Εξέλαβα την πρόσφατη πρωθυπουργική επίσκεψη στον Γιάννη Μπουτάρη, ως μια πράξη ασυνεπή, από τις πολλές που μας έχει συνηθίσει ο Αλέξης Τσίπρας. Η εν λόγω ασυνέπεια εκπορεύεται από την ανάγκη που υπάρχει στο κυβερνών κόμμα για μια κάποια –έστω βεβιασμένη- επιτυχία στις αυτοδιοικητικές εκλογές, σ ’ έναν τομέα δηλαδή όπου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε ποτέ να εμπνεύσει και να εγκαθιδρυθεί ως μια ανταγωνιστική πολιτική δύναμη, ίσως γιατί μέχρι πρότινος σνόμπαρε την τοπική αυτοδιοίκηση ως μη δυνάμενη να δώσει λύσεις στην πολιτική των μνημονίων.
Πάνω απ’ όλα όμως, μ’ αυτήν του την πρωτοβουλία, ο κ. Τσίπρας δίνει τα πρώτα επίσημα δείγματα γραφής για την εγκατάλειψη του φιλολαϊκού και προσανατολισμένου στην απάλυνση των ανισοτήτων προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο μείζων κυβερνητικός εταίρος δεν φιλελευθεροποιείται μόνο πολιτικά, αλλά ωριμάζει άτσαλα, απεκδυόμενος τις αξίες του αριστερόστροφου ρομαντισμού, και κανονικοποιείται ως συστημικός πολιτικός σχηματισμός του κεντρώου πόλου, του οποίου η προοδευτικότητα εξαντλείται στην υπεράσπιση –σημαντικότατων κατά τα άλλα- ατομικών δικαιωμάτων. Η ελλαδική Νέα Αριστερά δηλαδή οικειοποιείται ως αντιδάνειο από την φιλελεύθερη κεντροδεξιά μια ατζέντα που η πρώτη λοιδόρησε συστηματικά ως περιέχουσα προτεραιότητες δευτερευούσης σημασίας, αντιπαραβαλλόμενη με την αμεσότητα της ανάγκης αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας που γέννησαν τα μνημόνια. Έτσι, τα α-ταξικά δικαιώματα μειονοτικών ομάδων του πληθυσμού, καθώς και η υπεράσπιση του politically correct, με την άνευ όρων καταδίκη της βίας, είναι θέσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε προοδευτικά, στην προσπάθειά του να αντισταθμίσει την ανεπάρκειά του να δώσει τέλος στην διευρυνόμενη ένδεια, και προσπαθώντας παράλληλα να παραμείνει μια δύναμη του προοδευτικού χώρου.
Με ακαριαίο τρόπο ο πρωθυπουργός ξεχνά το σοσιαλφιλελεύθερο προφίλ του δημάρχου Μπουτάρη τον οποίο και αρνήθηκε δις στο παρελθόν να υποστηρίξει, τον λησμονεί ως τεχνοκρατική φιγούρα της αγοράς που δίνει κυνική έμφαση στον ρεαλισμό και όχι στην ιδεολογία ως εφαλτήριο πολιτικής δράσης. Ο Τσίπρας παύει ξαφνικά να αξιολογεί την εμμονή του Μπουτάρη στις ιδιωτικοποιήσεις, παύει να τον ενοχλεί η αλλεργία του δημάρχου στις απεργίες, παύει να ασκεί κριτική στην φιλοϊσραηλινή στάση του, παρά το έγκλημα της Γάζας. Θυμάται ωστόσο, να αξιοποιήσει την δολοφονική επίθεση ακροδεξιών στον δήμαρχο, για να τονίσει την ανάγκη να παραμείνει η Θεσσαλονίκη σε προοδευτικά χέρια. Ή αλλιώς, χρησιμοποιεί ένα δυστυχές συμβάν, για να πηδήξει άρον άρον στο πλοίο που θεωρεί ότι θα βγει πρώτο στις προσεχείς δημοτικές εκλογές.
Δύο ερωτήματα προκύπτουν από τα παραπάνω:
Α) Παραιτείται ο Αλέξης Τσίπρας από την προσπάθεια να επικοινωνήσει τον μαρξιστικό προοδευτισμό στα λαϊκά στρώματα και αποδέχεται ως μόνη ρεαλιστική προοδευτική έκφραση τη διαφωτιστική σκέψη του κεντρώου αστικοδημοδημοκρατικού φιλελευθερισμού; Κι αν αυτό συμβαίνει τότε γιατί το πολιτικό φλερτ δεν επεκτείνεται στον κ. Καμίνη που τόσους αγώνες έδωσε ενάντια στην Χρυσή Αυγή;
B) Πώς αντιδρά ο φιλελεύθερος χώρος και ποια η στάση του κ. Μπουτάρη, που φάνηκε να απολαμβάνει την πρωθυπουργική στήριξη, δίχως να αναφέρεται στο φορτισμένο παρελθόν της σχέσης του με τον ΣΥΡΙΖΑ και στις υπαρκτές (;) ιδεολογικές διαφορές με την αριστερά;
Η ουσία έγκειται στο ότι η πρωθυπουργική στήριξη στον κ. Μπουτάρη, και ιδίως σε μια συντηρητική πόλη όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, μπορεί να δράσει αποτρεπτικά για μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων να εμπιστευτεί και πάλι τον νυν δήμαρχο. Αυτό το ενδεχόμενο κανείς από τους δυο τους δεν φαίνεται προς το παρόν να σκέφτεται. Ο δρόμος προς τις εκλογές είναι μακρύς, αλλά νομίζω ότι επαφίεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει μια σωστή επιλογή, να αμφισβητήσει το πράγματι βεβαρυμένο βορειοελλαδίτικο παρελθόν της Νέας Δημοκρατίας και να προβεί σε μια αξιόλογη και ανταγωνιστική επιλογή υποψηφίου. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν…
* Ο Πάνος Τσέλλος είναι πολιτικός επιστήμονας – ψυχολόγος