Δημόσια ή ιδιωτική υγεία; O διάλογος συχνά αναλώνεται σε ιδεολογικές τοποθετήσεις και επιφανειακά συνθήματα που ανατροφοδοτούν παγιωμένες αντιλήψεις. Επειδή «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» είναι χρήσιμο να διασαφηνιστούν η ορολογία και το πλαίσιο συζήτησης, όπως αυτά προσδιορίζονται από την επιστήμη της οργάνωσης και διοίκησης των υπηρεσιών υγείας (Health Management).
Οι υπηρεσίες υγείας παράγονται και προσφέρονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς παρόχους για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού. Η χρηματοδότηση μπορεί να γίνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω της φορολογίας, από τα ασφαλιστικά ταμεία μέσω των ασφαλιστικών εισφορών ή ιδιωτικά από τους χρήστες μέσω άμεσων πληρωμών και ιδιωτικής ασφάλισης. Έτσι έχουμε τρία βασικά είδη συστημάτων υγείας.
Στα Εθνικά Συστήματα Υγείας το κράτος αναλαμβάνει την οργάνωση, χρηματοδότηση, παραγωγή και παροχή των υπηρεσιών υγείας ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού και τις δυνατότητες του κεντρικού προϋπολογισμού. Η υγεία νοείται ως δημόσιο αγαθό στο οποίο έχουν δικαίωμα όλοι οι πολίτες ανεξάρτητα από την οικονομική τους δυνατότητα και η χρηματοδότηση της υγείας θεωρείται επένδυση σε μια βασική υποδομή. Συνεργασίες με ιδιωτικούς παρόχους και ιδιωτικές πληρωμές υπάρχουν και λειτουργούν επικουρικά χωρίς να αλλοιώνουν τον βασικό χαρακτήρα του συστήματος. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων έχουμε στα πρώην κομμουνιστικά κράτη αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία.
Στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης όπως αυτά υπάρχουν σε Γερμανία, Γαλλία και άλλα κράτη, αναγνωρίζεται ότι το κόστος των υπηρεσιών υγείας ξεπερνά τις ατομικές δυνατότητες και γιαυτό επιμερίζεται στο σύνολο του πληθυσμού μέσω των ασφαλιστικών εισφορών. Υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που χρηματοδοτείται από τους εργαζόμενους, τους εργοδότες και το κράτος. Οι πάροχοι των υπηρεσιών υγείας μπορεί να είναι ιδιωτικοί ή δημόσιοι και χρηματοδοτούνται από τους κοινωνικούς ασφαλιστικούς φορείς, οι οποίοι επίσης μπορεί να είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί. Σε κάθε περίπτωση, και παρόλο που η λειτουργία των εμπλεκομένων φορέων είναι αυτόνομη και αποκεντρωμένη, το κράτος παραμένει ρυθμιστής και εγγυητής του συστήματος.
Στα αμιγώς ιδιωτικά συστήματα υγείας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις Η.Π.Α., η ευθύνη για την κάλυψη των αναγκών υγείας δεν είναι ούτε κρατική, ούτε κοινωνική, αλλά ατομική. Το κόστος των υπηρεσιών υγείας βαραίνει τον χρήστη, ο οποίος καλείται να το καλύψει μέσω άμεσων πληρωμών ή ιδιωτικής ασφάλισης. Οι πάροχοι συνήθως είναι ιδιωτικοί φορείς και μαζί με τις επίσης ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες παίζουν ρυθμιστικό ρόλο στο σύστημα υγείας.
Στα εθνικά και τα κοινωνικά συστήματα υγείας οι πολίτες συμμετέχουν στο κόστος ανάλογα με τις δυνατότητές τους και έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας ανάλογα με τις ανάγκες τους. Στόχος είναι η αποδοτικότερη αξιοποίηση των υπαρχόντων πόρων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και η μέγιστη ισοτιμία. Οι πόροι όμως είναι πεπερασμένοι και καλύπτουν μέχρι κάποιο επίπεδο, γι’ αυτό και η συνήθης κριτική επικεντρώνεται στην χαμηλή ποιοτικά και ποσοτικά κάλυψη. Στον αντίποδα, τα ιδιωτικά συστήματα υγείας επιτρέπουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα. Αντίστοιχα όμως, περιορίζουν την προσβασιμότητα για τους ασθενέστερους οικονομικά.
Στην Ελλάδα η πολιτική υγείας εδώ και τέσσερις δεκαετίες κινείται γύρω από τον άξονα ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), το οποίο παραμένει ημιτελές σε ό,τι αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα και τις παρακλινικές εξετάσεις. Ένα μεγάλο ποσοστό των δαπανών υγείας καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία χωρίς να υπάρχει ανταποδοτικότητα ανάλογη των εισφορών. Σημαντικές είναι και οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας που αφορούν σε άμεσες πληρωμές, τυπικές ή άτυπες, και σε ιδιωτική ασφάλιση. Αυτές ικανοποιούν τις απαιτήσεις των χρηστών που υπερβαίνουν τις καλύψεις του συστήματος υγείας αλλά καλύπτουν και τις ελλείψεις του συστήματος. Έτσι προκύπτει ένα υβριδικό σύστημα όπου οι πόροι είναι κατακερματισμένοι, ο σχεδιασμός και η οργάνωση δυσχερής και η ικανοποίηση των χρηστών χαμηλή. Το επίπεδο της υγείας του πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται στους σχετικούς δείκτες, είναι συγκρίσιμο με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όμως η ισοτιμία, η προσβασιμότητα και η αποδοτικότητα επιδέχονται βελτίωση.
Το ερώτημα δημόσια ή ιδιωτική υγεία θα συνεχίσει να αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης μαξιμαλιστικών θέσεων, που δύσκολα μπορεί να είναι γόνιμη. Θα μπορούσε ο διάλογος να μετατοπιστεί προς τη διατήρηση και ενίσχυση των δυνατοτήτων του υπάρχοντος εθνικού συστήματος υγείας ώστε να καλύπτονται επαρκώς οι βασικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού, την ανταποδοτικότερη αξιοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών και τη χρήση της ιδιωτικής δαπάνης υγείας για κάλυψη των επιπλέον απαιτήσεων.
*Ο Δρ Μιχάλης Λιτός είναι Μαιευτήρας Γυναικολόγος, Επιμελητής ΕΣΥ, Διδάκτωρ, τ. Υπότροφος και Λέκτορας (π.δ.407) ΕΚΠΑ και Μεταπτυχιακός στην Οργάνωση και Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας.