«Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν θα ζήσει τραγωδία μεγαλύτερη απ’την δική σου». Με αυτή την ρήση του μάντη Τειρεσία, ο Σοφοκλής παρέδωσε στην ανθρωπότητα το αρτιότερο δείγμα αρχαίου δράματος, τον «Οιδίποδα Τύραννο». Μεταξύ των υπολοίπων σπουδαίων τραγωδιών όπως η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα, ο Προμηθέας Δεσμώτης ή συγχρόνων μυθοπλαστικού χαρακτήρα, καμιά άλλη δεν καταφέρνει να αγγίξει σε βάθος και να προβληματίσει συθέμελα την ψυχολογία του θεατή όπως ο «Οιδίπους Τύραννος». Έναν ήρωα που ενσαρκώνει το αποτύπωμα της επιβλητικότητας της τύχης και καθίσταται υποχείριο δυνάμεων που τον ξεπερνούν και δεν μπορεί να ελέγξει.
Ασμένως υποδέχτηκε την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη ο καλλιτεχνικός -και όχι μόνο-κόσμος. Οι διθύραμβοι για την παράσταση συνολικά και την ερμηνεία-παρακαταθήκη του Δημήτρη Λιγνάδη ως «Οιδίποδα» είναι τεκμήρια παράστασης που στέκεται στο ύψος της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Ο σκηνοθέτης κατορθώνει να ξεδιπλώσει μέσω της δωρικής λιτότητας την γοητεία του κλασσικού αυτού έργου. Λιτή και εύληπτη γλώσσα, λιτό σκηνικό, εναλλαγές στο δίπολο φως-σκοτάδι που έχουν οργανική συνάφεια με τις στοχεύσεις του έργου και βεβαίως αλίευση απ’το πρωτότυπο κείμενο φράσεων και λέξεων που επιτρέπουν να αναδυθεί ο σοφόκλειος λόγος στο κοινό.
Πλήθος συμβολισμών αριστοτεχνικά ενταγμένων στη παράσταση αιμοδοτούν την φαντασία του θεατή, τον προβληματίζουν ακόμα και αν γνωρίζει την εξέλιξη a priori, διότι ο σκηνοθέτης κατορθώνει να κάνει τη διελκυστίνδα να γέρνει στο «πως» και όχι στο «τι» . Μεταξύ των άλλων, ιδιαίτερη μνεία οφείλει να δοθεί σε ένα υποφωτισμένο, από προηγούμενες παραστάσεις, κομμάτι του έργου. Ο σκηνοθέτης φωτίζει δεόντως το Α’ επεισόδιο, στο οποίο ο Οιδίποδας καλεί τον μάντη Τειρεσία και προσδοκά στο άκουσμα του χρησμού του αναφορικά με το θανατικό που έλαχε στην πόλη του. Ο Οιδίποδας συγκρούεται με τον Τειρεσία , επιδίδεται σε μειονεκτικούς και ατιμωτικούς χαρακτηρισμούς και τον θεωρεί νοσηρό για την πόλη που τον εξέθρεψε. Η σκηνή αυτή ξετυλίγει την «τύφλωση» της εξουσίας, την οχύρωσή της πίσω από καθησυχαστικές ερμηνείες της πραγματικότητας και την ετοιμότητα της επίθεσης στον φορέα της αλήθειας, την αντικειμενική γνώση που συμβολίζει ο μάντης.
Αντίθετα με κίβδηλους νεωτερισμούς και κούφιες προσπάθειες εκμοντερνισμού των κλασσικών έργων, από τα οποία το θέατρο έχει χορτάσει και περισσότερο αποπροσανατολίζουν παρά φανερώνουν την ουσία τους, ο σκηνοθέτης φωτίζοντας με σαφή τρόπο την σκηνή αυτή κατορθώνει και παρέχει στον θεατή μια όψη της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας που σχετίζεται με την κρίση εμπιστοσύνης όχι τόσο στην επιστήμη καθεαυτή, αλλά στους επίσημους φορείς της, στους ειδήμονες, ακόμα και από την ίδια την εξουσία. Ένα φαινόμενο που έχει παρεισφρήσει σε ουκ ολίγους τομείς της επιστήμης, με συνέπειες που κυμαίνονται στα όρια του κιτς και της χαζομάρας, όπως το κίνημα για την «επίπεδη Γη» αλλά και καταστροφικές, όπως το αντιεμβολιαστικό κίνημα με αρκετούς και ένθερμους υποστηρικτές.
Θαρρώ πως είναι ιδιαίτερα σημαντική μια ψυχολογική-πνευματική προπαρασκευή προτού επιχειρήσει κανείς να «ανεβάσει» ένα θεατρικό έργο στην Επίδαυρο. Οφείλει σύσσωμο το καλλιτεχνικό επιτελείο και ο σκηνοθέτης να κατανοήσουν πως στο αρχαίο αυτό θέατρο βρίσκονται χαραγμένες οι ιερές σκιές των δημιουργών των κλασικών έργων, το κλέος των οποίων όλος ο πλανήτης προσκυνά και ορέγεται. Οι ιερές σκιές της Κατίνας Παξινού, του Νικόλαου Ροζάν, της Άννας Συνοδινού, που συνέβαλαν και εκείνοι με την σειρά τους στην διαιώνιση της ποιότητας των έργων αυτών. Και πανθομολογουμένως, η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη με όχημα την απλότητα και την ανάδυση της πραγματικής ουσίας, συγκαταλέγεται μέσα στα αριστουργήματα των τελευταίων -ίσως και όχι μόνο- ετών.
* Ο Βαγγέλης Βαϊάννης είναι φοιτητής Πολιτικών Επιστημών