Ο Αλέξης Τσίπρας είπε λοιπόν 14 φορές «σας κατηγορώ» στον Κυριάκο Μητσοτάκη στην ομιλία του στη Βουλή για την αστυνομική βία. Το οποίο δεν τον κάνει Εμίλ Ζολά, δεν τον κάνει ούτε Παντελή Ζερβό στον «Κατήφορο» του Δαλιανίδη, αλλά δεν είναι το θέμα μας, νομίζω, ασχέτως αν σε αυτό στάθηκαν αρκετά τα ΜΜΕ. Το θέμα μας είναι ότι, αν άκουσες την πρωτολογία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, μένεις με την απορία: τι περιμένει και δεν θέτει ζήτημα εκλογών;
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το είπε ξεκάθαρα, απευθυνόμενος προς τον Πρωθυπουργό: «Κύριε Μητσοτάκη, θα σας το πω ευθέως: δεν μπορείτε πια». Τελεσίδικη ετυμηγορία. Κατά τον κ. Τσίπρα, ο κ. Μητσοτάκης «δεν μπορεί πια» –για να θεμελιώσει μάλιστα το σκεπτικό της απόφασης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διάνθισε την πρωτολογία του με τουλάχιστον επτά αναφορές περί κυβερνητικής «αποτυχίας».
Ενας όμως πολιτικός που αγαπάει, όπως λέει, τον λαό και τη χώρα, θα περίμενες να κάνει ό,τι μπορεί για να την απαλλάξει από έναν Πρωθυπουργό που «δεν μπορεί πια». Κι όμως δεν ζήτησε εκλογές, ούτε καν το υπαινίχθηκε, λέξη δεν είπε για κάλπες το καλοκαίρι, ή το φθινόπωρο, ώστε να γλιτώσουμε από αυτόν που κατά την άποψή του «δεν μπορεί πια».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο κ. Τσίπρας επιδεικνύει αίσθημα ευθύνης και δεν θέλει να οξύνει το κλίμα, βάζοντας τη χώρα σε μια τοξική εκλογολογία. Σωστά. Ομως αίσθημα ευθύνης και να καλείς τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους και στις πλατείες εν μέσω πανδημίας, με μοναδικό επιχείρημα για τη μη διασπορά την περιπτωσιολογία της διαδήλωσης του περασμένου Οκτωβρίου στο Εφετείο, είναι πράγματα ασύμβατα. Διότι το είπε και αυτό ο κ. Τσίπρας στη Βουλή: οι διαδηλώσεις δεν είναι, λέει, superspreading events, επειδή δεν υπήρξαν κρούσματα μετά τη συγκέντρωση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής το φθινόπωρο. Οντως δεν υπήρξε τότε έκρηξη κρουσμάτων. Αλλά τότε, πάλι ο ίδιος μας είχε φάει τα αυτιά για τον επικίνδυνο συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και πάλι δεν υπήρχαν κρούσματα. Τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν ήταν –και δεν είναι– επικίνδυνος ο συνωστισμός στα λεωφορεία;
Ο κ. Τσίπρας δεν ζητάει εκλογές για να φύγει ένας Πρωθυπουργός που κατά την άποψή του «δεν μπορεί πια», για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι έχει μάθει πια να διαβάζει τις δημοσκοπήσεις –μετά το 2019 έχει αφήσει πίσω του τις ημέρες που τις απαξίωνε ως «δημοσκοπήσεις της συμφοράς». Με τις τελευταίες να εξακολουθούν να δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ ένα ποσοστό πέριξ του 22%, ξέρει ότι μια πιθανή προσφυγή στις κάλπες, ας πούμε νωρίς το καλοκαίρι, δύσκολα θα του προσφέρει ένα ποσοστό, όχι για να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό, αλλά ούτε καν ικανό για να μην αρχίσει η μουρμούρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Πήχης για τον κ. Τσίπρα είναι το ποσοστό του 2019 και μέχρι τώρα βρίσκεται πολύ μακριά.
Δεύτερον, διότι εν τέλει ξέρει ότι ο κ. Μητσοτάκης «μπορεί». Ο,τι και να λέμε, είναι καλό που η χώρα μετρά λιγότερα θύματα σε σχέση με άλλες χώρες. Είναι καλό που η οικονομία έχει δείξει κάποιες αντοχές. Είναι καλό που μπορεί να περιμένει το καλοκαίρι με αισιοδοξία, με την πρόοδο των εμβολιασμών. Σύμφωνοι, φάουλ όπως της Πάρνηθας, της Ικαρίας, της Νέας Σμύρνης μπορεί να αποδειχτούν επικίνδυνες μικρές σκουριές σε μπετόν αρμέ, αλλά αυτά δεν συνιστούν μείζονα θέματα πολιτικής –περισσότερο είναι απόδειξη τού πόσο η εμμονή στην επικοινωνία μπορεί να εκπυρσοκροτήσει, ιδίως σε κάποια καταραμένα Σαββατοκύριακα.
Ο κ. Τσίπρας ξέρει ότι τα χρονικά περιθώρια είναι στενά. Εχει τρεις-τέσσερις εβδομάδες ακόμα να κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει ένα πολιτικό στίγμα, χωρίς όμως να μπορεί να ελπίζει για κάτι πιο ανατρεπτικό. Οταν πάρει μπρος η οικονομία, το κλίμα θα αλλάξει. Οπως και όσο θα προχωρούν οι εμβολιασμοί, για τους οποίους απέφυγε αυτή τη φορά να πει μια λέξη.
«Μη φοβάστε, δεν θα σας ρίξουμε εμείς, όσο και αν μας υπερτιμάτε. Η δημοκρατία θα σας ρίξει», είπε κλείνοντας τη δευτερολογία του. Ενα lapsus linguae που θα μπορούσε να το διαβάσει κανείς με πολλούς τρόπους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News