«Ζούμε σ΄ έναν κόσμο – τοπίο κατακλυσμού όχι γιατί βουλιάζουν γύρω τα πάντα, αλλά γιατί τα πάντα γίνονται ρευστά» (Άγγελος Τερζάκης)
Η παραπάνω θέση δεν βρίσκει σύμφωνους μόνο αυτούς που προφητεύουν εσχατολογικά το τέλος του κόσμου αλλά και πολλούς που κρίνουν με αυστηρότητα την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Η οικονομική κρίση, η οικολογική καταστροφή, η διεθνοποίηση της τρομοκρατίας, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η υποχώρηση της ηθικής, η αποδυνάμωση του ρόλου της πολιτικής, η αδυναμία της επιστήμης να μυήσει ευρύτερα στρώματα λαού στην εσώτερη φύση των πραγμάτων, η ανάπτυξη κέντρων εξουσίας που ποδηγετούν αφανώς την ανθρώπινη σκέψη κι ένα πλήθος άλλων φαινομένων συνυφαίνουν τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα της σύγχρονης εποχής.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως όλα τα παραπάνω συνιστούν μία ισοπεδωτική κριτική κι έναν αρρωστημένο μηδενισμό. Όσο κι αν ο όρος είναι παλιός («Πατέρες και γιοι», Τουργκένιεφ) δεν παύει να χαρακτηρίζει πολλές από τις προσεγγίσεις των σύγχρονων μελετητών του κόσμου. Πολλοί αρέσκονται στην εκμηδένιση των πάντων και ιδιαίτερα εκείνων των στοιχείων που λειτουργούσαν ως κινητήριοι μοχλοί της σταθερότητας ή και της ιστορικής εξέλιξης και προόδου (ιδεολογίες…). Όταν, όμως, η ηθική καταρρέει και οι ιδεολογίες δεν πείθουν πώς μπορούμε να αντιπαλέψουμε τις κραυγές του μηδενισμού;
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση πως οι άνθρωποι σήμερα βιώνουν ένα οδυνηρό αίσθημα απώλειας και ψυχικής δυσφορίας. Αυτό το αίσθημα δεν συνιστά μία ατομική αντίδραση στο μελαγχολικό τοπίο των καιρών μας αλλά μία αντικειμενική πραγματικότητα. Η αιτία αυτής της οδυνηρής εμπειρίας δεν οφείλεται στη γενικευμένη κατακρήμνιση των πάντων αλλά στο γεγονός ότι κυριαρχεί μία αδυσώπητη ρευστότητα.
Τα άλλοτε σταθερά σημεία αναφοράς (αξίες, ιδεολογίες, μύθοι…) έχουν αποδομηθεί προκαλώντας στο κοινωνικό σώμα αισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Το άτομο και η κοινωνία αδυνατούν να ισορροπήσουν ψυχολογικά, αφού ταλανίζονται στη σχετικοποίηση των πάντων. Οι βίαιες αλλαγές και οι συνεχείς μετασχηματισμοί (κοινωνικοί, ηθικοί…) τροφοδοτούν την έμφυτη αγωνία του ανθρώπου που σπρώχνεται σε υποκατάστατα «σταθερά» για να αντλήσει δύναμη και σιγουριά.
Όταν, όμως, οι παραδοσιακές «σταθερές» κλονίζονται από την αμφισβήτηση και το διάχυτο πνεύμα του σκεπτικισμού, τότε και το κοινωνικό σώμα οδεύει ασυνείδητα σε ένα αίσθημα καταβύθισης και απογοήτευσης. Η εξωτερική ρευστότητα εκτρέφει την εσωτερική ανασφάλεια και απόγνωση.
Όλα τα παραπάνω για κάποιους συνιστούν μία νομοτέλεια αναμενόμενη για πολλούς, αφού ο τρόπος που οικοδομήθηκε το παγκόσμιο σύστημα (οικονομικό, πολιτικό…) αγγίζει τα όριά του. Οι ευθύνες επιμερίζονται τόσο στα άτομα (πολιτικοί ηγέτες…) όσο και στην κοινωνία. Οι ατομικές ευθύνες δύσκολα ανευρίσκονται και πολύ σπάνια αποδίδονται. Η συλλογική ευθύνη – ενοχή συνιστά μία αυταπάτη και την επικαλούνται όσοι θέλουν να αποκρύψουν τις αδεξιότητες τους και τις λανθασμένες επιλογές τους.
Ωστόσο, εκείνο που προσμετράται ως αξία είναι όχι αυτό που μας συμβαίνει. Άτομα και κοινωνίες αναμετρώνται με τα αδιέξοδα και τα προβλήματα και ο τρόπος αντίδρασης θα προσδιορίσει το μέλλον και την εικόνα του κόσμου. Καμία όμως αντίδραση δεν μπορεί να προτιμηθεί ή να αξιολογηθεί χωρίς τη βαθύτερη κατανόηση όλων εκείνων των αιτιών που διαμόρφωσαν το σύγχρονο τοπίο σε πλανητικό επίπεδο. Μπορεί ο Μαρξ να κατηγορούσε τους φιλοσόφους που αρκούνταν στην ερμηνεία του κόσμου και αδιαφορούσαν για την αλλαγή του, οποιαδήποτε όμως προσπάθεια για αλλαγή (δράση) είναι κενή ,αν δεν συνοδεύεται κι από ένα ερμηνευτικό πλαίσιο (θεωρία). Η ισορροπία και των δύο είναι απαραίτητη. Η συνύπαρξη του Πλάτωνα και του Μαρξ συνιστά μία αναγκαιότητα.
*Ο Ηλίας Γιαννακόπουλος είναι φιλόλογος.