Από την χειρότερη στη Μεταπολίτευση περίοδο της πολιτικής ζωής, την περίοδο 1989-1992, έχουν περάσει πάνω από 25 χρόνια. Θα περίμενε κανείς ότι οι βασικές πολιτικές δυνάμεις (ίδιες είναι πάνω-κάτω, απλώς με αυξομειώσεις στα ποσοστά τους) να έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους και να μην τα επαναλαμβάνουν.
Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα εκείνης της περιόδου; Oτι η «δικαστικοποίηση» (συγγνώμη, κύριε Μπαμπινιώτη, για τον βαρβαρισμό, αλλά αποδίδει απολύτως το νόημα) της πολιτικής ζωής συχνά οδηγεί σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Αυτό δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, ότι τα πολιτικά πρόσωπα πρέπει να αφήνονται ασύδοτα να διαπράττουν παρανομίες, όπως εμφανώς επιτρέπει ο θλιβερός νόμος περί ευθύνης των υπουργών. Σημαίνει, αντιθέτως, ότι η συγκρότηση κατηγορητηρίου εναντίον πχ πρώην πρωθυπουργών πρέπει να γίνεται εφόσον υπάρχουν επαρκή στοιχεία, αυτό που ο νόμος χαρακτηρίζει «αποχρώσες ενδείξεις». Και τέτοιες δεν είναι μόνον οι μαρτυρικές καταθέσεις.
Και επ’ αυτού η περίοδος του ’89 είναι πολύ διδακτική. Τι έγινε τότε; Παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο ένας αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αφού είχε βρεθεί ένα ατράνταχτο στοιχείο: ο τραπεζικός λογαριασμός της δωροδοκίας του. Η παραπομπή ήταν πολύ σωστή και μάλιστα έγινε με συντριπτική πλειοψηφία από όλα τα κόμματα. Oμως, ταυτόχρονα η τότε πλειοψηφία (ΝΔ και Συνασπισμού της Αριστεράς) επέλεξε να παραπέμψει και τον τότε πρωθυπουργό, με μόνο στοιχείο μια μαρτυρική κατάθεση. Μέγα λάθος, το οποίο παραδέχτηκαν αργότερα οι πρωτοστατήσαντες στην παραπομπή Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Λεωνίδας Κύρκος. Ο μάρτυρας αποδείχτηκε ψευδομάρτυρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε και επανήλθε θριαμβευτικά στην πρωθυπουργία.
Η πολιτική ζωή άρχισε να ηρεμεί, παρά τις κατά καιρούς εκτοξευόμενες υπερβολές. Για παράδειγμα, ο Κώστας Καραμανλής είχε χαρακτηρίσει «αρχιερέα της διαπλοκής» τον Κώστα Σημίτη, αλλά μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος το είχε ουσιαστικά ανακαλέσει, αποδίδοντάς το σε αντιπολιτευτική υπερβολή.
Ωσπου άρχισε να πρωταγωνιστεί στην πολιτική ζωή ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του. Τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται στον πολιτικό διάλογο λέξεις και συνθήματα που είχαν πολλά χρόνια να ακουστούν. Συνειδητά ο Τσίπρας καλλιέργησε μια βεντέτα ειδικά με την κυβέρνηση Σαμαρά (την οποία αποκαλούσε «ακροδεξιά σέχτα»), γνωρίζοντας τότε ότι η πόλωση τον ωφελεί. Φυσικά, η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) δεν ήταν καμιά σέχτα, αντιπροσώπευε σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων. Απλώς ο Τσίπρας, με αφορμή την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, επιχείρησε να εκμεταλλευθεί, σε βαθμό ακραίας υπερβολής, τη αρχικώς υποτονική στάση της τότε κυβέρνησης λόγω ψηφοθηρικών επιδιώξεων («να μη χαρίσουμε τους δεξιούς ψηφοφόρους στη Χρυσή Αυγή», που έλεγε βλακωδώς ο Μπαλτάκος).
Τα χρόνια πέρασαν, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έγιναν κυβέρνηση. Αποφάσισαν να καταπιαστούν με το σκάνδαλο της Novartis, αλλά χωρίς να έχουν βγάλει κανένα συμπέρασμα από τα του ’89. Εντάξει, ο Τσίπρας δεν τα ξέρει, ήταν τότε μόλις 15 χρόνων, αλλά έχει δίπλα του αρκετούς που τα ξέρουν, όπως ο Γιάννης Δραγασάκης κα. Ετσι, όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη του την παλιά ρήση του Καραμανλή (του μακαρίτη) «έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στο δικαστήριο, τον στέλνεις στο σπίτι του» (όπως δεν την είχε ακούσει τότε ο Μητσοτάκης και παρέπεμψε τον Ανδρέα), αλλά αποφάσισε, όπως φαίνεται, να παραπέμψει δύο πρωθυπουργούς. Με μοναδικό στοιχείο μαρτυρικές καταθέσεις. Μέγα λάθος. Και είναι ακόμα καιρός να το διορθώσει. Αν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, στην επικείμενη συνεδρίαση της Βουλής ας βγει καθαρά η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και ας παραδεχτεί ευθαρσώς ότι δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες αποχρώσες ενδείξεις για τους πρώην πρωθυπουργούς. Ας αρκεστούν να διερευνήσουν τα πεπραγμένα των πρώην υπουργών, που είχαν άμεση εμπλοκή με το αντικείμενο.
Αλλά και η (τελευταία) αντίδραση του Αντώνη Σαμαρά δεν διεκδικεί κανένα εύσημο σοβαρότητας. Δεν αρκέστηκε στη σφοδρή πολιτική καταγγελία της εμπλοκής του, θεμιτή και επιβαλλόμενη ασφαλώς. Κατέφυγε στην (άσφαιρη) «δικαστικοποίηση». Κατέθεσε μήνυση τόσο εναντίον του Τσίπρα όσο και εναντίον των δικαστικών που χειρίζονται την υπόθεση. Εκανε λάθος που άκουσε όσους τον συμβούλευαν έτσι. Για δύο λόγους:
– Οι πολιτικές συγκρούσεις δεν λύνονται στα δικαστήρια. Αν λύνονταν, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα ξημεροβραδιάζονταν στις δικαστικές αίθουσες.
– Οι κατηγορίες εναντίον των δικαστών είναι έωλες και ουδείς συνάδελφός τους θα μπει στον κόπο να τις εξετάσει. Διότι απλώς πήραν τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις έστειλαν στη Βουλή. Αυτό επιβάλλει ο νόμος που οι πολιτικοί έχουν ψηφίσει.
Ο κ. Σαμαράς έκανε τη μήνυση για να πει ότι ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ είναι «συμμορία» και έστησαν μια «σταλινικής εμπνεύσεως σκευωρία». Θυμάται την «ακροδεξιά σέχτα» του Τσίπρα και ανταποδίδει τα ίσα με την «σταλινική συμμορία». Εντάξει, ο Τσίπρας κάτι ξέρει (θεωρητικά) από τα σταλινικά, αλλά ο Παπαγγελόπουλος στην καραμανλική σχολή έχει θητεύσει. Τα περί σταλινικής συμμορίας (που λέει ο Σαμαράς) έχει την ίδια αξία με την ακροδεξιά σέχτα (που λέει ο Τσίπρας).
Εντάξει, η βεντέτα συνεχίζεται. Αλλά η μήνυση Σαμαρά περιττεύει. Πιθανότατα θα τεθεί στο αρχείο, δεν υπάρχει αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης. Αν η υπόθεση αποδειχθεί φούσκα, ο κ. Σαμαράς θα δικαιωθεί πανηγυρικά. Και τότε μπορεί να επιδιώξει τη ολική του πολιτική επάνοδο, αν το επιλέξει.
Η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο και πρέπει να διερευνηθεί. Κι αν αποδειχθεί σκευωρία, οι πολιτικοί σκευωροί θα πληρώσουν τα επίχειρα. Τα επικοινωνιακά κόλπα και οι αντιπερισπασμοί, ένθεν και ένθεν, έχουν πρόσκαιρη επιρροή. Στο τέλος το σκάνδαλο θα αποκαλυφθεί ή θα ξεφουσκώσει. Και κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News