Κάθε συναυλία, αμέτρητοι Ελληνάρες | George Vitsaras / SOOC
Αναγνώστες

Α ρε Ελληνα κουλτουριάρη

Είναι πολύ εύκολο να στέκεσαι πίσω από τις προστατευτικές οθόνες κινητών και υπολογιστών και να εύχεσαι καλό παράδεισο, να βρίζεις θεούς, δαίμονες και κυβερνήσεις και όταν φύγει από τη μόδα όλο αυτό, να ξεχάσεις
Tο δικό σας Protagon

Πρόσφατα σε συζήτηση με γνωστούς με κατακεραύνωσαν με το εξής ερώτημα: είναι η κουλτούρα του έντεχνου «δήθεν»; Αρχικά, και επειδή δεν ήθελα να το παραδεχτώ ως ακόλουθος του είδους, έκανα ότι το σκέφτομαι. Μετά όμως από πρόσφατη εμπειρία σε συναυλία ως εθελόντρια, ένα πράγμα είναι σίγουρο: πέραν των άλλων συμφορών που σκιαγραφούν το προφίλ του Ελληνάρα, είμαστε υποκριτές, απείθαρχοι και φυσικά «πολύ» μάγκες.

Ξεκινώ και αναλύω την πρώτη προσφιλή μου έννοια περί υποκρισίας. Ο συλλογισμός είναι ο κάτωθι: θεωρείσαι κουλτουριάρης άρα και ευαισθητοποιημένος, εφόσον πηγαίνεις σε συναυλίες έντεχνων καλλιτεχνών. Γιατί; Γιατί όπως και να το κάνουμε υπάρχει ένας προβληματισμός στους στίχους τους, όχι μόνο ο έρωτας- τον οποίο συναντάς από το χαζό μπιτάκι του κλαμπ σου μέχρι και την ποπ μουσική- ενώ κάποιοι (βλ. Θανάση Παπακωνσταντίνου) σου προσφέρουν μέσα από την τέχνη τους τοπία ακραιφνούς φύσης. Άρα, για να τα ακούς όλα αυτά και να ενθουσιάζεσαι, σημαίνει ότι εκτιμάς αυτήν την ευαισθησία- ή καλύτερα τη διαφορετική ματιά- και ως ένα βαθμό σε επηρεάζει και εσένα ως θεατή. Χαίρεσαι που κάποιοι δείχνουν αυτή τη διαφορετικότητα σε καίρια ζητήματα (πολιτική, περιβάλλον) και θέλεις να τους μοιάσεις. Να γίνεις «δικός τους». Εδώ είναι που τα χαλάμε και επιβεβαιώνεις τη θυμωμένη μου διαπίστωση παραπάνω. Δε γίνεται να επισκέπτεσαι αρχαίο θέατρο για να απολαύσεις συναυλίες τέτοιας φύσεως και να φέρεσαι ωσάν ο χώρος σου ανήκει. Δε μπορείς επί παραδείγματι, να δείχνεις ενθουσιασμένος όταν ο Σωκράτης και ο κάθε Σωκράτης μιλάει για τις πυρκαγιές και την ανάληψη ευθυνών και εσύ εκείνη ακριβώς τη στιγμή να ανάβεις το τσιγάρο σου. Όχι, γιατί πολύ απλά μέσα στα ατμοσφαιρικά σκοτάδια που σε τυλίγουν, δε βλέπεις τι και πού το σβήνεις. Αλλά πέραν αυτού- και εδώ περνάμε στο δεύτερο χαρακτηρισμό- δε μπορείς να το κάνεις αυτό, γιατί βρίσκεσαι σε χώρο που το απαγορεύει ρητά.

Γιατί δε βρίσκεσαι σε κάποια ανοιχτωσιά, αλλά σε χώρο που προστατεύεται από αρχαιολόγους. Οπότε όταν σου λένε όχι στο φαγητό, στο ποτό, στο τσιγάρο, οφείλεις να το σεβαστείς. Μάθε για μια φορά στη ζωή σου να υπακούς και όχι να γίνεσαι αυτό το φοβερά τετριμμένο κλισέ «στο εξωτερικό, στη Γερμανία για παράδειγμα ο κόσμος υπακούει, τους έχουν σαν στρατιωτάκια». Επιπλέον, ακόμη δεν έχω αφομοιώσει το λόγο για τον οποίο δε μπορούμε να αντέξουμε τρεις ώρες χωρίς να φάμε ή να πιούμε- αλλά αντίθετα θέλουμε να μασουλάμε διαρκώς και να ανανεώνουμε τα γεύματά μας λες και είμαστε έγκυες. Αλλά ξέχασα. Είναι η δικαιολογία «πώς θα γίνουμε, πώς θα γίνω τόσο πίτα ώστε να βγάλω τη μπλούζα και να μοιάζει η συναυλία με ματσάκι ΠΑΟΚ-Ολυμπιακού αλλιώς;». Πώς θα νιώσεις τα τόσο βαριά άσματα χωρίς αλκοόλ; Είσαι τρελός; Άσε με να γίνω λιάρδα, έτσι περνάω ωραία, έτσι αισθάνομαι καλύτερα – λες και το αλκοόλ σου δίνει διαύγεια να καταλάβεις ποιος είναι ο Μπακούνιν του San Michele ή να αφουγκραστείς τα νοήματα που υποβόσκουν στους δυσκολονόητους στίχους. Προσωπικά, κάποιες φορές δυσκολεύομαι και νηφάλια.

Και επαναφέρω το ζήτημα ως πιο επίκαιρο από ποτέ, με αφορμή τις πύρινες γλώσσες που καταβρόχθισαν την Αθήνα. Είναι πολύ εύκολο να στέκεσαι πίσω από τις προστατευτικές οθόνες κινητών και υπολογιστών και να εύχεσαι καλό παράδεισο, να βρίζεις θεούς, δαίμονες και κυβερνήσεις και όταν φύγει από τη μόδα όλο αυτό, να ξεχάσεις. Το δύσκολο είναι να μαλώσεις με τον πατέρα σου για τις γόπες που πετάει από το παράθυρο του αυτοκινήτου που χάσκει απειλητικά. Να καταπιεστείς εσύ ο ίδιος ως καπνιστής και να πεις ότι θα κουβαλάω μαζί μου αυτοσχέδιο τασάκι με μορφή πλαστικού μπουκαλιού που περιέχει νερό. Να μαζεύεις τα σκουπίδια σου γιατί αν δε συμβάλλουν στην εξάπλωση της φωτιάς όταν βρίσκονται στο έδαφος, τότε σίγουρα βρωμίζουν το περιβάλλον και τα δέντρα αυτού, από τα οποία περιμένεις να σωθείς σε τέτοιες ζοφερές στιγμές.

Εν πάση περιπτώσει να κάνεις κάτι. Να αλλάξεις. Αλλά αυτά είναι ουτοπικά. Οπότε πάω πίσω στη θέση μου ως εθελόντρια που χουφτώνω μπύρες αδειανές και αποτσίγαρα γιατί «έτσι μου είπαν» και εσύ πας πίσω στη νοοτροπία «ο κόσμος μου ανήκει». Την ελληνική νοοτροπία, in other words.

Να ζήσουμε να τη χαιρόμαστε.