Είναι γνωστή σε όλους μας η πάγια τακτική του Έλληνα να επιδιώκει το βόλεμα, τον εύκολο δρόμο και τον εφησυχασμό μέσα από τις πελατειακές σχέσεις και τα ρουσφέτια. Eίναι επίσης γνωστό στους περισσότερους από εμάς ότι ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση που βιώνει αυτή η χώρα και δεν περιορίζεται στην οικονομική αλλά καταλήγει σ’ αυτή μέσα από μια κρίση αξιών, ιδανικών και προτύπων, φέρει και ο έκαστος πολίτης προσωπικά. Ωστόσο, αν αναρωτηθεί κανείς τι μας οδήγησε σ' αυτήν τη νοοτροπία, δεν θα βρει εύκολα απάντηση. Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχει απάντηση ή γιατί υπάρχουν περισσότερες της μιας, αλλά γιατί ίσως μέρος μιας ενδεχόμενης απάντησης δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό. Και τι θέλω να πω με αυτό; Προφανώς όχι ότι πρόκειται για κάτι πασιφανές που πολλοί λόγω χαμηλής νοημοσύνης αδυνατούν να αντιληφθούν αλλά για έναν δυσδιάκριτο, συγκεκαλυμμένο ανασταλτικό παράγοντα. Κι αυτός δεν είναι άλλος από την ανασφάλεια.
Μια ανασφάλεια που διέπει τον καθέναν από εμάς ξεχωριστά και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία σαν σύνολο. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να είναι δυσδιάκριτη αλλά είναι παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής του νεοέλληνα. Έγκειται σε κάθε ελληνική οικογένεια και διαφαίνεται από τα πρώτα στάδια ανατροφής των νέων. Είναι παρούσα όταν π.χ. οι Γερμανοί στην ηλικία των 15 ταξιδεύουν μόνοι τους και ασυνόδευτοι στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που εμείς ακούμε την Ελληνίδα μάνα να υστεριάζει ότι θα κρυώσουμε χωρίς μπουφάν. Εξελίσσεται και αναπτύσσεται όταν στα 18 μας έχουμε την απαίτηση για ένα ετοιμοπαράδοτο αυτοκίνητο -ως είθισται- δώρο ενηλικίωσης ή πανελληνίων, ενώ ωριμάζει όταν πια στην ηλικία των 25 επιστρέφουμε στο πατρικό μας προκειμένου να συγκατοικήσουμε (εγώ θα έλεγα να βολευτούμε) με τους γονείς μας και με ό,τι αυτό συνεπάγεται (φαγητό μανούλας, έτοιμο στεγνοκαθαριστήριο, κ.λπ.) επικαλούμενοι πλέον την οικονομική δυσχέρεια ή αδυναμία ανεξαρτητοποίησης. Μια αδυναμία απόρροια μιας άλλης, αυτής που καθόριζε έστω και ασυνείδητα τον τρόπο σκέψης μας τόσα χρόνια. Δηλαδή αυτή του Έλληνα γονέα ότι είναι απαραίτητος, ότι πρέπει να παράσχει προίκα, σπίτι, κτήμα στο παιδί (αν μπορούσε τον κόσμο ολόκληρο), που οδήγησε σταδιακά και σταθερά στην ανασφάλεια μας ως λαού.
Έτσι, το Ελληνόπουλο δεν έμαθε να δυσκολεύεται, να προσπαθεί, να πασχίζει για να αποκτήσει κάτι, να διεκδικεί. Αντίθετα κατέστη φυγόπονο και με την κάθε δυσκολία έμαθε να επιστρέφει σπίτι του, στην ασφάλεια της οικογένειας. Έμαθε εν ολίγοις να είναι ανασφαλής! Δείγμα της ανασφάλειας του το πανεπιστήμιο -και το ίδιο το πανεπιστήμιο ως επιλογή- αφού εκεί έμαθε να συνεργάζεται με την παρέα του ή να αντιγράφει από τους συμφοιτητές του προκειμένου να ανταπεξέλθει στις εξετάσεις. Δεν έμαθε να πιστεύει στον ίδιο και τις ικανότητές του πάρα μόνο να περιμένει μια χείρα βοηθείας. Και αργότερα να προσμένει τον διορισμό στο δημόσιο για να επιβεβαιώσει την ανασφάλεια τόσο των γονιών του όσο και την δική του για το ότι δεν είναι ικανός να ρισκάρει, να χάσει, να κερδίσει, να εξελιχθεί, να εξαρτάται από το μυαλό του και μόνο. Κι όλη αυτή η μαζική ανασφάλεια είχε ως επακόλουθο την ανασφάλεια μιας ολόκληρης χώρας και την εξάρτησή της απ' όλες τις άλλες εκτός της ίδιας και του λαού της. Ενός λαού μη δυνάμενου να αποδεσμευθεί από μια εθιμοτυπικά αποδεκτή εξάρτηση, αυτή της μάνας, του πατέρα, του υπουργού, του “βύσματος”, του εταίρου… και μια μεταγενέστερη ανασφάλεια!
*Η Θεοδώρα Γεωργίου είναι ασκούμενη δικηγόρος.