κ. Υπουργός ότι από αστοχίες των Ελληνικών Αναλυτικών Προγραμμάτων του Λυκείου οι μαθητές της Γ΄ τάξης του διδάσκονται ύλη των πρώτων ετών του Πανεπιστημίου; Μήπως, τον κ. Υπουργό θα έπρεπε να απασχολούν όλα τα παραπάνω πριν τον απασχολήσει και αποφανθεί σχετικά με την «ηθική» διάσταση των καθηγητών;

Και μη βιαστεί κανείς να αποδώσει τα εύσημα στον κ. Πρόεδρο της ΟΛΜΕ, επειδή είχε το θάρρος να ψελλίσει κάτι που αποτελεί κοινό τόπο στη χώρα μας: ότι, δηλαδή, οι δ.υ. σε όλες τις εκφάνσεις τους υπόκεινται σε αφόρητες πιέσεις ή αυτοβούλως «συμμορφώνονται» σε αυτές. Συγκλονιστική αλήθεια!!! Μόνο που ο ίδιος και οι προκάτοχοί του, δεκαετίες τώρα, όχι μόνο αγνόησαν συστηματικά το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός συναδέλφων τους συμμετέχουν στο «πάρτι των φροντιστηρίων» και μάλιστα με μαύρες αμοιβές, αφού στην Ελλάδα δεν είχαμε το θάρρος να κάνουμε ό,τι είχε πράξει ακόμα και η «σοσιαλιστική» Ουγγαρία, δηλαδή να αναγνωρίσουμε το φαινόμενο και να το εντάξουμε στην λευκή οικονομία. Όπως, δήθεν αγνοεί, ότι αποτελεί κοινό τόπο για τους παροικούντες  την Ιερουσαλήμ: ο Μ.Ο. βαθμολογίας των μαθητών ανεβαίνει συνεχώς στο σύνολο της Β/θμιας  τα τελευταία χρόνια κι όχι γιατί οι σημερινοί Έλληνες μαθητές είναι ευφυέστεροι των προηγουμένων, αλλά γιατί ατομικές και συλλογικές «πρακτικές» μέρους των καθηγητών τείνουν – πολύ πριν τη δήθεν πρωτότυπη «σύλληψη» Γαβρόγολου – να βαθμολογούν με υψηλούς βαθμούς τους μαθητές τους «για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους». Δυστυχώς, υπάρχουν καταγγελίες ότι σε πολλά μέρη της χώρας ακόμα και Σύλλογοι Διδασκόντων έλαβαν σχεδόν σε επίσημη συνεδρίασή  του σχετικές αποφάσεις για να αποφύγουν την πίεση της «τοπικής κοινωνίας». Επιπλέον, μήπως ο κύριος Πρόεδρος και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που εκπροσωπεί, «ξέχασε» ξαφνικά όσα έχουν κάνει στο παρελθόν για να μην υπάρξει η παραμικρή εποπτεία και καθοδήγηση στο παιδαγωγικό και διδακτικό έργο των συναδέλφων τους και του Σχολείου, πολεμώντας – με τη σειρά τους – τις όποιες δειλές προσπάθειες υλοποίησης ενός συστήματος Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση; Δεν σκέφτηκε ποτέ αυτός και οι «σύντροφοί» του – ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής παράταξης  – ότι αν υπήρχε ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αυτή θα προστάτευε το κύρος τους, μειώνοντας την πίεση που τους ασκούν οι «τοπικές κοινωνίες»;

Λόγια της «καραβάνας», λοιπόν, τίποτε άλλο. Αν ήθελε ο Υπουργός και ο Πρόεδρος της ΟΛΜΕ να δοκιμάσουν την αξιοπιστία όσων λένε θα είχε ενδιαφέρον να σταθούν παρέα έξω από οποιοδήποτε Λύκειο της χώρας. Εκεί θα εισέπρατταν και οι δυο εξίσου την μήνιν γονιών, μαθητών και καθηγητών για χίλια δυο θέματα, ενώ όλοι θα συμφωνούσαν σ’ ένα και μόνο: το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι άθλιο αλλά το μόνο δυνατά αδιάβλητο υπό τις παρούσες συνθήκες. Αν επιθυμούν και οι δυο κάτι διαφορετικό, ας καθίσουν σ’ ένα τραπέζι να εντοπίσουν τις ουσιαστικές παραμέτρους του προβλήματος και μετά από μακροχρόνιο διάλογο και αφού υλοποιήσουν σειρά μέτρων που αποτελούν προϋπόθεση για την αλλαγή του, να το αλλάξουν, πετυχαίνοντας επιτέλους να εξαφανίσουν την «παραπαιδεία». Αλλά τότε θα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα ένα νέο πρόβλημα: μερικές δεκάδες χιλιάδες φροντιστές θα μείνουν άνεργοι. Αυτοί – μαζί με των ξένων γλωσσών – ξεπερνούν κατά πολύ τις εκατό χιλιάδες. Αν λοιπόν, βρούμε το μαγικό ραβδί που θα καταργήσει την «παπαγαλία», τα φροντιστήρια και τις εξετάσεις, ας βρούμε και τι θα κάνουμε χιλιάδες ανέργους που υπάρξουν. Βλέπε, αυτό φτιάξαμε ως πατρίδα δεκαετίες τώρα και η αναγωγή των προβλημάτων μας σε «ηθικά» επ’ ουδενί λύνει τα προβλήματα. Αντιθέτως, τα μεγαλώνει.


*Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας