Αποπνέει θηλυκότητα και αισθησιασμό και καθώς στέκει αγέρωχη και ημίγυμνη στο βάθρο της, μόνο με ένα ιμάτιο δεμένο γύρω από τους γοφούς, προκαλεί απεριόριστο θαυμασμό στα πλήθη των επισκεπτών του Λούβρου, όπου εκτίθεται από το 1821, αλλά και του Mουσείου της Μήλου στην Πλάκα, όπου υπάρχει ένα πιστό αντίγραφο.
Η Αφροδίτη της Μήλου, θεά του έρωτα και της ομορφιάς και ένα από τα διασημότερα αγάλματα της αρχαιοελληνικής τέχνης, είναι έργο της Υστερης Ελληνιστικής Περιόδου (τέλη 2ου αιώνα π.Χ.) από λευκό παριανό μάρμαρο. Εχει ύψος 2,02 μ. και βάρος 900 κιλά και εντυπωσιάζει με την ομορφιά και την αρμονία του.
Εντυπωσιακό, όμως, είναι και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλα αριστουργήματα της Tέχνης, που έχουν μελετηθεί εξαντλητικά και δεν υπάρχουν κρυφές πτυχές τους, η ιστορία της Αφροδίτης της Μήλου περιβάλλεται από έναν πέπλο μυστηρίου. Το σύγχρονο κομμάτι της, μάλιστα, που άρχισε πριν από ακριβώς 200 χρόνια, είναι γεμάτο ερωτήματα, ασάφειες, παρανοήσεις και κενά, αλλά και ψέματα.
Η υπέροχη Αφροδίτη της Μήλου ανακαλύφθηκε στις 8 Απριλίου 1820, αλλά δεν την έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Τη βρήκε τυχαία μέσα σε σύννεφα σκόνης και ιστούς αράχνης κάποιος αγρότης στη Μήλο, ενώ έβγαζε πέτρες από αρχαία ερείπια για να τις ξαναχρησιμοποιήσει, όταν η τσάπα του χτύπησε σε έναν θόλο, κάτω από τον οποίο αναπαυόταν το μαρμάρινο αριστούργημα.
Και από εκείνη τη στιγμή ξέσπασε ένας «αρχαιολογικός» πόλεμος, που συνεχίστηκε για καιρό. Χαρακτηριστικό της σύγχυσης των πρώτων ημερών είναι ότι ακόμη και το όνομα του χωρικού που την ανακάλυψε, δεν έχει ξεκαθαριστεί: κάποιες πηγές αναφέρουν τον Γιώργο Κεντρωτά και άλλες τον Θεόδωρο Κεντρωτά, που μάζευε τις πέτρες από την τοιχοποιία ενός ερειπωμένου ξωκλησιού, ενώ κάποια αρχεία μιλούν για δύο άντρες, τον Γιώργο Μποτώνη και τον γιο του Αντώνη. Και τα νερά θολώνουν ακόμη περισσότερο, αφού δεν είναι καν γνωστή η τοποθεσία στην οποία βρέθηκε το άγαλμα.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Αφροδίτη ήταν κρυμμένη σε μια κόγχη στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Μήλου στην κορυφή του νησιού, κοντά στο χωριό Τρυπητή. Αλλοι, πάλι, λένε ότι βρέθηκε σε μια σπηλιά κοντά στα ερείπια ενός αρχαίου θεάτρου στο Κάστρο. Ο γερμανός ιστορικός Πάουλ Κάρους στο βιβλίο του «Η Αφροδίτη της Μήλου: Μια αρχαιολογική μελέτη της θεάς της γυναικείας φύσης», που εκδόθηκε το 1916, γράφει ότι ο Μποτώνης και ο γιος του «βρέθηκαν τυχαία σε ένα μικρό σπήλαιο, καλυμμένο προσεκτικά με μια βαριά πλάκα, που έκρυβε ένα ωραίο μαρμάρινο άγαλμα σε δύο κομμάτια, και αρκετά άλλα θραύσματα από μάρμαρο».
Αυτές οι ασάφειες υποδηλώνουν, μάλλον, ότι το 1820 κανείς δεν πήρε στα σοβαρά το εύρημα. Μεγάλο προϊστορικό κέντρο πολιτισμού στο Αιγαίο, με σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα του κυκλαδικού, του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού, η Μήλος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, πέρασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυβερνήθηκε από το Δουκάτο της Νάξου και τους ενετικούς Οίκους των Σανούδων και των Κρίσπων, και περίπου από τα μέσα του 16ου αιώνα ήταν πλέον κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που την αντιμετώπισε με αδιαφορία, η οποία έφτανε στα όρια της περιφρόνησης, όπως γράφει στην Telegraph ο Κρις Λιντμπίτερ.
Ενδιαφέρθηκαν, όμως, οι Γάλλοι κυνηγοί θησαυρών που περιφέρονταν στο Αιγαίο αναζητώντας αρχαιότητες. Στις αρχές του 19ου αιώνα τα πιο δυναμικά έθνη της Ευρώπης προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κλασικές συλλογές ανεκτίμητης αξίας. Το Βρετανικό Μουσείο είχε ιδρυθεί το 1753, το Λούβρο αναγεννήθηκε το 1793. Οι μεγάλες πρωτεύουσες είχαν μεγάλη δίψα για προβολή έργων της αρχαιότητας και οι Οθωμανοί ήταν ευτυχείς να δίνουν ελληνικά αντικείμενα για να τη σβήνουν.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αφαιρέθηκαν από την Ακρόπολη μεταξύ 1799 και 1803 από τον κόμη του Έλγιν με φιρμάνι του σουλτάνου (που όμως έχει αμφισβητηθεί η ύπαρξή του από Τούρκους ερευνητές) με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, στη συνέχεια, όμως, τα φυγάδευσε στο Λονδίνο. Με παρόμοιο τρόπο έφυγε και η Αφροδίτη της Μήλου από το νησί.
Οι πρώτοι που ενδιαφέρθηκαν για το άγαλμα ήταν δύο αξιωματικοί του γαλλικού ναυτικού, οι Ολιβιέ Βουτιέ και Ζυλ Ντυμόν ντ’ Υρβίλ, οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται σε δύο πλοία που έδεσαν στη Μήλο την εβδομάδα της ανακάλυψης. Ο Ντυμόν ντ’ Υρβίλ ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Πάριδος (κομμάτι του αγάλματος που δεν βρέθηκε).
Οι Γάλλοι αποφάσισαν, λοιπόν, να πάρουν οπωσδήποτε τα ευρήματα στην κατοχή τους. Ειδοποίησαν αμέσως τον γάλλο υποπρόξενο στη Μήλο Λουί Μπρεστ και εκείνος με τη σειρά του τον μαρκήσιο Ντε Ριβιέρ, πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και παζάρια, η συμφωνία έκλεισε και ένα πλοίο στάλθηκε στη Μήλο για να διεκδικήσει το τρόπαιο. Οι αξιωματούχοι του νησιού έλαβαν 250 φράγκα, άλλα 750 ο αγρότης, και περί τα τέλη Μαΐου, η Αφροδίτη ξεκίνησε για το Παρίσι.
Το γλυπτό έφτασε στο Λούβρο το 1821, από όπου απομακρύνθηκε μυστικά (μαζί με τη Μόνα Λίζα, τη Νίκη της Σαμοθράκης και άλλα αριστουργήματα του μουσείου) δέκα ημέρες πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, για να κρυφτεί στην κοιλάδα του Λίγηρα (στο Chateau de Valencay) μέχρι το τέλος του, οπότε επέστρεψε στο μουσείο και έκτοτε δεν έφυγε ποτέ.
Η άφιξη της Αφροδίτης της Μήλου στο κύριο μουσείο της Γαλλίας δεν είχε την υποδοχή που θα περίμενε κανείς και το πρόβλημα δεν ήταν το ταλέντο του δημιουργού της, αλλά το πότε δημιουργήθηκε. Σε μια βάση που βρέθηκε δίπλα στο άγαλμα είχε απομείνει χαραγμένη η φράση …ΝΔΡΟΣ [Μ]ΗΝΙΔΟΥ [ΑΝΤ]ΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ, που παραπέμπει στον γλύπτη Αγήσανδρο ή Αλέξανδρο, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή του Αιγαίου τον 1ο και τον 2ο αιώνα π.Χ. (περαιτέρω μελέτη αποκάλυψε ότι η Αφροδίτη της Μήλου δημιουργήθηκε πιθανόν μεταξύ 130 και 100 π.Χ.).
Μηχανορραφίες γαλλικού στυλ
Η επιγραφή δεν άρεσε καθόλου στους διευθυντές του παρισινού μουσείου, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν εμμονή με την Κλασική Εποχή της αρχαίας Ελλάδας (κράτησε το μεγαλύτερο μέρος του 4ου και του 5ου αιώνα π.Χ.) και θεωρούσαν τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες απλώς μιμητές μιας χαμένης χρυσής εποχής.
Μπορεί τώρα στον 21ο αιώνα αυτή η θέση να ακούγεται γελοία, γράφει η Telegraph, αλλά θα πρέπει να δει κανείς την αρχική αντίδραση των Γάλλων στο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής της. Το 1815, πέντε χρόνια πριν από την ανακάλυψη της Αφροδίτης της Μήλου, ο Ναπολέων είχε ηττηθεί στο Βατερλό και εξορίστηκε στο νησί Αγία Ελένη στο μέσον του Ατλαντικού, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 5 Μαΐου του 1821.
Η Γαλλία επανήλθε στη μοναρχία αποκαθιστώντας στον θρόνο τον Λουδοβίκο ΙΗ και στο πλαίσιο επίλυσης παλαιών διαφορών, έπρεπε να επιστρέψει μερικά από τα τιμαλφή που είχε «αποκτήσει» στα χρόνια του Βοναπάρτη. Σε αυτά περιλαμβανόταν η Αφροδίτη των Μεδίκων της ελληνιστικής περιόδου, ένα από τα διασημότερα αγάλματα της συλλογής Ουφίτσι της Φλωρεντίας, και ο Απόλλων του Μπελβεντέρε, ένα από τα τελειότερα έργα τέχνης της αρχαιότητας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού.
Η ανάλυση των δύο αγαλμάτων αποκάλυψε ότι έχουν παρόμοια ηλικία με την Αφροδίτη της Μήλου. Εκείνη την εποχή πίστευαν ότι όλα ήταν έργα της Κλασικής Εποχής. (Μάλιστα ο Απόλλων του Μπελβεντέρε θεωρείται λίγο νεότερος, είναι της εποχής του Αδριανού, ρωμαϊκό αντίγραφο του 120μ.Χ. ενός ελληνικού χάλκινου πρωτοτύπου του 4ου αιώνα π.Χ.) Αν πιστοποιούσαν ότι η Αφροδίτη της Μήλου ήταν νεότερη και άρα υποδεέστερης αξίας, δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει την απώλεια των δύο άλλων αγαλμάτων και η προπαγάνδα θα αποτύγχανε σε μια εποχή που το Βρετανικό Μουσείο υποδεχόταν με θριαμβολογίες τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Τι έκανε λοιπόν το Παρίσι; Κατ’ αρχάς μια απάτη. Πριν εκτεθεί στο Λούβρο η Αφροδίτη, η ενοχλητική βάση με την «άχρηστη» επιγραφή για τον Αλέξανδρο της Αντιόχειας αποσύρθηκε σιωπηρά (και δεν βρέθηκε ποτέ). Μάλιστα η γνώση για την ύπαρξή της προέρχεται αποκλειστικά από σκίτσα της εποχής. Στη συνέχεια ήρθε η «βοήθεια» του Αντουάν Κρισοστόμ Κατρεμίρ ντε Κενσί, γραμματέα της Academie des Beaux-Arts, που δήλωσε μετά χαράς ότι το γλυπτό ήταν καρπός της σχολής του Πραξιτέλη, του πιο διάσημου γλύπτη του 4ου αιώνα π.Χ. Κατασκευάστηκε, λοιπόν, το γόητρο της Αφροδίτης, κατ’ επέκταση φυσικά και της Γαλλίας, που είχε πλέον στα χέρια της ένα θαύμα της Κλασικής Εποχής.
Το κόλπο όμως δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Το γλυπτό εκτέθηκε τον Μάιο του 1821 και η προέλευσή του αποκαλύφθηκε όταν ο κόμης ντε Κλαράκ, συντηρητής αρχαιοτήτων στο Λούβρο, εξαγριωμένος που δεν είχε ρωτηθεί νωρίτερα, αντιτάχθηκε στη δήλωση του Ντε Κενσί, στρέφοντας την προσοχή στη βάση του γλυπτού και στην επιγραφή που αποκάλυπτε την αληθινή του πατρότητα.
Στο μεταξύ καθώς ο 19ος αιώνας προχωρούσε, έγιναν και άλλες αποκαλύψεις κάτω από τον φακό νομικών αντιπαραθέσεων. Το 1830, ο φιλέλληνας, φανατικός ελληνιστής και συλλέκτης Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας δημιούργησε τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, άλλο ένα μεγάλο μουσείο κλασικών αρχαιοτήτων, και άρχισε να αναζητά επιπλέον εκθέματα. Ισχυρίστηκε τότε ότι η Αφροδίτη της Μήλου ήταν δική του, μέσω ενός παλιού συμφωνητικού με το οποίο είχε αγοράσει μερικά από τα αρχαία ερείπια της Μήλου και οτιδήποτε βρισκόταν μέσα σε αυτά.
Η Γαλλία αντιστάθηκε. Η Αφροδίτη της Μήλου παρέμεινε στο Λούβρο και τώρα πια η ταυτότητά της έχει πλήρως αποκαλυφθεί και αναγνωριστεί…
Ή μήπως όχι; Αφού είναι έργο έλληνα γλύπτη του 2ου αιώνα π.Χ., γιατί παντού, εκτός από την Ελλάδα την αποκαλούν Βένους (ρωμαϊκή θεότητα του έρωτα και της ομορφιάς) και όχι Αφροδίτη; Για να μην αναφερθούμε στους ισχυρισμούς ότι το άγαλμα δεν απεικονίζει καμιά από τις δύο αρχαίες θεότητες του έρωτα, αλλά την Αμφιτρίτη, βασίλισσα της θάλασσας και σύζυγο του Ποσειδώνα, ο οποίος λατρευόταν στη Μήλο εκείνη την εποχή.
Ισως, όμως, αυτός ο πέπλος μυστηρίου, που περιβάλλει την Αφροδίτη της Μήλου, της προσδίδει και το μεγαλείο της… Εξάλλου, το ίδιο δεν συμβαίνει με τις περισσότερες σπουδαίες γυναίκες αυτού του κόσμου;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News