Οι πιο πολλοί οικονομικοί μετανάστες διακατέχονται από τον ίδιο διακαή πόθο. Να γυρίσουν κάποια μέρα στην πατρίδα τους και να δουν πως έχουν εξαφανιστεί όλα εκείνα τα στοιχεία που τους ώθησαν στην εξορία.
Να ξανανιώσουν ότι είναι ευπρόσδεκτοι στο μέρος όπου γεννήθηκαν και να μπορέσουν να χτίσουν μια ζωή σε καινούρια θεμέλια. Αυτοί οι άνθρωποι όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όσο κι αν προσαρμοστούν στα ξένα θα αισθάνονται πάντα εξόριστοι που προσμένουν τον επαναπατρισμό. Κι όσο αυτός αργεί, όσο χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται η κατάσταση στη χώρα τους, τόσο η θλίψη γεμίζει τα σωθικά τους και πικραίνει την ψυχή τους.
Ο υπογράφων δεν εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία μεταναστών. Έφυγα πριν γίνει το μεγάλο μπαμ της κρίσης γιατί θεωρούσα –κι ακόμα θεωρώ– πως αν κάποιος θέλει να ζήσει πραγματικά σαν ευρωπαίος πολίτης σε ένα κράτος δικαίου με κοινωνική πρόνοια και αλληλοσεβασμό τότε η Ελλάδα αυτομάτως απορρίπτεται σαν τόπος διαμονής και γίνεται τόπος αναψυχής και τουρισμού.
Κι όντως από τότε που μετοίκησα αγαπώ την Ελλάδα πολύ περισσότερο γιατί ζω σε αυτήν μόνο όσα την κάνουν ασύγκριτη. Τις παραλίες, την απέραντη θάλασσα, τον ήλιο, τα τοπία παντρεμένα με μοναδικές γεύσεις, το τσίπουρο υπό τον ήχο των κυμάτων, το γλυκό, κεφάτο πρόσωπο των περισσοτέρων κατοίκων της (ιδίως όταν σε αντιμετωπίζουν ως τουρίστα ή επισκέπτη) και πάνω απ’ όλα το μοναδικό συναίσθημα του να ξανασμίγεις με οικογένεια και φίλους.
Κι όμως πρόσφατα ακούγοντας για πολλοστή φορά το «Γράμμα στον κύριο Νίκο Γκάτσο» σε στίχους και μουσική Γιώργου Ανδρέου, με τη μοναδική φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου να με γαληνεύει, μπόρεσα ίσως για πρώτη φορά να μπω στη σάρκα του οικονομικού μετανάστη.
Για λίγη ώρα μπόρεσα να νιώσω τον πόνο ενός ανθρώπου που ενώ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια όμορφη χώρα έχει εγκλωβιστεί μακριά της για να μπορέσει να ζήσει αξιοπρεπώς.
Μπορεί το συναίσθημα να διήρκεσε λίγο αλλά με σόκαρε. Μονομιάς γέμισε το μυαλό μου με την απελπισία και τη μάταια προσμονή που τσιγαρίζουν το μυαλό τόσων και τόσων Ελλήνων που αποχαιρέτησαν τη χώρα τους γεμίζοντας τις βαλίτσες τους με την πιο μεγάλη αυταπάτη. Την ελπίδα πως μια μέρα θα γυρίσουν σε μία καλύτερη πατρίδα.
Ήταν ένα συναίσθημα που με ώθησε στο να προσπαθήσω και εγώ να αναζητήσω τις αιτίες που… ενώ όλοι προσμένουν την άνοιξη αυτή προσπερνάει. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω μιας κι αυτά τα αίτια έχουν ήδη αναλυθεί επαρκώς και ποικιλοτρόπως. Αυτό που μένει χαραγμένο στο δικό μου μυαλό είναι πως παρά τις τόσες κατραπακιές και τα τόσα χαστούκια, στην ελληνική ατμόσφαιρα παραμένει ακόμα διάχυτη η αντίληψη πως για όλα «φταίνε οι άλλοι».
Το παράλογο μεταξύ άλλων σε αυτήν τη χώρα είναι η παντελής έλλειψη ατομικής ευθύνης, μπολιασμένη με γερές δόσεις συλλογικής και αόριστης ευθύνης. Σε όλες τις γωνιές ακούς τις φράσεις «έγιναν λάθη, κάναμε λάθη, δεν μπορέσαμε, μας ξεγέλασαν» κ.ο.κ. Όμως σε πρώτο ενικό ακούς μόνο «εγώ προσπάθησα, εγώ δεν φταίω, εγώ πλήρωνα, εγώ πίστεψα» και το χειρότερο απ’ όλα «δε φταίω μόνο εγώ, όλοι τα ίδια κάνανε».
Και το τρομακτικό είναι πως αυτή ακριβώς η αντίληψη αναδύεται κι αν προσέξει κανείς τους στίχους, τα κείμενα και τις αναφορές στο παρελθόν της Ελλάδας. Η αποποίηση κάθε προσωπικής ευθύνης και η ανάδειξη κάθε αστοχίας σε κοινωνικό πρόβλημα. Για να μη μπορεί κανείς ποτέ με ακρίβεια να εστιάσει στους πραγματικούς υπαίτιους και στα πραγματικά αίτια της καταστροφής. Αυτό σε πληγώνει πιο πολύ απ’ όλα αν προσπαθήσεις να αναλύσεις ψύχραιμα και αποστασιοποιημένα τα τεκταινόμενα σε τούτη εδώ την κουκίδα των Βαλκανίων.
Μια χώρα που έμαθε να ανάγει σε προσωπική υπόθεση μόνο τις επιτυχίες και τις δόξες και φορτώνει σε ένα αόριστο πλήθος και σε μια άμορφη μάζα συλλογικής ευθύνης όλα τα λάθη και τη μιζέρια. Μπορεί η δική μου θλίψη να διήρκεσε μόνο μέχρι να σιγήσει η φωνή της Τάνιας αλλά υπάρχουν αρκετοί ακόμη άνθρωποι εντός κι εκτός συνόρων που τους ταλανίζει κάθε μέρα το ερώτημα «και τώρα τι;».
Κατανοώ τον πόνο τους και το μόνο για το οποίο μπορώ να τους παροτρύνω είναι να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του παρελθόντος και να αρχίσουν να κάνουν ταμείο με τα προσωπικά τους λάθη. Αρχίζοντας από τα μικρότερα και φτάνοντας κάποια στιγμή σε εκείνα που αντικειμενικά η ευθύνη μοιράζεται και σε άλλους.
Μαθαίνοντας αρχικά να μη φτύνεις την τσίχλα σου στο πεζοδρόμιο θα φτάσεις και στο σημείο να πείσεις τον διπλανό σου να μην παρκάρει πάνω στο μοναδικό σημείο απ’ όπου μπορούν να περάσουν ΑΜΕΑ (όχι γιατί είναι παράνομο αλλά γιατί είναι γαϊδουριά).
Έως ότου φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο…. «όλα κύριε Νίκο θα ‘ναι εδώ όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις».