Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας προσφέρουν κάθε φορά την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με δέος και ζήλο τι είναι δυνατόν να κάνει η δύναμη της θέλησης, της αποφασιστικότητας και της σκληρής δουλειάς. Ένα πρόσφατο, ζωντανό παράδειγμα αποτελεί η «δική» μας πρωταθλήτρια της σκοποβολής, Άννα Κορακάκη.
Στην πραγματικότητα σφάλλουμε όταν την αποκαλούμε «δική μας». Διότι η Άννα, όπως και η κάθε Άννα που συμμετέχει σε αυτή την παγκόσμια γιορτή του αθλητισμού, αγωνίζεται για έναν σκοπό ανώτερο εκείνου της προσωπικής ανάδειξης. Αγωνίζεται για την ελευθερία της. Μία ελευθερία που εν προκειμένω, δεν της δόθηκε απλόχερα, αλλά υπήρξε από τους άτυχους που ήταν υποχρεωμένη να διαπρεύσει, ώστε να της την αναγνωρίσουμε. Θα ήταν άραγε η Άννα Κορακάκη στη σκέψη, την καρδιά και τα πρωτοσέλιδά μας, εάν δεν είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο;
Παρόλες τις αμέτρητες δυσκολίες, τη διαχρονική αδιαφορία της Πολιτείας ‒στα όρια της αναίδειας– που κατέληξε δεδομένη για την Άννα, τον ελλιπή εξοπλισμό και φυσικά την αρνητική ψυχολογία που, όπως ήταν αναμενόμενο, επέφεραν τα προαναφερθέντα, η 20χρονη ολολήρωσε όχι μόνο με αξιοπρέπεια, αλλά με μεγαλοπρέπεια τον αγώνα της. Η «θολούρα» δεν υπήρξε ικανή, ώστε να την αποπροσανατολίσει και να χάσει τον στόχο της. Και μολονότι οι εκκλήσεις της για μια στοιχειώδη βοήθεια και υποστήριξη δεν βρήκαν ανταπόκριση, μερίμνησε η ίδια προκειμένου να αποδείξει την ανεξαρτησία της από ένα κράτος που επιδεικτικά προκαλεί εκνευρισμό.
Η ψυχική δύναμη της Άννας και του επιτελείου της, αλλά και όλης της ελληνικής αποστολής μας εμπνέει μεν, μας προκαλεί τύψεις δε, καθότι επιτρέψαμε ατάραχοι, ως μέλη αυτής της κοινωνίας, να διαπραχθεί μια κατάφωρη αδικία σε βάρος αυτών των υπεραθλητών.
Το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να τους ζητήσουμε συγγνώμη, ταυτόχρονα όμως αποτελεί χρέος μας και να τους αποκαταστήσουμε κυρίως στα μάτια ενός κατα τ’άλλα Κράτος Δικαίου. Το τελευταίο βέβαια, αγνοεί πως η δικαιοσύνη δεν υφίσταται όταν δεν απολαμβάνουν όλοι τους καρπούς της. Στην περίπτωση των αθλητών μας αυτό δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με την ενθάρρυνση, την οικονομική και ψυχολογική ενίσχυση και την πίστη στην επιτυχία τους.
Καθώς λοιπόν, τα παραπάνω εξέλιπαν, πρέπει να επισημάνουμε στην κυρία Αυλωνίτου και τους συν αυτή πως ΑΥΤΑ είναι τα αξιόλογα παιδιά, τα οποία παρόλη την ανεργία, προσπάθησαν αδιάκοπα για να κατακτήσουν μία θέση στον δημόσιο χώρο που ποτέ δεν τους δόθηκε.
Επομένως, αντί να επαινούμε, να δικαιολογούμε, να υπερασπιζόμαστε την ανομία, αλλά και να ανεχόμαστε την κατάληψη του δημόσιου χώρου από ανθρώπους που υποτίθεται αγωνίζονται για την ελευθερία και την αλληλεγγύη, θα ήταν ευνοϊκότερο να κατανείμουμε ισότημα τον δημόσιο χώρο.
Φυσικά όταν αναφερόμαστε στον δημόσιο χώρο εννοούμε τον κατάλληλο, ανάλογα με την περίσταση, χώρο δράσης προκειμένου να υλοποιηθεί μία δραστηριότητα.
Είναι τουλάχιστον παράλογο, τη στιγμή που οι αθλητικές εγκαταστάσεις δεν επαρκούν για να ολοκληρώσουν οι νεαροί αθλητές την προετοιμασία τους ώστε να τους δημιουργηθεί μία αίσθηση ασφάλειας, να εγκρίνεται μία αξιοσημείωτη δαπάνη για να σκεπάσουμε και άρα να ξεχάσουμε, τα σημάδια μιας no border ηλιθιότητας.
Δεν υποννοείται ασφαλώς πως είναι καταδικαστέα η αποκατάσταση των ζημιών. Είναι όμως, καταδικαστέες οι ενέργειες που προηγήθηκαν. Τακτικές όπως η ανοχή προς τη συμπεριφορά των αλληλέγγυων δεν προβάλουν ένα αλληλέγγυο προσωπείο, αλλά μία αισχύνη, μία ανηθικότητα και μία αδυναμία διαχωρισμού των υπερασπιστών της πραγματικής ελευθερίας.
Την ευθύνη αναμφίβολα δεν πρέπει να την αποποιούμαστε ούτε και οι θεατές. Όντας τόσο απορροφημένοι από τα επουσιώδη, αγνοήσαμε τα ουσιώδη. Ίσως επειδή ο αγώνας και η συμμετοχή της Άννας θεωρείται δεδομένη έως και ασήμαντη ή απλά εφήμερου ενδιαφέροντος.
Ας μην μας προκαλεί έκπληξη λοιπόν, η συμμετοχή 8 Ελλήνων αθλητών με διαφορετική σημαία. Οσο και αν πιστεύουμε πως τελικώς η εκπροσώπηση αφορά κυρίως στην ταυτότητά μας ως ανθρώπων και δευτερευόντως ως Ελλήνων, το γεγονός αυτό πάντα θα μας πληγώνει. Δυστυχώς, ανεπανόρθωτα.
*Η Μαρία Ελένη Γκογκίδη είναι πρωτοετής φοιτήτρια.