«Η τραγωδία της Κύπρου καθώς και οι κίνδυνοι που έχουν προκύψει για το έθνος, τόσο από την αδίστακτη επεκτατική πολιτική του Πενταγώνου στα πλαίσια του ΝΑΤΟ όσο και από την προσπάθεια της αμερικανοκίνητης χούντας να μετατραπούν οι ένοπλες δυνάμεις μας αποκλειστικά σε όργανο αστυνόμευσης του ελληνικού χώρου, κυριαρχούν στη σκέψη κάθε Έλληνα».
3 Σεπτεμβρίου 1974. Η πρώτη παράγραφος από την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ, με τον αλήστου μνήμης Ανδρέα, να ηγείται μιας υποτίθεται νέας και ελπιδοφόρας προσπάθειας που θα άλλαζε την Ελλάδα, όπως είχε συμβεί έναν σχεδόν αιώνα πριν με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 που ανάγκασε τον Όθωνα σε μεταβολή του μοναρχικού πολιτεύματος σε συνταγματικό. Τι ακολούθησε την «επανάσταση της αλλαγής» του 1974 το ξέρουμε όλοι. Κανένα μαντείο του Πύθιου Θεού δεν προείδε την καταστροφή, την κατάρρευση, την επερχόμενη ήττα. Δεκαετίες ζήσαμε σε μια διαρκή καλοκαιρινή ραστώνη, ζαλισμένοι από τον καυτό ήλιο και το διαπεραστικό φως, όχι της Δήλου- πιθανής πατρίδας του αρχαίου Θεού, αλλά ενός άλλου νησιού ανατολικότερα, που τα τελευταία χρόνια πλέει αμέριμνο και παραδομένο στην φρενήρη χλιδή των νεόπλουτων επισκεπτών της. «Πάντες υπό μία Μύκονον» λοιπόν.
Νοτιότερα η τραγωδία στη «μαρτυρική» Κύπρο – όπως συνηθίζουν να γράφουν κοινότυπα δημοσιογράφοι και επίδοξοι ρεπόρτερ – συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται και το δράμα ενός ακήρυχτου πολέμου στη μητρώα θάλασσα των Ελλήνων, το Αιγαίο, το οποίο εδώ και χρόνια από «απέραντο γαλάζιο» έχει γκριζάρει κι αλλού κοκκινίσει από το αίμα δεκάδων πιλότων που χάθηκαν στα νερά του, σε μοιραίες αναχαιτίσεις των φιλικών μας γειτόνων.
Κι εμείς γυρίσαμε κατάκοποι από επιβεβλημένες διακοπές, σκονισμένοι, μελαγχολικοί κι αναποφάσιστοι. Ανοίξαμε τα παράθυρα μήπως και μπορέσει να νικήσει το εσωτερικό μας σκοτάδι αυτό το «λύκειο» αδιόρατο φως του αρχαίου Θεού. Μήπως και φτάσει σε δρόμους έρημους κι αδιέξοδους, σε λεωφόρους αστέγων, εξαθλιωμένων και λαθρεπιβατών, μιας χαμένης ζωής. Να φτάσει παντού αυτό το φως της λύτρωσης, το νικητήριο, της αρμονίας το ανάκρουσμα. Να φωτίσει το αδιέξοδο που μας περιβάλει και μας συνθλίβει. Ίσως έτσι γλιτώσουμε από τα χτυπήματα, τις κλωτσιές, το μίσος. Κάποτε ήταν πλατεία του Ιωάννου, του Τσαρούχη με το περίφημο ΝΕΟΝ και πιο πριν του μεγάλου Αλεξανδρινού. Κάποτε ήταν η πλατεία των ποιητών και των αθώων.
«Στην Ομόνοια συχνάζουν υποψιασμένα κορμιά. Αυτά που είτε με το μυαλό είτε με τα κύτταρα έχουν συλλάβει κάτι από το πραγματικό μυστήριο και μαρτύριο» 2
Τώρα έφτασε κι εδώ το σκοτάδι. Χάθηκε το μυστήριο κι απόμεινε ματωμένο στη μέση της πλατείας, το πειστήριο του μαρτυρίου. Η δίκαιη ήττα. Ο «εύκολος» θάνατος ενός νέου, (οι υπόλοιποι χαρακτηρισμοί και οι αμφιλεγόμενες ιδιότητες δεν με αφορούν), γρήγορα θα ξεχαστεί, αφού βέβαια πριν καταναλωθεί από τα σαρκοβόρα αρπακτικά της «μεσημεριανής ζώνης» των τηλεοπτικών καναλιών, που κάθε χρόνο ξεκινούν δυναμικά το διαλυτικό έργο τους-σε μια ούτως ή άλλως σαθρή πραγματικότητα. Προέχει η ενημέρωση και μάλιστα σε ύφος σοβαρό και τεθλιμμένο, με δημοσκοπήσεις, ερωτήματα κι αποτελέσματα αθλιότερα και όλες τις κάμερες στραμμένες στο μέσα μας κενό, μακριά από εν δυνάμει θύτες κι έτοιμα θύματα. Ομως πώς να μετρήσεις την απώλεια και να καταγράψεις την αγωνία μιας ολόκληρης κοινωνίας που κείτεται σε όλες τις πλατείες των προδομένων ιδανικών; Πώς να ξεχάσεις το σκοτάδι; Πώς θα ξεφύγεις από το μίσος, την άρνηση, την διαδρομή στο αδιέξοδο που βυθιζόμαστε αργά αλλά σταθερά εδώ και δεκαετίες, και πάντως πολύ πριν εκείνο το πρωινό της 3ης Σεπτέμβρη του 1974, όπου κάποιοι πίστεψαν πως κάτι καινούργιο έρχονταν.
…Του κόσμου το στενό γεφύρι/ θα το περάσουμε μαζί, / θα ’ναι η καρδιά σου παραθύρι, τα λόγια σου παλιό κρασί./ Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς… Κάπως έτσι μας έμαθε ο Μάνος Ελευθερίου, να ελπίζουμε. Άλλο αν αυθαίρετα καπηλεύτηκε τους στίχους του ο τότε πανίσχυρος μηχανισμός προπαγάνδας του νέου κόμματος του πράσινου ήλιου. Εκείνος γνώριζε. Γιατί ήταν από τους λίγους που πραγματικά έβλεπε όχι που οδηγούμαστε, αλλά που ήδη έχουμε φτάσει: Στο συλλογικό αδιέξοδο μιας αναπόφευκτης και καθοριστικής πτώσης. Οι μοναδικές πια επινίκιες ιαχές προέρχονται από γενειοφόρους, δερματόστικτους διαγωνιζόμενους των πολλών talent shows της νέας τηλεοπτικής περιόδου και των διάσημων- στην πραγματικότητα πασιάγνωστων στον υπόλοιπο κόσμο κριτών – που αναζητούν απεγνωσμένα την καλύτερη φωνή, τον ικανότερο μάγειρα, τον λαμπερότερο παρουσιαστή, εν μέσω μιας γενικευμένης μετριότητας.
Δεν υπάρχει άλλωστε τηλεοπτικός χρόνος και χώρος για κανένα άλλο προϊόν. Αυτά θέλει το «δυναμικό κοινό» που παρακολουθεί αυτιστικά την επανάληψη των ίδιων περσινών χειροκροτημάτων, των ίδιων μεταμεσονύχτιων τηλε-γλεντιών, με τους ίδιους ερμηνευτές, κατά προτίμηση του έντεχνου ρεπερτορίου και φυσικά την ίδια συγκίνηση. Κι αν κάπου ξεμυτίσει δειλά μια υποψία πολιτισμού, είτε μετατρέπεται σε παραμάγαζο εκείνων που χρόνια λυμαίνονται τον πολύπαθο χώρο της διανόησης και του πολιτισμού, είτε σε βατήρα για φθηνή προβολή κι ανάδειξη μιας δήθεν σπουδαίας -συνήθως εισαγόμενης- παρασιτικής κουλτούρας.
Θα ήταν άραγε φιλοσοφική υπερβολή ή κοινωνιολογική υπεραπλούστευση μια παράτολμη θεωρία που θα διαπιστώνει ένα σύγχρονο συλλογικό «παράδοξο του Μουρ»3 ; Μια υπόθεση δηλαδή, που να μην αφορά απλώς μια διατύπωση σχετικά με τα όρια της γλώσσας στην έκφραση φιλοσοφικών προβλημάτων και την αναζήτηση απαντήσεων, αλλά να επιχειρεί να περιγράψει την πιο πιστή και κριτική απεικόνιση της αντικειμενικής πραγματικότητας: Ξέρουμε ότι είμαστε σε αδιέξοδο αλλά δεν πιστεύουμε πως υπάρχει αδιέξοδο.
Η απόσταση μεταξύ πίστης και γνώσης είναι χαώδης και συνάμα ελάχιστη, όμως πάντα καθοριστική. Είναι το κενό εκείνο που με θαρραλέο άλμα και όχι διστακτικό βήμα πρέπει να διαβούμε αν θέλουμε να ελπίζουμε σε κάποια ιστορική συνέχεια.
Το πρώτο μισό του 21ου αιώνα θα μας βρει γερασμένους και λιγότερους κατά δυο περίπου εκατομμύρια, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε από τις στατιστικές υπηρεσίες της Ε.Ε , τέλος Σεπτεμβρίου και αφορούσε αποτελέσματα έρευνας σχετικά με τη δραματική μείωση του ποσοστού γεννήσεων και τις προβλέψεις για το άμεσο μέλλον. Κι έπειτα; Τι σημασία έχει για μας και την ιστορία των λαών η συνέχεια; Ποιος προορισμός και ποια πατρίδα μας αφορά, σε μια παγκόσμια κοινότητα αγνώστων συναλλασσόμενων, αγορών και γεωπολιτικών συμφερόντων; «Υπάρχει προορισμός, αλλά όχι δρόμος. Αυτό που αποκαλούμε δρόμο είναι δισταγμός», καταλήγει μετά από βασανιστική ενδοσκόπηση ο Κάφκα4.
Εμείς προς το παρόν αναζητούμε το φως, από μαντείο σε μαντείο, ψάχνοντας να ακούσουμε τον πιο βολικό κι ελπιδοφόρο χρησμό, κι ας ξέρουμε πως σύντομα θα αποδειχθεί ψεύτικος, γιατί στον πόλεμο αυτόν έχουμε κινήσει μελαγχολικοί κι αναποφάσιστοι, μια παρένθεση ανάμεσα στις εποχές της ιστορίας σαν μακρινή ανάμνηση, όπως κι αυτός ο Σεπτέμβριος στη χώρα των ηττημένων.
1.Παροιμιώδης φράση που αναφέρεται σε πολλά ανόμοια και ασυνάρτητα πράγματα που βρίσκονται σε μία κατηγορία.
2. Γιώργος Ιωάννου/ Ομόνοια 1980.
3. George Edward Moore 1873 -1958 / Moore’s paradox
4. Franz Kafka, 1883 –1924 /Η Δίκη.